Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Το Συναξάρι του Αγίου Ιωσήφ του Ησυχαστού και Σπηλαιώτη (ΣΤ΄ Μέρος)

 


Της Ολυμπίας
αποκλειστικά για την katanixi.gr

«Ἡ εὐχή ἔτσι πρέπει νά λέγεται μέ τόν ἐνδιάθετον λόγον» (Ἅγιος Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής)

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

ΣΤ΄ Μέρος

Πρέπει, λοιπόν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζόμενοι καί πιστοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά λέγουν τήν εὐχήν αὐτήν, ἤ αὐτή ἡ εὐχή εἶναι μόνον διά τούς μοναχούς; Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Καθηγητής τῆς νοερᾶς προσευχῆς, εἶχε ἕναν ὑποτακτικόν, Ἰώβ τό ὄνομα, γηραλέον εἰς τήν ἡλικίαν καί ἁπλοῦν εἰς τούς τρόπους. (14)

Ἄκουσε μία ἡμέρα τόν Ἅγιον (Γέροντά του) Γρηγόριον πού ἐδίδασκε καί ἔλεγε εἰς τούς προσκυνητάς, ὅτι ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει νά προσεύχωνται μέ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πάσης ἡλικίας καί πνευματικῆς καταστάσεως.

Διότι, ἐάν ἦταν ἀδύνατον νά γίνῃ αὐτό, δέν θά προέτρεπε ὁ Θεός, διά τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου, νά εὔχωνται οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀδιαλείπτως.

Αὐτήν τήν διδασκαλίαν ἔκαμε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἰς τούς Χριστιανούς πού ἐπήγαιναν νά τόν συμβουλευτοῦν. Εἶχε φύγει τότε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί εὑρίσκετο εἰς τήν Θεσσαλονίκην.

Ὁ Ἰώβ ἀκούγοντας αὐτήν τήν διδασκαλίαν σκανδαλίσθηκε καί εἶπε πρός τόν Γέροντά του: «Ἐμεῖς εἴμεθα μοναχοί καί ἔχομε χρόνον νά λέγωμεν αὐτήν τήν εὐχήν. Οἱ λαϊκοί ὅμως πού ἔχουν τόσες μέριμνες καί ἀσχολίες μέ τήν οἰκογένειαν καί τίς ἐργασίες τους, πῶς μπορεῖ νά τό ἐπιτύχουν αὐτό; Νομίζω πώς ἡ προσευχή αὐτή εἶναι μόνον διά τούς μοναχούς».

Ὄχι, τοῦ λέγει, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Ἐάν ἦταν ἀκατόρθωτον, ὁ Θεός δέν θά προέτρεπε διά τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου τό· «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε· τοῦτο γάρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς» (Α´ Θεσ. 5, 16-18).

Ἡ ρίζα καί ἡ ἀρχή τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους. Τόν καιρό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δέν ὑπῆρχον μοναχοί.

Ἑπομένως, διά τούς εἰς τόν κόσμον ἀγωνιζόμενους Ὀρθόδοξους Χριστιανούς, ἀπευθύνει τήν προτροπήν αὐτήν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, περί τῆς προσευχῆς.

Ὁ Ἰώβ ὅμως δέν ἐπείθετο καί συνέχιζε νά ἐπιμένη εἰς τήν γνώμην του.

Διά τόν λόγον αὐτόν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τήν συζήτησιν καί ἐπῆγε νά ἡσυχάση εἰς τό Κελλίον του. Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ μοναχός Ἰώβ.

Ὅταν ὅμως ὁ Ἰώβ ἔφθασε εἰς τό Κελλίον του, ἐμφανίσθηκε ἐνώπιόν του Ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ λέγει: «Διατί ἀντιλέγεις καί δέν πείθεσαι εἰς ὅσα λέγει ὁ Γρηγόριος; Εἶναι σωστό αὐτό πού διδάσκει, διά τοῦτο νά ὑπακούης εἰς αὐτόν καί νά μήν ἀντιλέγης».

Ἔπειτα ἀπό τήν ἐμφάνισιν αὐτήν τοῦ Ἀγγέλου ὁ Ἰώβ συγκλονίσθηκε καί ἔτρεξε ἀμέσως πρός τόν Ἅγιον (Γέροντά του) Γρηγόριον καί τοῦ εἶπε τί ἀκριβῶς συνέβη.

Ἔβαλε τότε μετάνοια, ἐζήτησε συγχώρησι καί εἶπε πώς ἄλλη φορά δέν θά ἀντιλέγη.

Ὁ Ἅγιος Γέροντάς μας Ἐφραίμ, μᾶς ἐδίδασκε νά λέμε εἰς τήν ἀρχήν τήν εὐχήν προφορικά.

Πρέπει νά λέμε συνέχεια μέ τό στόμα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Ἡ φωνή ἡ ὁποία βγαίνει ἀπό τό στόμα συγκεντρώνει τόν νοῦν, ὁ ὁποῖος μετεωρίζεται καί ἀρχίζει τότε ὁ νοῦς νά προσέχη εἰς τά λόγια τῆς εὐχῆς.

Ὅταν ἔχετε χρόνο εἰς τό σπίτι σας καί τήν ἀπαιτουμένη ἡσυχία ἀρχίσετε νά λέγετε μέ κατάνυξη τά λόγια τῆς εὐχῆς. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Καθώς περνάει ὁ χρόνος ἡ προφορική αὐτή εὐχή, ἑλκύει τόν νοῦν πρός τά ἔσω καί συγχρόνως δημιουργεῖται εἰς τήν ψυχήν ἕνα ἄλλο κλίμα. Αἰσθάνεται ἡ ψυχή χαρά, εἰρήνη, γλυκύτητα εἰς τό στόμα. Δέν θέλει καθόλου νά διακόπτῃ τήν εὐχήν.

Καί ὅταν ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγκάζεται νά διακόψῃ τήν εὐχήν, τό αἰσθάνεται αὐτό ἡ ψυχή μέσα της ὡσάν μιά μεγάλη ἔλλειψι.

Ὅταν ἀρχίσῃ νά συγκεντρώνεται ὁ νοῦς, τότε μποροῦμε νά λέγωμεν τήν εὐχήν νοερά, δηλαδή μέ τόν νοῦν. Ἐάν συνεχίσωμεν αὐτό τό ἱερόν ἔργον μέ συνέπεια καί τάξι καί λέγωμεν τήν εὐχήν ἄλλοτε μέ τό στόμα ἐκφώνως καί ἄλλοτε μέ τόν νοῦν, νά εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι θά αἰσθανθοῦμε μιά ἄλλη πνευματικήν κατάστασιν μέσα μας.

Ὅταν ἡ οἰκοκυρά ἐργάζεται μέσα εἰς τό σπίτι της καί μαγειρεύει ἤ πλένει ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο κάνει, ἄς λέγη ταυτοχρόνως καί τήν εὐχήν ἐκφώνως.

Θά φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοί καί τό σπίτι της θά γίνῃ ἕνας αἰσθητός Παράδεισος.

Ὅλα τότε θά εἶναι ὄμορφα καί γαλήνια εἰς τό σπίτι της καί τά λόγια τῆς εὐχῆς, ὡσάν ἕνα ἱερό ἄσμα, θά διαποτίζουν τήν ψυχήν της καί ὅταν θά ἔλθουν τά παιδιά της ἀπό τό σχολεῖον καί ὁ ἄνδρας της ἀπό τήν ἐργασίαν, θά τούς ὑποδεχθῆ μέ τήν θερμότητα τῆς εὐχόμενης καρδίας της καί θά τούς ἀφαιρέση τόν κόπον καί τό ἄγχος.

Μόνον ἡ εὐχή, τό γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νά διώξη ἀπό τό σπίτι τήν τηλεόραση ἤ νά τήν ρυθμίση.

Ὁ Γέρων Ἰωσήφ ὁ Σπηλαιώτης μᾶς συμβουλεύει μέ τά ἀκόλουθα λόγια διά τήν χρῆσιν τῆς εὐχῆς: «Ἡ εὐχή ἔτσι πρέπει νά λέγεται μέ τόν ἐνδιάθετον λόγον.

Ἀλλ᾿ ἐπειδή εἰς τήν ἀρχήν δέν τήν ἔχει συνηθίσει ὁ νοῦς τήν ξεχνᾶ. Γι᾿ αὐτό τήν λέγεις, πότε μέ τό στόμα καί πότε μέ τόν νοῦν. Καί αὐτό γίνεται μέχρις ὅτου τήν χορτάσῃ ὁ νοῦς καί γίνῃ ἐνέργεια.

Ἐνέργεια λέγεται ἐκεῖνο ὅπου, ὅταν λέγης τήν εὐχήν, αἰσθάνεσαι μέσα σου -χαρά καί ἀγαλλίασι- καί θέλεις διαρκῶς νά τήν λέγης.

Λοιπόν, ὅταν παραλάβη τήν εὐχήν ὁ νοῦς καί γίνῃ αὐτή ὅπου σοῦ γράφω ἡ χαρά, τότε θά λέγεται μέσα σου ἀδιαλείπτως, χωρίς τήν ἰδικήν σου βίαν. Αὐτό λέγεται αἴσθησις-ἐνέργεια, ἐπειδή ἡ χάρις ἐνεργεῖ χωρίς τήν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου.

Τρώγει, περιπατεῖ, κοιμᾶται, ἐξυπνά καί μέσα φωνάζει τήν εὐχήν. Καί ἔχει εἰρήνην καί χαράν» (15).

Εἰς τρεῖς τάξεις διαιρεῖται ἡ πνευματική κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ καθαρτική, ἡ δευτέρα ἡ φωτιστική καί ἡ τρίτη ἡ τελειωτική.

Ἡ καθαρτική κατάστασις βοηθεῖ πολύ τόν ἄνθρωπον νά καθαρίσῃ τήν καρδίαν του. Αὐτή ἡ καθαρτική χάρις αὐξάνει πολύ τήν νοεράν προσευχήν.

Χαρίζει μετάνοια, ζῆλον πνευματικόν καί ἀγωνίζεται μέ πολλήν ὄρεξιν ὁ ἄνθρωπος. Ἐπειδή δέν προσέξαμε εἰς τήν ζωήν μας καί ὁ νοῦς δέν ἀγρυπνοῦσε, διά νά μή περάσουν μέσα εἰς τήν καρδίαν μας ἐμπαθεῖς λογισμοί, ὁ χῶρος αὐτός τῆς καρδίας ἔχει γίνει ἀκάθαρτος ἀπό τούς λογισμούς.

Αὐτοί οἱ πονηροί καί ἐμπαθεῖς λογισμοί ἀποτελοῦν, κατά τούς Πατέρας, τό σκότος τῆς ψυχῆς. Τό πνευματικόν αὐτό σκότος μπορεῖ νά τό διαλύση μόνον ἡ νοερά Προσευχή, τό γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτό τό γλυκύτατον καί πανίσχυρον Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μας κάνει βαθειές τομές μέσα εἰς τήν καρδίαν μας καί ἐξέρχεται ὁ ἰός τῆς ἁμαρτίας.

Τά θανάσιμα πάθη καί τά πνευματικά ἕλκη δημιουργοῦν μιά δυσωδία εἰς τόν χῶρον τῆς ψυχῆς. Βάθος μέγα ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.

Τά πάντα ξεκινοῦν ἀπό αὐτό τό σαρκικόν ὄργανον, δηλαδή ἀπό τήν καρδίαν, διότι ἐκεῖ εὑρίσκονται ὅλοι οἱ λογισμοί τῆς ψυχῆς”.

«Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησον με».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου