(Αποτελεί
Εισήγηση στο Διορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο, Γέροντας Ιωσήφ ο
Ησυχαστής, Άγιον Όρος – Φιλοκαλική Εμπειρία, Αθήνα 22-24/10/2004.)
Ι. Γενικά – Εισαγωγικά
Ο
αναγνώστης των κειμένων του π. Ιωσήφ του ησυχαστή έχει την βαθύτατη
αίσθηση, ότι μελετά κείμενα της όντως ζωής. Δι’ αυτών έχει μπροστά του
συμπυκνωμένη ολόκληρη την προηγούμενη ησυχαστική και φιλοκαλική εμπειρία
της Εκκλησίας, σαρκωμένη σε σύγχρονο προσωπικό βίωμα, «ενταύθα και νυν»
(εδώ και τώρα). Ο λόγος του μακαριστού ησυχαστή είναι αγιογραφικός και
πατερικός, πάντοτε όμως ζωντανά αποκαλυπτικός. Έχοντας σαφή τα
πνευματικά κριτήρια της Ορθοδόξου Παραδόσεως και το χάρισμα της
διακρίσεως των πνευμάτων, παρουσιάζεται ως άριστος ανατόμος της
αγιοπνευματικής εν Χριστώ ζωής. Έτσι, αποκωδικοποιεί με πολλή άνεση την
αγιότητα, τις εντολές του Θεού, αλλά και τις αρετές που προκύπτουν από
την τήρηση των εντολών, καθιστώντας ενεργώς παρούσα την ησυχαστική και
φιλοκαλική Παράδοση στην εποχή του. Παράλληλα, απομυθοποιεί την κοσμική
θεώρηση της ζωής και νοηματοδοτεί θετικά τις θλίψεις, τις δοκιμασίες,
τον κόπο και τον πόνο, και αποδεικνύει απολύτως εφικτή και σήμερα την
εφαρμογή του Ευαγγελίου και την ασκητική της Εκκλησίας[1]. Μας δίδαξε
εμπειρικώς, ότι η Φιλοκαλία προϋποθέτει οπωσδήποτε την φιλοπονία και την
αυταπάρνηση ενάντια στη φιλαυτία του παλαιού ανθρώπου.
Βάσιμα
μπορούμε να υποστηρίξουμε, ότι δεν προβάλλει τίποτε δικό του. Είναι
απλώς ένας αυθεντικός συνεχιστής της ησυχαστικής Παραδόσεως, την οποία
επαναδιατύπωσε, την ξαναζωντάνεψε και την πλούτισε με σύγχρονα και
προσωπικά δεδομένα. Τεκμηρίωσε και ανέδειξε ως ησυχαστής την
αγιοπνευματική-φιλοκαλική ζωή της Εκκλησίας, πιστοποιώντας στην ύπαρξή
του την πραγμάτωση του σκοπού της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου για την
χαρισματική θέωση του ανθρώπου. Απέδειξε εμπειρικώς, ότι το φρόνημα των
«φερομένων υπό του Αγίου Πνεύματος» είναι διαχρονικώς το αυτό[2]. Έτσι,
πρόβαλε πειστικά την σπουδαιότητα της προσωπικής εμπειρίας, που
προκύπτει από τη βίωση της χαρισματικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος
στα πλαίσια της ησυχαστικής ζωής. Επέδρασε αναγεννητικά σε ολόκληρη
γενιά ως διακριτικός πνευματικός Πατέρας. Με τη σκληρή άσκηση και τη
νοερά προσευχή, που βίωσε και δίδαξε, ενδυνάμωσε εμπειρικώς και ανέδειξε
πραγματικά τον Ησυχασμό[3]. Υπήρξε συνεχιστής της ησυχαστικής
Παραδόσεως, αφού, όπως σημειώνει ο ίδιος, την ησυχαστική τάξη και το
Τυπικό του τα παρέλαβε από προγενεστέρους αγίους ασκητές[4]. Στο Άγιον
Όρος, κατά την μαρτυρία του, βρήκε τους πνευματικούς προγόνους του[5]
«εν πράξει και θεωρία»[6]. Αυτοί ήταν οι «εν πείρα και πράξει
διδάκτορες»[7] κατά την πρωτότυπη και επιτυχή διατύπωσή του.