Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Μεγάλοι Διδάσκαλοι της Ερήμου Η μικρή σκήτη της Αγίας Άννας

Εκεί στη Σκήτη της Μικρής Αγίας Αννης, περί τα τέλη του 15ου αιώνα, ζήσανε δυο μεγάλοι φωστήρες και πνευματικοί Πατέρες, Ο άγιος Διονύσιος «ό Ρήτωρ» και ό υποτακτικός του άγιος Μητροφάνης ο πνευματικός.
α) Ό άγιος Διονύσιος ήταν ιερομόναχος, ρήτωρ, διδάσκαλος και πνευματικός από την ιερά Μονή του Στουδίου προερχόμενος, δεν έχομε πολλά στοιχεία για την καταγωγή του, ούτε γνωρίζομε πότε ήρθε στο Αγιον Όρος, μόνο ξέραμε πώς ήταν νηπτικός Πατήρ, πλήρης χάριτος Θεού, ποδηγέτης του ασκητισμού, διότι είναι σχεδόν οι πρώτοι με τον υποτακτικό του πού κατοίκησαν στην περιοχή αυτή της Μικρής Άγιάννας και ότι έκοιμήθη το έτος 1606, που όμως έκοιμήθη, μας είναι άγνωστο.
β) Ό άγιος Μητροφάνης ήταν, όπως είπαμε, ενάρετος απλός και σοφός πνευματικός και επειδή στα ζοφερά χρόνια της Τουρκοκρατίας, οί χριστιανοί σ’ όλη την Ελλάδα υπέφεραν πολλά δεινά, από την περιφέρεια της Χαλκιδικής, κατά καιρούς οί προύχοντες, ζητούσαν από τον «Πρώτο» του Αγίου Όρους να τους στείλουν ένα δυνατό, ενάρετο και διακριτικό πνευματικό έξομολόγο, για να βοηθήσει τους δοκιμαζόμενους χριστιανούς.
Ό «Πρώτος» του Αγίου Όρους, πιεζόμενος συχνά από όλα σχεδόν τα χωριά της Χαλκιδικής, και μη γνωρίζων τι να κάμει, ζήτησε τη γνώμη και συμβουλή για την προκειμένη περίπτωση του αγίου Διονυσίου του Ρήτορας, ό όποιος ασκήτευε στο σπήλαιο του, στην έρημο του Άθωνα και του οποίου ή ασκητική μορφή και φήμη αγίου ήταν διάχυτη σ’ όλο το Αγιον Όρος.
Ό άγιος Διονύσιος, επειδή γνώριζε την πνευματική δύναμη, κατάρτιση και διακριτικότητα του μαθητού και συνασκητού του, αγίου Μητροφάνη, υπέδειξε στον «Πρώτο» του Όρους, σαν πιο κατάλληλο, για τη διακονία αυτή, να στείλει τον άγιο Μητροφάνη, ό όποιος με προθυμία δέχτηκε και με τη χάρη και θεία δύναμη πού ήταν προικισμένος, από τον Πανάγαθο Θεό, πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες και βοήθησε πολύ τους χριστιανούς σ’ ολόκληρη τη Χαλκιδική.
Κέντρο της παραμονής του, είχε τον Ισβορο, πού σήμερα λέγεται Στρατώνι, και το ονομάζει ο άγιος Μητροφάνης «Χωράν μεγάλην».
Κατά το διάστημα της ιεράς αυτής αποστολής και ευαγγελικής περιοδείας του, «ενήργησε ό Θεός» πολλά σημεία και θαύματα.
Ένα άπ’ αυτά είναι και ή φοβερή οπτασία, ενός ευλαβούς χωρικού Εκεί Δημητρίου, την οποία ό ίδιος έγραψε στην καθαρεύουσα, κατόπιν εντολής και προτροπής, του Γέροντος του αγίου Διονυσίου. Εδώ όμως, για να γίνει περισσότερο καταληπτή, αποδίδεται σε ελεύθερο νόημα, περιληπτικά στην καθομιλούμενη γλώσσα:
«Στην κωμόπολη Ισβορο, κοντά στα σημερινά Μεταλλεία του Μποδοσάκη, το έτος 1520 ζούσε ευσεβής χριστιανός, με το όνομα Δημήτριος, ό όποιος εργάζονταν στα Μεταλλεία, για να συντηρεί την οικογένειά του.

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Λόγος περί αρετής και διακρίσεως Η ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΑΠΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ



Γ ΄ΛΟΓΙΑ  ΑΘΩΝΙΤΩΝ  ΠΑΤΕΡΩΝ
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ
ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
1.    Είπε γέρων. Σήμερα κοιτάζουμε να αγιάσουμε με λίγο κόπο.
2.    Είπε πάλι. Όσο περισσότερο κοπιάζεις, τόσο περισσότερη χάριν και χαρά απολαμβάνεις. Και συνέχισε. Μπορούσε να πληρώσει την καρδιά μας ο Θεός με τόση μακαριότητα και αγάπη και θείον έρωτα, ώστε να πέσουμε κάτω, μην αντέχοντας αυτήν. Αλλά τότε θα εγκαταλείψουμε τα μοναστήρια και θα κλεινόμασταν στα σπήλαια. Οι κοσμικοί θα εγκατέλειπαν τις υποθέσεις τους και τις φροντίδες τις οικογένειας και τα παιδία τους. Για αυτό ο Θεός που είναι αγάπη, δεν μας πληροί με τέτοια αγάπη και θεία μακαριότητα.
3.    Είναι βαρεία η καλογερική Γέροντα; Ρώτησαν κάποιον σοφό μοναχό.
Δεν είναι βαριά. Έρχεται καιρός που, όταν λησμονήσεις τον εαυτό σου, βλέπεις ότι είναι το πιο ανάλαφρο φορτίο – είπε.
4.    Είπε ένας ερημίτης. Αν όσα χρωστάς σ` αυτήν την ζωή τα ξεπληρώσεις  τότε σώζεσαι. Αν φας όμως και καμία παραπάνω, παίρνεις και κανένα φράγκο παραπάνω. Αν φάει κάποιος ξύλο άδικα, τότε έχει καθαρό μισθό. Πολλές φορές δηλαδή, ανθρώπους με πολλή καλή ζωή συμβαίνει να τους βρίσκουν τα χειρότερα. Εάν ο Θεός επιτρέπει, γιατί επιτρέπει;


Ας φέρω ένα καλό παράδειγμα.
Είναι μια πολλή καλή οικογένεια. Και ο άνδρας πολύ καλός και η γυναίκα πολύ καλή και τα παιδάκια πολύ καλά. Όλοι εκκλησιάζονται, κοινωνούν κ.λ.π.
Για μια στιγμή περνά ένας μεθυσμένος ή τρελός, χτυπάει την οικογενειάρχη και τον σκοτώνει.
Στα καλά καθούμενα. Μετά, όσοι άνθρωποι είναι απομακρυσμένοι από τον Θεό, λένε.
Για δες τον. Βλέπετε; Πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι για αυτό το έπαθε.
Αυτό είναι αναίδεια. Επιτρέπει ο Θεός να παθαίνουν και άνθρωποι χωρίς να φταίνε καθόλου, για να δίνει την ευκαιρία στους τελείους αναιδείς να λένε, ότι είπε και ο καλός ληστής.
Τι βλέπουμε στους δυο ληστές; Ο ένας έβρισε τον Χριστό, αν είσαι Θεός κατέβα κάτω κ.λ.π. λέει ο άλλος. Δεν φοβάσαι τον Θεό; Εμείς δικαίως ταλαιπωρούμαστε. Ο άνθρωπος δεν έκανε τίποτα. Δεν φοβάσαι τον θεό;
Δηλαδή, για να δώσει ο Θεός την ευκαιρία στους αναιδείς να συνέλθουν, επιτρέπει να πάθουν μερικοί, χωρίς να φταίνε.
Ενώ αυτοί που παθαίνουν, μπορεί να είναι τα πιο αγαπημένα παιδία του Θεού.
Στο παράδεισο ο θεός πιστεύω δεν θα τους πει. Καθίστε σε αυτήν τη θέση. Αλλά διαλέξτε τον καλύτερο τόπο. Καταλάβατε; Έτσι είναι. Με το να ζητάμε το δίκαιο μας τα χάνουμε όλα.
Χάνουμε και την ειρήνη μας, Χάνουμε και τον μισθό μας.
5.    Ρώτησε  κάποιος ένα γέροντα, πόσα χρόνια έχει στο Άγιο Όρος και του απάντησε.
Χρόνια πολλά έχω, προκοπή δεν έχω. Και τα τσακάλια στην έρημο ζουν, αλλά τσακάλια μένουν.
6.    Είπε γέρων. Όσο πνευματικότερος είναι ο άνθρωπος, τόσο λιγότερα δικαιώματα ζητάει από αυτήν την ζωή.
7.     Συμβούλευε ένα φωτισμένος μοναχός. Να έχεις αγάπη προς όλους, αλλά ιδιαίτερες σχέσεις με κανένα.
8.     Έλεγε  ο γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής.
     Ο κυριότερος σκοπός του διαβόλου είναι να κτυπήσει την πίστη και έτσι να ρεζιλέψει τον
     Άνθρωπο ως προδότη και αρνητή.
9.    Μου είπε κάποτε προ ετών ο σεβαστός  γέρων Γεράσιμος ο Υμνογράφος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει ότι το μόνο το οποίο αδυνατεί να πράξει ο Παντοδύναμος Θεός είναι το να ενωθεί  με τον ακάθαρτο άνθρωπο. Σε αυτό αδυνατεί.
10. Έλεγε σε εμάς ο γέρων Μόδεστος ο Κωνσταμονίτης. Έχετε την εκούσια τύφλωση. Μην βλέπετε τα σφάλματα των άλλων.
11. Eίπε γέρων. Το θέμα της σωτήριας μας δεν είναι θέμα ευκαιρίας ή σύμπτωσης, αλλά θέμα εργασίας και βίας. «Βιάστε αρπάζουσιν την Βασιλεία των Ουρανών».

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Διδασκαλία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή


ΤΟ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗ*

Καθηγητή Δημητρίου Τσελεγγίδη | Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ.

Εισαγωγικά
     Ευθύς εξαρχής θα πρέπει να υπενθυμήσουμε, ότι τα κείμενα του γέροντα Ιωσήφ απευθύνονται σε πιστούς, που είναι συνειδητά ενταγμένοι στην Εκκλησία, και επομένως είναι δεδομένη μυστηριακή ζωή τους.
     Από τη μελέτη των κειμένων του γέροντα Ιωσήφ προκύπτει σαφώς, ότι η ασκητική ζωή και διδασκαλία του Αθωνίτη Ησυχαστή είναι θεμελιωμένη στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Κύρια χαρακτηριστικά της διδασκαλίας του είναι, ότι αυτή εναρμονίζεται απόλυτα με το Ορθόδοξο δόγμα και ότι αναδύεται μέσα από την προσωπική βιωματική εμπειρία του. Ο ίδιος εμφανίζεται ως άριστος διδάσκαλος και καθοδηγητής της εν Χριστώ ασκητικής ζωής ως « εν πείρα και πράξει διδάκτορας»1, ο οποίος έμαθε εμπειρικώς και βιωματικώς, αφού «έπαθε» θεοπρεπώς τα θεία, οπότε και αναδείχθηκε αληθινά θεοδίδακτος2. Ο λόγος του έχει αποδεικτικόχαρακτήρα3 και ταυτίζεται με το φρόνημα των διαχρονικώς «φερομένων υπό του Αγίου Πνεύματος»4. Επ' αυτού είναι διαφωτιστική και η μαρτυρία του ίδιου, ότι τα κείμενά του γράφονταν μετά από πολύωρη νοερά προσευχή
5.
    
Ολόκληρη η ύπαρξη και η ζωή του ήταν σταθερά προσανατολισμένη στο Θεό6, πράγμα που συνέβαλε στη διαμόρφωση της δογματικής συνειδήσεώς του και κατ' επέκταση στη θεολογική υποδομή της ασκητικής ζωής και διδασκαλίας του. Η θεολογική αυτή υποδομή του γέροντα Ιωσήφ δεν εκφράζεται με θεολογικούς και ακαδημαϊκούς όρους, υποδουλώνεται όμως σαφώς μέσα από τον απλό αυθόρμητο, και εκκλησιαστικά βιωμένο λόγο του. Άλλωστε, επειδή η ασκητική ζωή του π. Ιωσήφ έχει θεολογικές προϋποθέσεις και ειδικότερα δογματικό υπόβαθρο, καθίσταται ακόμη περισσότερο σημαντική, και εκκλησιαστικά περισσότερο αξιόπιστη η διδασκαλία του.

α) Η Αποκάλυψη του Θεού
     Ο γέροντας Ιωσήφ βιώνει την Αποκάλυψη του Θεού στην κτίση και στην Εκκλησία ως χαρισματική εμπειρία της παρουσίας του ίδιου του Θεού, ως φανέρωσή του δια των ακτίστων ενεργειών του, ως μία συνεχή δηλαδή, Θεοφάνεια. Θεμελιώδης προϋπόθεση γι' αυτή τη Θεοφάνεια αποτελεί η τήρηση των εντολών του. Η τήρηση, μάλιστα, της πρώτης εντολής, που συνοψίζει και όλες τις άλλες, ελκύει τον Τριαδικό Θεό στην καρδιά του πιστού: « Τότε θα έλθη μέσα σου ο Χριστός», σημειώνει ο γέροντας Ιωσήφ, «όπου είναι ο Λόγος, συν τω Πατρί και τω πνεύματι, και μονήν υπεσχέθη, και έσει ναός»7. Στην πράξη αυτό μεταφράζεται ως βίωση «εν πάση αισθήσει» της παρουσίας της άκτιστης θεοποιού Χάριτος και ως θέα του αρρήτου κάλλους του Παραδείσου8.

β) Θεολογία
      Η θεολογία του γέροντα Ιωσήφ είναι ησυχαστική, όχι μόνον επειδή «κυοφορήθηκε» και αναπτύχθηκε στην ησυχία, αλλά και γιατί εμποτίστηκε από αυτήν. Γι' αυτό και έλκει προς την ησυχία όσους προσεγγίζουν την πηγαία θεολογία του ταπεινά. Η βιωματικώς παρουσιαζόμενη θεολογία του προκαλεί, ευαισθητοποιεί και τροφοδοτεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη των κειμένων του να κινηθεί στη «συχνότητά» του, για να βιώσει και ο ίδιος την γλυκύτητα της παρουσίας του Θεού μέσα του. Η ασκητική ζωή και διδασκαλία του π. Ιωσήφ, ενταγμένες οργανικά στον Ησυχασμό, έχουν όχι μόνο θεολογική βάση αλλά και θεολογική βαθύτητα.
     Ως ασφαλή προϋπόθεση της θεολογίας ο Ησυχαστής μας θεωρεί «την καθαρότητα των αισθήσεων, την ειρήνη και τη γαλήνη του Πνεύματος», που λαμβάνονται»εις την ησυχίαν»9. Την καθαρότητα αυτή διαδέχεται ο φωτισμός του νου και το φωτισμό η θεωρία του Θεού10, που συνιστά και την τελευταία βαθμίδα εμπειρικής γνώσεως του Θεού. Ο άνθρωπος, λέει, «όταν εν υπακοή και ησυχία καθαγνίση τας αισθήσεις και γαληνιάση ο νους και καθαρθή η καρδία του, τότε λαμβάνει Χάριν και γνώσεως φωτισμόν. Γίνεται όλος φως, όλος νους, όλος διαύγεια. Και βρύει θεολογίαν, όπου αν γράφουν τρεις δεν προλαμβάνουν το ρεύμα που βρύει κυματωδώς και σκορπίζει ειρήνην άκραν, ακινησίαν παθών»11. Αλλά, ενώ η διατήρηση της καθαρότητας προϋποθέτει την επιμέλεια και συνεργία του ανθρώπου, οι φωτοφάνειες και Θεοφάνειες εξαρτώνται πλήρως από το Θεό, πότε, δηλαδή, πόσο, και αν θα γίνουν12. Κατά τη θεοπτία ο άνθρωπος γίνεται «όλως αιχμάλωτος, τη σιωπή αποκλειόμενος. Μόνον θαυμάζει τον πλούτον της δόξης του Θεού, έως αν παρέλθη δ γνόφος»13.
     Η εμπειρία των Θεοφανειών, ως εμπειρία του ακτίστου, όσο και αν επιχειρηθεί να εκφραστεί με κτιστό ανθρώπινο λόγο, παραμένει ουσιαστικά ανέκφραστη. «Όλα εκείθεν απόρρητα διηγήσεως»14, θα πει επιγραμματικά ο «παθών τα θεία» γέροντας. Έχοντας ο ίδιος προσωπική - βιωματική εμπειρία της θεοποιού Χάριτος του Θεού, μιλά με απόλυτη βεβαιότητα για την ταυτότητά της. «Ουδεμία χωρεί αμφιβολία», σημειώνει χαρακτηριστικά, «κατ' εκείνην την ευλογημένην στιγμήν (ενν. της μεθέξεως), ώστε να διανοηθεί ο δεχόμενος αυτήν, ότι δεν είναι η θεία Χάρις»15. Η μέθεξη αυτή καθεαυτήν της θείας Χάριτος έχει αποδεικτικό χαρακτήρα γι' αυτόν, που τη βιώνει. Ο βιωματικός και ταυτόχρονα αποδεικτικός χαρακτήρας της μεθέξεως δίνει τη δυνατότητα στο μέτοχό της να εκφράζεται με αυθεντία και να παραπέμπει άφοβα στις αντίστοιχες μαρτυρίες των αδιαμφισβήτητα ειδικών, δηλαδή των θεοπτών της άκτιστης θείας δόξας. «Η θεία Χάρις, κατά μέθεξιν την εμήν, εν αισθήσει Πνεύματος νοουμένη και παρά τοις ειδόσι μεμαρτυρημένη», θα πει τολμηρά και θα συνεχίσει θεολογικότατα, «απαύγασμα είναι της θείας λαμπρότητος, αισθομένη εν θεωρία και διαύγεια νοός»16.
     Ο ίδιος γνωρίζει εμπειρικώς όχι απλώς την ποικιλία των ενεργειών της θείας Χάριτος17, αλλά ως άριστος διδάσκαλος περιγράφει και την παιδαγωγικού χαρακτήρα κλιμάκωση των ακτίστων ενεργειών της στους μετόχους της18. Η θεία Χάρη ενεργεί βαθμιαία, ως καθαρτική, ως φωτιστική και ως τελειωτική, ανάλογα πάντοτε με την πνευματική κατάσταση του μετόχου της.
     Έχοντας πλούσια εμπειρία της άκτιστης θείας Χάριτος και στα τρία χαρισματικά στάδια, κάνει με πολύ ευκολία τη βασική γνωσιολογική διάκριση κτιστού και ακτίστου, όχι θεωρητικά αλλά πρακτικά. Η προσωπική, πνευματική εμπειρία του ακτίστου του παρέχει το «κλειδί» της γνωσιολογικής διακρίσεως. Έτσι, εύστοχα διακρίνει την κτιστή από την άκτιστη αγάπη. «Άλλη εστίν η εντολή της αγάπης, δια έργων αγαθών πληρουμένη προς φιλαδελφίαν», παρατηρεί, «και άλλο η ενέργεια της θείας αγάπης»19. Κανείς δε μπορεί εξ ιδίων να εκφράσει το περιεχόμενο αυτό της αγάπης, παρά μόνον εκείνος, στον οποίο ο ίδιος ο Θεός θα δώσει την ενέργεια των λόγων, τη σοφία και τη γνώση. Τότε, στην πραγματικότητα, μέσω της ανθρώπινης γλώσσας θα μιλά και θα εγκωμιάζεται ο ίδιος ο Χριστός20.
     Από τα παραπάνω γίνεται σαφές, ότι ο π. Ιωσήφ κάνει λόγο για την αγάπη ως ενέργεια του Θεού. Μια προσεκτική μελέτη όμως των κειμένων του γέροντα Ιωσήφ αναδεικνύει την Τριαδοκεντρικότητα  της πνευματικής εμπειρίας του. Η αγάπη, είναι κοινή ενέργεια και των Τριών θείων προσώπων. Η κοινή αυτή ενέργεια της θείας αγάπης φανερώθηκε στον κόσμο εν Χριστώ. Αυτός είναι ο αυτουργός της αγάπης του Τριαδικού Θεού προς τον άνθρωπο, αφού όλα στην θεία Οικονομία γίνονται Τριαδικώς δια του Χριστού. Η δογματική αυτή διδασκαλία της Εκκλησίας υποδηλώνεται στην όλως προσωπική διατύπωση του Αθωνίτη Ησυχαστή: «Η αγάπη δεν είναι άλλο ει μη αυτός ο Σωτήρ και Πατήρ, ομού Πνεύμα το θείον, ο γλυκύς Ιησούς»21.

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Ιερομόναχος Ευδόκιμος Ξηροποταμηνός (1868-10 Οκτωβρίου 1938)


Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Ελευθέριος Παύλου Δουρουντάκης στο χωριό Γεράνι των Χανίων της Κρήτης. Εργάσθηκε ως δάσκαλος. Ήταν συμμαθητής και φίλος με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. 
Το 1890 προσήλθε στη μονή Ξηροποτάμου και το 1893 εκάρη μοναχός. Το 1893 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1896 πρεσβύτερος. 
Το 1900 προήχθη σε προϊστάμενο. «Υπήρξε μια δυναμική πνευματική παρουσία στη μονή της μετανοίας του, την οποία υπηρέτησε από διάφορες σημαντικές θέσεις. Σημαντική ήταν και η συμμετοχή του στα κοινά της μοναστικής πολιτείας». 
Χρημάτισε μέλος της πενταμελούς επιτροπής για τη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους το 1924. Το 1925 εξέδωκε βιβλίο για τη μονή του και το 1933 κατάλογο των χειρογράφων της.
Το πρώτο βιβλίο του αφιερώνεται: «Ταις μακαρίαις ψυχαίς των τον ασκητικόν δίαυλον καρτερικώς εν τη ιερά και ευαγεί ταύτη μονή ανυσάντων και άχρι θανάτου μοχθησάντων υπέρ αυτής και εν αυτή ευσεβώς τον βίον καταλυσάντων λίαν ευλαβώς ανατίθησιν, ο πονήσας».
Για τις πολλές του υπηρεσίες προς τον ιερό τόπο και την Εκκλησία παρασημοφορήθηκε με τον άργυρό σταυρό του Σωτήρος.


Κατά το μοναχολόγιο της μονής, «διεκρίνετο διά την ευχέρειαν αυτού του προσφωνείν λόγους εις γλώσσαν ωραίαν εις διαφόρους επισήμους επισκέπτας και εις τας τραπέζας των πανηγύρεων».

Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 10.10.1938 στη μονή της μετανοίας του, «αφήνοντας μνήμη δυναμικού και γνήσιου Αθωνίτη ασκητού».

Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, α.ά. 25. Αντωνίου Στιβακτάκη, Κρήτες Αγιορείτες Μοναχοί, Ιεράπετρα 2007, σσ. 81-82.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ. 325, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

Έχοντας γνώση του αντιπάλου Γέροντας Ιωσήφ:



Μόλις ο άνθρωπος ξυπνήσει από τον ύπνο της αμέλειας και αρχίσει να ενδιαφέρεται για την σωτηρία του τότε και ο εχθρός — διάβολος οπλίζεται εναντίον του και τον πολεμά. Όπως πολύ παραστατικά γράφει ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ: «είναι αγώνας εις αυτήν την ζωήν, αν θέλης να κερδίσης… με τα ακάθαρτα πνεύματα πολεμείς, όπου δεν μας ρίχνουν γλυκά και λουκούμια αλλά σφαίρες οξείες που θανατώνουν ψυχήν, όχι σώμα».[37]
Γι’ αυτό και ο πνευματικός αγωνιστής πρέπει να είναι προετοιμασμένος γνωρίζοντας τις μεθόδους του εχθρού εναντίον του οποίου θα πολεμήσει. Η υποτίμησή του είναι ολέθριο σφάλμα. «Ο πλανών την οικουμένην»[38] αρχηγός του σκότους είναι, κατά τον γέροντα Ιωσήφ: «τεχνίτης ισχυρός, εφευρέτης κακών, και της κάθε πλάνης δημιουργός». Με μεγάλη πονηριά παρατηρεί υπομονετικά και αδιάκοπα την πνευματική μας πορεία περιμένοντας να διαπιστώσει το αδύνατο σημείο μας.
Προσπαθεί τότε να μας εξαπατήσει αφού είδε προς τα που κατευθύνεται η ψυχική μας διάθεση και δεν διστάζει να μηχανεύεται τρόπους που να μιμούνται την Χάρη του Θεού. Όπως ορθά έχει ειπωθεί: η πλάνη μιμείται την Χάρη. Πρόκειται για τον «εκ δεξιών» πειρασμό από τον οποίο πλανήθηκαν κατά καιρούς ακόμη και μεγάλοι και έμπειροι αγωνιστές και υπέστησαν μεγάλες πτώσεις.
Ειδικά στο θέμα της προσευχής και κυρίως της νοεράς, ο πόλεμος των δαιμόνων γίνεται πολύ έντονος, όπως επισημαίνει ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής: «όταν ίδη ο διάβολος ότι ο νους εκ καρδίας προσηύξατο, τότε μεγάλους και κακοτέχνους πειρασμούς επιφέρει».[39]
Όσο μεγάλη όμως και αν είναι η προσπάθειά του να μας αχρηστεύσει εξουδετερώνεται από την ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη της ταπείνωσης και της υπομονής του αγωνιστή ο οποίος μελετώντας τους ποικίλους πειρασμούς που ο αντίπαλος του δημιουργεί, πλουτίζει με την αντίστοιχη πείρα ώστε να αγωνίζεται με μεγαλύτερη διάκριση και να μην κλέβεται πιά εύκολα από τον διάβολο αλλά να υπομένει τους πειρασμούς καρτερικά και δοξολογικά.
γ) Mε την αρετή της υπομονής
hesychastIosif
Ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ αντιμετωπίζοντας στην ζωή του αμέτρητους πειρασμούς μας τονίζει από προσωπική του πείρα ότι χωρίς υπομονή είναι αδύνατον να σταθούμε στην πνευματική ζωή: «όλοι οι πειρασμοί και αί θλίψεις θέλουν υπομονήν, και αυτή είναι η νίκη τους».[40]
«Λοιπόν, ουδέν άλλο επιθυμώ και τόσον πολύ αγαπώ, όσον να ακούω ότι κάμνετε υπομονήν εις τους πειρασμούς».[41] Ζητά την υπομονή από όλους και ιδιαίτερα από τους μοναχούς που αντιμετωπίζουν ασύγκριτα μεγαλύτερους και περισσότερους πειρασμούς από τους χριστιανούς που αγωνίζονται στον κόσμο. «Είδες άνθρωπον, και δη μοναχόν με δίχως υπομονήν; Είναι λύχνος με χωρίς έλαιον, όπου συντόμως θα σβήση το φως του».[42]
Απόλυτος ο λόγος του Γέροντος άλλα βαθιά αληθινός υπογραμμίζει την σημασία της υπομονής ως αναγκαίου στοιχείου της πνευματικής μας ζωής.

Δείγματα γραφής του Γέροντος Ιωσήφ



π. Ιωσήφ προς το Πανάγιο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Σε όλη αυτή την ταπεινή εργασία για τον Όσιο Γέροντα παραθέσαμε πολλά χωρία από τις Επιστολές του και πιστεύουμε ότι οι αναγνώστες έχουν ήδη σχηματίσει μία εικόνα του ύφους και του θεοχαρίτωτου λόγου του Γέροντος.
Θεωρήσαμε ακόμη καλό να δημοσιεύσουμε μερικά εκτενέστερα αποσπάσματά τους για να χαρούν οι αναγνώστες τον βαθύ και κατανυκτικό λόγο του Γέροντος, τον πλήρη μυστηρίων και αποκαλύψεων, να θαυμάσουν και να ωφεληθούν. Πρόκειται για αποσπάσματα Επιστολών του που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού: «Θείας Χάριτος Εμπειρίες…».
Η πρώτη εχει τον αριθμό 13, δημοσιεύεται στις σελίδες 169-172 και απευθύνεται προς την Μοναχή Βρυαίνη που ήταν ανηψιά του Γέροντος Ιωσήφ (θυγατέρα της αδελφής του Εργίνης, συζύγου Μιλτιάδου Μπατιστάτου). Ο Γέροντας αγαπούσε ιδιαίτερα την αδελφή του Εργίνα και την ανηψιά του, Μοναχή Βρυαίνη.
Μελετώντας τα αποσπάσματα από την επιστολή αυτή, στεκόμαστε με ιδιαίτερο θαυμασμό μπροστά στην μεγάλη ευλάβεια του π. Ιωσήφ προς το Πανάγιο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Την θεωρεί πρόσωπό του οικείο και Την αποκαλεί με μεγάλη τρυφερότητα και θάρρος «γλυκειά Μανούλα». Κυριολεκτικά ζούσε αναπνέοντας και προφέροντας το άγιο όνομα της Παναγίας μας.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το ότι ο Όσιος Γέροντας τονίζει την βαθειά θεολογική αλήθεια ότι μπορούμε να κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας χάρις στην Παναγία μας. Εκείνη στάθηκε άξια να δώσει την σάρκα της στον Υιό και Λόγο του Θεού και έτσι στο ένα και μοναδικό Πρόσωπο του Χριστού μας ενώθηκαν η θεία με την ανθρώπινη φύση ατρέπτως, ασυγχύτως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως.

Περί προσευχής - Γέρων Ιωσήφ Ησυχαστής



Θὰ μακρυγορούσαμε, ἂν θέλαμε νὰ περιγράψουμε ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τὸ θέμα αὐτὸ σὲ σχέση μὲ τὸ Γέροντά μας. Ἡ προσευχὴ ἦταν γιὰ τὸν Γέροντα ἕνα ἀπέραντο κεφάλαιο καὶ τὸ κύριο μέλημά του. Σὲ αὐτὴν εἶχε δοθεῖ ὁλόκληρος. Ὅλη τὴν ζωή του, ὅλη τὴν ἐπίδοση καὶ τὸν ἐνθουσιασμό του, ὅλη τὴν φροντίδα καὶ τὴν προσπάθειά του, ὅλο του τὸ εἶναι τὰ εἶχε ἀποθέσει στὴν ἀρετὴ τῆς προσευχῆς. Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ νὰ περιγράψουμε ἀπὸ τὰ δυσπρόσιτα καὶ ἀπροσπέλαστα μυστήρια ποὺ ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ταπεινοί, πτωχοὶ καὶ ἀδύνατοι ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴν κατάστασή μας;
Βλέπαμε ἐξωτερικὰ τὴν πρακτικὴ ζωή του. Παρατηρούσαμε, πόσο ἀνελέητα φερόταν πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ ἀνάλογα συλλογιζόμασταν. Ποιὸς ὅμως ἦταν δυνατὸν νὰ δεῖ ἢ νὰ περιγράψει τὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ τοὺς ἀλαλήτους στεναγμούς του καὶ ὅλα ὅσα ἡμέρα καὶ νύχτα προσέφερε στὸν Θεό;
Δικαιολογημένες ἀπαιτήσεις μποροῦσαν νὰ τοῦ ἀποσπάσουν ἀνάλογες ὑποχωρήσεις σὲ σχέση μὲ ὁ,τιδήποτε πρακτικὸ τὸν ἀπασχολοῦσε. Στὴν τάξη ὅμως καὶ τὸν τύπο τῆς προσευχῆς ἦταν ἀδύνατο νὰ γίνουν ὑποχωρήσεις. Ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ ἐμμονή του στὸ θεῖο ἔργο τῆς προσευχῆς μαρτυροῦσαν τὸ ὕψος καὶ τὸ πλάτος τῆς φροντίδας του καὶ τὰ ἀντίστοιχα ἀποτελέσματα ἦταν πολὺ φανερά. Κατὰ τὴν κρίση τῶν Πατέρων μας, τὸ σαφέστερο δεῖγμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς μιᾶς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ, ποὺ ὑπάρχει ὡς ἐσωτερικὴ μόνιμη κατάσταση καὶ ὄχι ὡς προϊὸν προσπαθείας. Καὶ στὸν πνευματικὸ Γέροντά μας βλέπαμε ὅτι τὸ κύριο μέλημα καὶ ὁ κύριος στόχος του ἦταν ἡ προσευχή.
Ὁ ἀείμνηστος μᾶς παιδαγωγοῦσε καὶ μᾶς ὑπεδείκνυε ἀκούραστα τὴν ἀξία καὶ τὸν πλοῦτο τοῦ καρποῦ τῆς προσευχῆς. Συχνὰ τόνιζε: «ἡ ἀκρίβεια τῆς ἐντολῆς αὐτῆς καὶ ἡ προσπάθεια τῆς προσευχῆς θὰ σᾶς ἀνοίξει τὴν πόρτα τῆς προσευχῆς» ἢ «αὐτὸ τὸ λάθος θὰ σᾶς γίνει ἐμπόδιο στὴν προσευχή».

Τὴν ἰδιαίτερη μέριμνα τοῦ Γέροντος γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς μπορεῖ νὰ τὴν διαπιστώσει ὁ καθένας καὶ ἀπὸ τὶς διάφορες ἐπιστολές του, ποὺ δημοσίευσε ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφός μας, ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου. Γράφει ὁ Γέροντας πρὸς ἕνα νεώτερο: «Ἡ νοερὰ προσευχὴ εἰς ἐμένα εἶναι ὅπως τοῦ καθενὸς ἡ τέχνη. Καθότι ἐργάζομαι αὐτὴν τριάντα ἓξ καὶ ἐπέκεινα χρόνια», δηλαδὴ σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἕως τότε μοναχικῆς του ζωῆς. Ἡ ἄνεση, μὲ τὴν ὁποία περιγράφει αὐτὴ τὴν παναρετὴ ὁ μακαριστὸς Γέροντας – τὴν ἀρχή της, τὴν λεπτομερῆ ἐξήγηση τῶν διαφόρων σταδίων καὶ καταστάσεων ποὺ ἀκολουθοῦν ὡς καὶ αὐτὴ τὴν ἔλλαμψη καὶ ἁρπαγή, στὴν ὁποία ὁδηγεῖ ἡ ἴδια αὐτοὺς ποὺ τὴν ἀσκοῦν μὲ ζῆλο –μαρτυρεῖ τὸν βαθμὸ τῆς προαγωγῆς μὲ τὴν δύναμη τῆς Χάριτος, καὶ τῆς κατοχῆς τῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἰδιοτήτων τῆς προσευχῆς...

Η ευχή και το Άγιον Πνεύμα



Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού
Γέρων Ιωσήφ ο ΗσυχαστήςΗ διδασκαλία του παππού μας Ιωσήφ και του Γέ­ροντος μας Έφραίμ, αποτελεί συνέχεια της διδασκα­λίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η πείρα του Γέροντος μας Εφραίμ εις την νοεράν προσευχήν, όπως μας την παρέδωσεν, αποτελεί συνέχεια όλης της νηπτικής ασκητικής παραδόσεως.
Λέγει ο Γέροντας Εφραίμ: «Η καρδία του άνθρωπου είναι το κέντρον των υπέρ φύσιν, των κατά φύσιν και των παρά φύσιν κινήσεων. Τα πάντα ξεκινούν από την καρδίαν. Εάν η καρδία του ανθρώπου καθαρισθή, τότε βλέπομεν τον Θεόν. Ο Θεός είναι αθεώρητος· ο Θεός είναι Πνεύμα. Δύναται όμως να βασιλεύση εις την καρδίαν του ανθρώπου, όταν γίνη αυτή καθαρόν δοχείον.
Διά να γίνη δεκτικόν δοχείον η καρδία του ανθρώπου, πρέπει να γίνη καθαρή. Δηλαδή, να γίνη καθαρή από ακάθαρτους λογισμούς. Διά να καθαρισθή όμως η καρδιά, πρέπει να μπη εις αυτήν κάποιο φάρμακον. Το φάρμακον αυτό είναι η νοερά προσευχή. Όπου πηγαίνει ο βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί· και όταν μπη εις την καρδιά ο Χριστός, το όνομα Του το Άγιον, φυγαδεύονται των δαιμόνων οι φάλαγγες. Όταν ενθρονισθή μέσα καλά-καλά ο Χριστός, τότε υπάκουουν τα πάντα.
Έτσι και το κράτος της καρδιάς μας. Έχει μέσα εχθρούς· έχει επαναστάσεις· έχει λογισμούς· έχει πάθη και αδυναμίες· έχει τρικυμίες και ταραχές. Όλα εις την καρδίαν του ανθρώπου.
Διά να μπόρεση αυτό το κράτος της καρδιάς να καθησύχαση και να υποταχθή, πρέπει να έρθη ο Χριστός, ο Βασιλεύς, με τις στρατιές του να κυρίευση το κράτος· να διώξη τον εχθρόν, τον διάβολον· να καθυποτάξη κάθε ανησυχία από πάθη και αδυναμίες· να βασιλεύση σαν αυτοκράτωρ, σαν παντοδύναμος. Τότε αυτό, κατά τους πατέρας, λέγεται καρδιακή ησυχία. Να βασιλεύη η προσευχή χωρίς να διακόπτεται. Η προσευχή να έχη δημιουργήσει την καθαρότητα και την ήσυχον καρδίαν».
Ο μεγάλος αγώνας του ανθρώπου είναι να επαναφέρη τον νουν, που μετεωρίζεται με τις αισθήσεις έξω εις τα κτίσματα, μέσα εις την καρδίαν μας, εις το ταμείον των λογισμών. Ο μεγαλύτερος διδάσκαλος εις τον άνθρωπον, διά το Ιερόν αυτό έργον, είναι η νοερά προσευχή. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία προσελκύεται διά της ευχής, μας διδάσκει όλα όσα χρειαζόμεθα.
Ο καλύτερος βοηθός, κατά την ώραν της εξόδου της ψυχής από τον κόσμον αυτόν, είναι η νοερά προσευχή. Διότι την ευχήν αυτήν θα χρησιμοποιή η ψυχή, εφ' όσον βέβαια την γνωρίζει. Η ψυχή θα είναι οπλισμένη με την δύναμη της προσευχής, με το ακαταμάχητον Όνομα του Χριστού, το όποιον τρέμουν οι δαίμονες και δεν μπορούν να πλησιάσουν την ψυχήν.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.

Προσπάθησε πάντα η ευχή του Ιησού Χρίστου να επενδύη όλα τα έργα σου· κάθε πνοή και κάθε νόημα. Ω τότε πόσο θα ευφραίνεται η καρδία σου! Πόσο θα χαίρεσαι, διότι θα ανεβαίνη ο νους εις τα ουράνια.
Διά τούτο μην αμελής να λέγης:
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.
Όταν ψάλης θα κατανοής τα ψαλλόμενα· θα έχης όρεξιν και φωνήν ικανήν και ταπείνωσιν διά να αποδίδης καθώς αρμόζει τα λόγια του Θεού.
Διά τούτο μην άδικης άλλο την ψυχήν σου, αλλά και ψάλλων λέγε ενδόμυχα την ευχήν·
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.

Αναμνήσεις από τον Γεροντά μου Ιωσήφ



Όταν ακόμη ήμεθα κοντά στον μακαριστό Γέροντα μου Ιωσήφ, πολλές φορές, για να μάς ωφελήσει, έπιανε και μάς εδιηγείτο την ζωή του. Ξεκινούσε από την παιδική ηλικία και λέγοντας μας όσα πράγματα είχε γνωρίσει μας ωφελούσε πολύ. Μας έλεγε πράγματα που εμείς δεν εγνωρίζαμε και, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, μας ωφέλησαν πολύ μετά την αποδημία του για τον άλλο κόσμο. Θα ήθελα να σας εκθέσω μερικά από αυτά τα πράγματα που μάθαμε ή βιώσαμε κοντά του και προς ιδικήν σας ωφέλεια. Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Όπως ξέρετε, όταν ο Γέροντας ήταν στον κόσμο, δεν είχε καθόλου θρησκευτικότητα, ήταν ένας αγνός νέος, λογικός, δίκαιος, τίμιος και μισούσε πάρα πολύ το άδικο. Προήρχετο από πολύ φτωχή οικογένεια και από νωρίς επιδόθηκε με ζήλο στο εμπόριο, με σκοπό να βοηθήσει την οικογένειά του και να πλουτίσει. Με την εξυπνάδα και τις ικανότητές του κατάφερε, ευθύς εξ' αρχής αφ' ότου ήλθε στην Αθήνα, να προκόψει στο εμπόριο και να δημιουργήσει ικανή περιουσία. Πριν τον επισκεφθεί ο Θεός και του δώσει τη μεγάλη μετάνοια, είχε αρραβωνιασθεί, αλλά, καθώς έλεγε ο ίδιος, ζούσε τόσο προσεκτικά, ώστε ποτέ δεν άγγισε τη μνηστή του φοβούμενος μήπως φθάσει στο σημείο να την ασπασθεί.
Κάποια μέρα διάβασε ένα θρησκευτικό βιβλίο και τον σαγήνευσε. Δημιουργήθηκε μέσα του μια λύπη, μια αθυμία και μια βαριεστημάρα προς τα εγκόσμια. Όταν τον είδαν έτσι άκεφο οι κόρες της ιδιοκτήτριας του σπιτιού στο όποιο έμενε, τον ρώτησαν την αιτία και, για να τον βοηθήσουν, του έδωσαν να διάβασει το «Νέον Εκλόγιον», ένα βιβλίο με μια πολύ καλή επιλογή βίων Αγίων.
Απόρρησε ο Γέροντας όταν το διάβασε, δεν μπορούσε να πιστέψει πως υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι που αγωνίσθηκαν για το Θεό τόσο σκληρά στη ζωή τους, που έκαμαν με τη βοήθεια Του τόσα και τέτοια τέρατα και σημεία. Τότε του ήρθε η μνήμη του θεού κι από τότε ο Θεός έστειλε τη μετάνοια, έστειλε το φωτισμό του, του άνοιξε το νου κι άρχισε να σκέπτεται για την ψυχή του.
Από τότε άρχισε η νέα πνευματική σταδιοδρομία του. Εξομολογήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του στον πνευματικό τις αμαρτίες του με πολλά-πολλά δάκρυα, άρχισε να «κρυώνει» προς το εμπόριο, που το θεωρούσε πλέον εμπόδιο και αμαρτία στην καινούρια του πορεία, το εγκατέλειψε κι άρχισε να εργάζεται πολύ απλά εδώ κι εκεί, για να κερδίζει μόνο το ψωμί του.
Τις μέχρι τότε οικονομίες του άρχισε να τις δίνει ελεημοσύνη, για να συγχωρηθει ο πατέρας του, ενώ παράλληλα πήγαινε σε διάφορα προσκυνήματα, για να τονωθεί η πίστη του και η μετάνοια του.
Πριν αναχώρησει για το Άγιον Όρος, ήθελε να ελέγξει κάπως τις δυνατότητες του για τη μοναχική ζωή και προσπαθούσε να ασκηθεί, όσο μπορούσε, μέσα στον κόσμο. Πήγαινε στην Πεντέλη και θέλοντας να μιμηθεί τους στυλίτες ξενυχτούσε πάνω στα δένδρα, νήστευε πολύ (περνούσε το εικοσιτετράωρο με λίγο ψωμί ή ένα-δυο λουκούμια), ντυνόταν απλά, σκορπούσε τα χρήματά του και με λίγα λόγια άρχισε να μιμείται τους αγίους.

Γέροντας Ιωσήφ Ησυχαστής και Σπυλαιώτης


Γέροντας Ιωσήφ Ησυχαστής και Σπυλαιώτης





Απομαγνητοφωνημένη ομιλία π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
Το Άγιον Όρος χριστιανοί μου είναι αυτό, που με το έμψυχο υλικό του συνεχίζει την παράδοση της νοεράς ησυχίας, της νοεράς καρδιακής προσευχής. Είναι αυτό που ανέδειξε στα χίλια χρόνια της ιστορικής πορείας του, αναρίθμητες οσιακές μορφές. Και πιστεύω πως όλοι αυτοί υπήρξαν η μεγαλυτέρα προσφορά στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όχι μόνον στην πατρίδα μας, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Πολλοί απ’ αυτούς τους οσίους μοναχούς, αναχωρητάς, ερημίτας και ησυχαστάς, έγιναν γνωστοί και ευμενώς αποδεκτοί ως άγιοι, και από μας που ζούμε ως λαϊκοί μέσα στον κόσμο, και γενικά από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Πολλοί από αυτούς ανεγνωρίσθησαν και ως Άγιοι.
Άλλοι πάλι, και αυτοί ήσαν οι περισσότεροι, θέλησαν να παραμείνουν στην αφάνεια, ακόμα και μετά τον οσιακό θάνατό τους. Και αυτό το κατόρθωσαν με πολύ κόπο και με την βοήθεια του Θεού.
Ο αληθινός Αγιορείτης μοναχός με τη βοήθεια κυρίως της νοεράς νηπτικής εργασίας του και με το πτωχό κομποσχοινάκι του και με τον κανόνα του, προσπαθεί με πολλή επιμέλεια να ζήσει στην αφάνεια. Δεν επιζητεί καμιά αναγνώριση σ’ αυτήν την ζωή. Και μερικές φορές εν Αγίω Πνεύματι μπορεί ακόμα να κάμει και τον σαλό για να αποφύγει τιμές και δόξα.
Μέσα στην αφάνεια έζησε και ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, άνθρωπος της πολλής νοεράς προσευχής. Μέγας στα μάτια του Αγίου Θεού, για την κρυπτή του νηπτική εργασία στη θεωρία της καρδιακής προσευχής, της πολλής αγάπης και του συντετριμμένου πνεύματος.
Μετά το θάνατό του όμως και την παρουσίαση της όλης του οσιακής ασκητικής ζωής του, και της γραπτές του από τον μακαριστό γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, απεδείχθηκε η οσιότητά του και η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τον Άγιο γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, τον πνευματικό μου παππού, τον Αγιορείτη αυτό μοναχό που έζησε σαράντα περίπου χρόνια στο Άγιον Όρος μέσα στην αφάνεια. Μετά από είκοσι περίπου χρόνια από της κοιμήσεώς του, δημοσιεύονται αρκετές επιστολές του, απ’ αυτές που διεσώθησαν, διότι πολλές έχουν χαθεί ή καταστραφεί. Όπως επίσης διασώζονται δώδεκα ή δεκατρείς επιστολές, προς κάποιον ερημίτη μοναχό, και τέλος η «Δωδεκάφωνος Σάλπιγξ» που περιέχει ιαματικά βότανα της ψυχής, λίαν ωφέλιμα για όλους εκείνους που επιθυμούν να σωθούν δια μέσου της νοεράς ησυχίας και ασκήσεως.
Ταυτόχρονα δημοσιεύεται και η ζωή του, με τα μέχρι τότε γνωστά στοιχεία και έτσι έγινε γνωστή όχι μόνον η σκληρή ασκητική ζωή του, αλλά και η νηπτική διδασκαλία του για την νοερά καρδιακή προσευχή αλλά και την αποκαλυφθείσα στον ίδιον από την Παναγία η ακριβής ημερομηνία του οσιακού του τέλους.
Ο οσιότατος γέροντας Ιωσήφ, κατά κόσμον Φραγκίσκος Κοτής, γεννήθηκε στο χωριό Λεύκες, στο νησί της Πάρου το 1898. Οι γονείς του Γεώργιος και Μαρία ήσαν άνθρωποι απλοϊκοί αλλά θεοσεβείς και με πολλή ευλάβεια. Και όπως φαίνεται ήταν προορισμένος από την κοιλιά της μάνας του να γίνει όχι μόνον μαθητής, μοναχός, του Χριστού, αλλά στρατηγός Του. Που θα έμπαινε πρώτος στη μάχη κατά του κακού και του διαβόλου, αλλά και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής, διάδοχος της νηπτικής παραδόσεως και πατέρας χιλιάδων τέκνων.
Το ότι ήτο εκ κοιλίας μητρός προορισμένος γι’ αυτό το μεγάλο έργο, μας το διηγείται η ίδια η μητέρα του με ένα αποκαλυπτικό όραμα.
«Όταν γέννησα τον μικρόν Φραγκίσκον», λέγει, «και ήμουν ακόμα στο κρεβάτι ασαράντιστη με το μωρό δίπλα μου φασκιωμένο, είδα να ανοίγει η στέγη του σπιτιού μας και να κατεβαίνει ανάλαφρα ένας ολόλαμπρος άγγελος Κυρίου, ιεροπρεπής και ολοφώτεινος, και ήταν τόση μεγάλη η λάμψις του, που μόλις μπορούσα μετά βίας να τον αντικρύσω. Κατέβηκε λοιπόν ο άγγελος και στάθηκε δίπλα από το μωρό. Άρχισε να το ξεσκεπάζει με σκοπό, όπως φάνηκε για να το πάρει. Αμέσως διαμαρτυρήθηκα με αγωνία λέγοντας,
– Τι πάς να κάνεις εκεί, θα μου πάρεις το μωρό;
– Τον έχουμε γραμμένο εδώ! μου απαντά και μου δείχνει έναν κατάλογο με ονόματα μοναχών. Είναι γραμμένος στο τάγμα των αγγέλων. Κατάλαβα, ηρέμησα και γαλήνεψε η ψυχή μου. Πήρε το μωρό, τον μικρό Φραγκίσκο, και στη θέση του άφησε ένα πολύτιμο κόσμημα σε σχήμα Σταυρού. Μετά συνήλθα και όλα ήσαν κανονικά.
Από τότε πίστευω», κατέληξε η μητέρα του, ότι το παιδί μου αυτό μια μέρα θα εγίνετο μοναχός, και μάλιστα βεβαιώθηκα όταν μου χάρισαν ένα χρυσάκτινο Σταυρό.»
Κατά λέξη αυτά από τη μητέρα του.
Το οσιότατο γέροντα Ιωσήφ τον γέννησε το νησί της Πάρου, αλλά τον αναγέννησε το Άγιον Όρος. Τον μεταμόρφωσε, τον δόξασε, τον θέωσε, ύστερα από μια φοβερή μαρτυρική ασκητική πορεία καθάρσεως από τα ψεκτά πάθη. Και παρόλο που ήτο αγνός και αμόλυντος, όπως εξήλθε, όπως βγήκε από την κολυμβήθρα του Αγίου Βαπτίσματος, εν τούτοις βασανίστηκε απ’ τον πόλεμο της σαρκός, με τέτοια μανία και λύσσα από τον διάβολο, που κανένα ανθρώπινο χέρι και καμιά ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει.
Ο οσιότατος γέροντας, ο τότε Φραγκίσκος, παρέμεινε μέχρι της εφηβικής του ηλικίας κοντά στην οικογένειά του, και την βοηθούσε ποικιλοτρόπως. Στα δεκαοκτώ του όμως χρόνια φεύγει απ’ την Πάρο και έρχεται στον Πειραιά, και γίνεται εργάτης στα μεταλλεία του Λαυρίου μέχρι της στρατεύσεώς του στο Πολεμικό Ναυτικό.
Όταν αποστρατεύτηκε ασχολήθηκε με το εμπόριον με κέντρο την Αθήνα ως μικροπωλητής. Έτσι περιερχόταν στις διάφορες εμποροπανηγύρεις για να πωλεί την πραμάτειά του με απόλυτη δικαιοσύνη. Κάποτε βρέθηκε και στο πανηγύρι της Παναγίας της Τήνου αλλά παρέμεινε άπραγος. Πώληση σχεδόν μηδενική. Και τότε ξεπήδησε ένα μικρό παράπονο.
– Δεν με λυπάσαι Θεέ μου;
Το βράδυ όμως στον ύπνο του βλέπει κάποιον υπερφυώς λάμποντα και απαστράπτοντα να τον ερωτά.
– Ποιος είμαι Φραγκίσκε;
– Δε σε γνωρίζω Κύριε …;
– Πώς δε με γνωρίζεις, αφού για μένα μέρα νύχτα φλογίζεται από αγάπη η καρδιά σου; Εγώ είμαι ο Σωτήρ του κόσμου. Το φώς και η ζωή. Από τώρα και στο εξής δεν θέλω να εμπορεύεσαι εδώ τα γήινα και τα ψεύτικα, αλλά να εμπορεύεσαι ψυχές. Θα πάς εκεί όπου δε βγαίνουν όσοι δεν θέλω εγώ, από κείνον το στρατό.
Ξύπνησε γεμάτος χαρά, ευτυχία, και πολύ ανάλαφρος. Ύστερα από λίγες μέρες πήγε στον Πνευματικό του και του διηγήθηκε όσα είδε και απήλαυσε στον ύπνο του, και πώς το Θεϊκό Φώς φώτισε το νου και την καρδιά του, και με ποιο παράδοξο τρόπο ξεδιάλυνε από τότε νοήματα και λογισμούς. Και ο διακριτικός πνευματικός εκείνης της εποχής του λέγει αμέσως
– Είσαι για το Άγιον Όρος.
– Και την οικογένειά μου στην Πάρο με τις τόσες υποχρεώσεις;
– Άφησέ τους. Αυτοί ξεφτούρησαν. Έβγαλαν δηλαδή φτερά. Μπορούν πλέον από μόνοι τους να τα καταφέρουν στη ζωή.
Θα έφευγε ασφαλώς ενωρίτερα, αν δεν εμποδίζετο κατά συνείδησιν από τις υποχρεώσεις που είχε, ιδίως της αποκαταστάσεως της άγαμης αδελφής του. Έτσι από τότε ήτο διαρκώς συλλογισμένος και λυπημένος.
– Πώς είσαι έτσι λυπημένος και άκεφος, τον ρώτησαν η σπιτονοικοκυρά του εκεί με τα παιδιά της.
– Πώς να είμαι; Δεν έχω όρεξη για τίποτα.
Τότε εκείνη του έδωσε το βιβλίον «Νέο Εκλόγιον» με βίους Αγίων Ασκητών, και άλλα ψυχωφελή φυλλάδια κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή, από τα οποία όταν τα διάβασε αισθάνθηκε πνευματική αλλοίωση, από την ενέργεια της Θείας Χάριτος. Οι βίοι των μεγάλων ασκητών έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφασή του να μονάσει. Έτσι άρχισε σιγά σιγά να εφαρμόζει όσα διάβαζε στους βίους των οσίων ασκητών με το να νηστεύει ανά δύο ημέρες, να κάμει τον στυλίτη, και να ασκητεύει πάνω στα δένδρα, στα χιονισμένα βουνά της Πεντέλης. Έκαμε δε και προσκυνηματικά ταξίδια, για να τονωθεί η πίστις του και να ευλογηθεί η μελλοντική του αποταγή του στο Άγιον Όρος.
Η ψυχική του ωφέλεια ήταν πολύ μεγάλη όταν επισκεύτηκε τον Άγιο Γεράσιμο στην Κεφαλονιά. Εκεί, από άκρα ταπείνωση, προσποιείται τον δαιμονισμένον. Και έτσι τον συγκαταλέγουν μεταξύ των ενεργουμένων υπό των ακαθάρτων πνευμάτων. Προς όλους αυτούς κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα, ο εφημέριος της μονής, διάβαζε τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου. Ο Φραγκίσκος, που ράγιζε η καρδιά του από τη συμπόνοια, τους προέτρεπε να κάμουν όλοι μαζί μεγάλες στρωτές μετάνοιες φωνάζοντας «Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον» ή «Άγιε Γεράσιμε βοήθησε μας, σώσε μας» και άλλα πολλά. Οι δαιμονισμένοι όμως αντί για τις στρωτές μετάνοιες, ξάπλωναν κάτω, και με μια χαρακτηριστική κίνηση τίναζαν το αριστερό τους πόδι προς τα πίσω, φανερώνοντας έτσι την δαιμονική τους ανυποταξία και την πλαστή μετάνοια. Βλέποντας ο Φραγκίσκος τις διαβολικές τους αναποδιές, τους φώναξε λέγοντας,
– Τι είναι αυτά που κάνετε; Δεν γίνονται έτσι οι μετάνοιες..
– Αυτές είναι μετάνοιες με ουρά. Και με το τίναγμα του ποδιού μας, τις στέλνουμε στο δικό μας αρχηγό, απάντησαν.
Άρα λοιπόν, κάνει και ο δαίμονας τις δικές του μετάνοιες. Έφριξε ο καημένος ο Φραγκίσκος ακούγοντας αυτά, και άλλα παρόμοια μαζί με τις βλαστήμιες τους, κατενόησε και πόνεσε για το φοβερό δράμα των δυστυχισμένων αυτών υπάρξεων, και τους περιέβαλε με περισσότερη αγάπη.
Όταν ξαναήλθε ο εφημέριος και διάβασε τους εξορκισμούς, είδε τη διαφορά που είχε ο Φραγκίσκος από το σύνολο των δαιμονισμένων, και αμέσως έδωσε εντολή στους επιτρόπους να τον απομακρύνουν από κοντά τους διότι ήτο υγιέστατος.
Ο Φραγκίσκος όμως κινήθηκε από πολλή αγάπη και ευσπλαχνία προς τα δυστυχισμένα αυτά πλάσματα που εβασανίζοντο από λεγεώνες δαιμόνων, η θεϊκή όμως αυτή συμπαράστασις, κινήθηκε αυθόρμητα και μέσα από την καρδιά του, μέσα από τα σπλάχνα του, και είχε τέτοιο βάθος ταπεινώσεως, που δεν θα μπορέσουμε ποτέ εμείς να το καταλάβουμε με τα νερόβραστα μυαλά που διαθέτουμε.
Εν τω μεταξύ επέστρεψε στον Πειραιά, και συνέχισε μαζί με τις μικροδουλειές, να ασκείται στη νηστεία με ένα λουκούμι, ή και μισό την ημέρα, και με ολονύχτιες αγρυπνίες, πάνω στα δένδρα ή σε τρύπες, στα βουνά της Πεντέλης, χειμώνα καλοκαίρι.
Την τελική του απόφαση για το Άγιον Όρος, την πήρε ύστερα από το ακόλουθο όραμα.
Ένα βράδυ, γράφει, είδα στον ύπνο μου ότι περνούσα από τα βασιλικά ανάκτορα, και αμέσως μ’ άρπαξαν δυο αξιωματικοί της ανακτορικής φρουράς, και με ανέβασαν στο παλάτι. Δεν κατάλαβα τον λόγο, γι’ αυτό και διαμαρτυρήθηκα. Τότε μου αποκρίθηκαν με καλοσύνη, να μη φοβάμαι. Αλλά να ανέβω διότι είναι αυτό το θέλημα του Βασιλέως. Ανεβήκαμε λοιπόν σε ένα υπέροχο ανάκτορο, ανώτερο από κάθε τι επίγειο. Μου φόρεσαν μια ολόλευκη ωραιότατη και πολύτιμη στολή και μου είπαν:
– Από δω και μπρός θα υπηρετείς εδώ.
Και μετά με πήγαν να προσκυνήσω τον Βασιλιά. Ξύπνησα αμέσως. Και αυτά που είδα και άκουσα χαράχτηκαν πολύ βαθειά μέσα στην καρδιά μου. Και δεν μπορούσα να σκεφτώ ή να κάνω τίποτε άλλο. Σταμάτησα τις εργασίες μου και έμεινα σκεπτικός. Άκουγα ζωντανά μέσα μου να επαναλαμβάνεται διαρκώς η εντολή. «Από τώρα και εμπρός θα υπηρετείς εδώ». Όλη μου η κατάστασις εσωτερικά και εξωτερικά άλλαξε. Μέρα νύχτα με κατέτρωγαν τα σπλάχνα μου, το μυαλό και την καρδιά μου η θεϊκή εντολή «από τώρα και εμπρός θα υπηρετείς εδώ».
Επιτέλους έφτασε η ώρα. Σε μια ώριμη ηλικία μεταξύ εικοσιτριών και ειστεσιτεσσάρων ετών, άλλοι λεν και εικοσιπέντε, αποφασίζει οριστικά για να φύγει για το Άγιον Όρος. Αυτό συνέβη με τα 1920 με ’22.
Προηγουμένως φρόντισε να αποκαταστήσει την αδελφή του, μοίρασε τη μικρή περιουσία που είχε κάμει σε διάφορες ελεημοσύνες, και γεμάτος φλόγα για μια ζωή αγγελική και άυλη, φτάνει στο περιβόλι της Παναγίας, για να ζήσει την τελειοτάτη μοναχική ζωή. Μια ζωή όπως την είχε διαβάσει όμως στα βιβλία με τους βίους των οσίων ασκητών, πούχαν μονόδρομο την άυλη πορεία τους μέσα στον Αθωνικό Παράδεισο τρώγοντας όπως πίστευε μια φορά την εβδομάδα και αυτό μόνο λάχανο. Η δική του όμως μοναχική ζωή, ήταν μια ζωή συνεχούς προσευχής, σκληρών ασκήσεων και κακοπαθειών, με ελάχιστον ύπνον και ποτέ στο κρεβάτι. Και τρώγοντας πάντοτε μία φορά ανά δύο μέρες. Και αυτό είναι αλήθεια, όπως θα το δούμε και παρακάτω.
Πρωτοσταθμεύει στις Καρυές για λίγες ημέρες, κοντά σε κάποιον μοναχόν Ονούφριον, τον οποίον είχε γνωρίσει στον Πειραιά. Από κει φεύγει, και μ’ έναν τουρβά, ένα ταγάρι στον ώμο, κατευθύνεται προς την έρημο φωνάζοντας το όνομα του Ιησού Χριστού. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Άρχισε να περιέρχεται τις ιερές μονές, τα ασκητήρια, τα Κατουνάκια, τα Καυσοκαλύβια, τα φρικτά Καρούλια και τας ερήμους για να βρει αυστηρούς ασκητάς, λίαν εγκρατείς και νηστευτάς, που να ήσαν πνευματοφόροι και θεοφόροι, για να του διδάξουν πράξιν και θεωρίαν, όχι μόνο της ουρανοφόρου πνευματικής ζωής, αλλά και την νοεράν προσευχήν.
Όταν ήτο ακόμη στον κόσμο, έτρωγε κάθε δυό μέρες και πάντοτε την ενάτην, πότε μ’ ένα λουκούμι όπως προείπα, και πότε με λίγο παξιμάδι. Τα βουνά της Πεντέλης και τα σπήλαια, γράφει ο ίδιος σε μια του επιστολή, έγνωσάν με ως νυκτοκόρακα, πεινώντα και κλαίοντα και ζητούντα σωθείναι. Δοκιμάζοντας εάν μπορεί να υποφέρει, τους πόνους της σκληράς ασκήσεως τους οποίους και θα υποστεί ως μοναχός πλέον στο Άγιον Όρος. Και αφού γυμνάστηκε και σκληραγωρήθηκε δύο τρία χρόνια, προσευχόμενος με όσες προσευχές έμαθε και κυρίως με την προφορική ευχή, και με πλήθος από δάκρυα, ζητούσε ο Θεός να τον συγχωρέσει που έτρωγε μία φορά ανά δύο μέρες, και όχι το μια φορά εβδομαδιαίως ανά Κυριακή, όπως περιλαμβάνονται, στους βίους των περισσοτέρων αγίων που είχε διαβάσει. Παρόλο που έψαξε, με πολλή επιμέλεια και αγωνία, δε βρήκε μοναχούς ασκητάς και ερημίτας, παρά μόνον το άπαξ εσθίειν, το να τρώγουν δηλαδή μια φορά την ημέρα. Τα δάκρυα και ο πόνος της ψυχής του, μαζί με τις γοερές κραυγές του, ήσαν τόσο πονετικές, που ράγιζαν βράχια και βουνά. Μόνον τα δικά μας κοσμικά μυαλά δεν μπορούν να τα καταλάβουν όλα αυτά. Τα μεγάλα χαρίσματα και οι ουράνιες δωρεές, μαζί με την αδιάλειπτη καρδιακή νοερά προσευχή, δεν πλημμυρίζουν ποτέ την ψυχή αν ο χριστιανός δεν χύσει αίμα για να καθαριστεί από τα πάθη του και να φωτιστεί ο νους του. Οι σπηλιές και τα ασκητήρια ολοκλήρου του Άθωνος, τον υποδέχονται ως επισκέπτην, αδιαλείπτως προσευχόμενον με την ευχή την προφορική, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», επαναλαμβάνω μόνον προφορικά, διότι δεν εγνώριζε ακόμα να την λέγει με τον νουν και νοερά. Έψαχνε, έψαχνε, έψαχνε, για να βρει πνευματικόν οδηγόν για να τον διδάξει πρώτα την κάθαρση απ’ τα πάθη και ύστερα ουράνια θεωρία και πράξη.
Επιτέλους, ύστερα από δυό χρόνια φοβερών ταλαιπωριών, και κολυμβήθρας δακρύων, του χάρισε ο Θεός και η Παναγία μας, εντελώς απροσδόκητα, την νοερά καρδιακή προσευχή. Ο οσιότατος, ο τότε Φραγκίσκος, υπήρξε θεοδίδακτος όπως και ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Να πώς το περιγράφει ο ίδιος:
– Είχα συνήθεια κάθε απόγευμα, δυό τρείς ώρες μέσα στην έρημο, όπου μόνο θηρία υπάρχουν, καθόμουν και απαρηγόρητα έκλαιγα, ώσπου εγένετο λάσπη το χώμα από τα δάκρυα. Και με το στόμα έλεγα την ευχή. Δεν εγνώριζα με το νού να την λέγω αλλά παρακαλούσα την Παναγία μας και τον Κύριο, να μου δώσουν την χάρη να την λέγω νοερώς την ευχή, καθώς γράφουν εις την φιλοκαλίαν οι Άγιοι. Καθότι διαβάζοντας εννοούσαν, ότι κάτι υπάρχει, αλλά εγώ δεν το είχα. Και μια μέρα, μ’ έτυχαν πολλοί πειρασμοί. Και όλη την ημέρα φώναζα με μεγάλο μεγάλο πόνο. Και πλέον το βράδυ, δύνοντος του ηλίου κατέπαυσα, νηστικός, μπαϊλντισμένος από τα δάκρυα και τον πόνο. Εκοίταζα την εκκλησία της Μεταμορφώσεως στην κορυφή του Άθωνος, και παρακαλούσα τον Κύριο μαραμένος και καταπληγωμένος. Και από εκεί μου φάνηκε ότι ήρθε μια βιαία πνοή και γέμισε η ψυχή μου άρρητον ευωδίαν. Και ευθύς αμέσως άρχισε η καρδιά μου σα ρολόγι να λέγει νοερώς την ευχή. Ηγέρθην λοιπόν πλήρης χάριτος και απείρου χαράς, και εμβήκα εις το σπήλαιον, και κύψας τη σιαγόνα μου εις το στήθος, άρχισα να λέγω νοερώς την ευχήν. Και μόλις είπον ολίγας φοράς την ευχήν ευθύς ηρπάγην εις θεωρίαν. Και ενώ ήμουν μέσα στο σπήλαιον με φραγμένη τη θύρα του, βρέθηκα έξω στον ουρανόν, σ’ ένα θαυμάσιο μέρος εν άκρα ειρήνη και γαλήνη ψυχής. Τετελειωμένη ανάπαυσις. Και τούτο μόνον διενοούμην. Θεέ μου ας μη γυρίσω στον κόσμο, στην πληγωμένη ζωή, αλλά ας μείνω ‘δώ για πάντα. Όπως είπαν και οι μαθηταί στην Μεταμόρφωση, «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι».
Κατόπιν, αφού με ανέπαυσεν όσον ο Κύριος ήθελε, τότε ήρθα και πάλι στον εαυτό μου και βρέθηκα στο σπήλαιο. Έκτοτε δεν έπαυσε μέσα μου να λέγεται νοερώς η ευχή.
Όλα αυτά που μας περιγράφει ο Άγιος γέροντας Ιωσήφ, τότε ακόμα Φραγκίσκος, επραγματοποιήθησαν τα δύο πρώτα χρόνια των αγώνων στο Άγιον Όρος, και μάλιστα στην ησυχαστική περιοχή της Βίγλας, και γύρω από τη σπηλιά του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου.
Παρόλον που ήτο πλέον θεοδίδακτος, εν τούτοις τον ασκητικό του αιματηρό αγώνα, και ιδιαιτέρως την νοεράν προσευχήν, δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Την κράτησε μέχρι και της τελευταίας του πνοής. Ο τρόπος με τον οποίο ηγωνίζετο κάθε βράδυ έξι με οκτώ ώρες, τη νοερά καρδιακή προσευχή, ήταν μια έμπρακτη εφαρμογή της όλης νηπτικής διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Από τις προσωπικές μαρτυρίες του γέροντός μου Εφραίμ του Φιλοθεΐτου, αλλά και από τις μαρτυρίες των άλλων γερόντων και υποτακτικών του προς εμένα, τα πρώτα χρόνια που πήγαινα στο Άγιον Όρος, καταμαρτυρούνται δύο πράγματα.
Πρώτον. Κατά κύματα και πλουσιοπαρόχως, πλημμύριζε η Θεία Χάρις την ψυχή του, και ο νους του ηρπάζετο σχεδόν κάθε μέρα εις ουράνιον θεωρίαν, και
Δεύτερο, ότι ήτο κάτοχος, ή καλύτερα, μέτοχος του ακτίστου φωτός, θεομένος πλέον, μέτοχος της αρρήτου δόξης του Αγίου Θεού, και άριστος διδάσκαλος της νοεράς προσευχής.
Όλη του η ζωή υπήρξε ένα πνευματικό συναξάρι, που μας θυμίζει και που ταυτίζεται με τους παλιούς αγίους ασκητάς της ερήμου. Ήτο βιαστής σε αφάνταστο βαθμό, ιδίως στην αγρυπνία των έξι με οκτώ ωρών, βυθίζοντας το νού του στην καρδιά και μη επιτρέποντος ουδένα λογισμό να τον ενοχλήσει. Κανέναν λογισμόν, κανέναν, κανέναν. Ποτάμι ο ιδρώτας. Φρικτή οι πόνοι από την ακινησία. Πλημμύρες τα δάκρυά του. Αλύπητο το ξύλο στον πόλεμο κατά της σαρκός.
Απέκτησε όμως και τόσο πολλή ψυχοσωματική καθαρότητα, που είχε ως παράδειγμα την Παναγία.
Έγραφε σε μια του επιστολή. «Δεν μπορώ να σας περιγράψω, πόσον αρέσκει η Παναγία μας την σωφροσύνη, την αγνότητα, και την καθαρότητα, επειδή Αυτή είναι η μόνη Αγνή Παρθένος, δι’ αυτό και όλους τοιούτους θέλει και αγαπά».
Κατέστη στην εποχή του, ο πλέον έμπειρος οδηγός στην καλλιέργεια της νοεράς προσευχής, διακριτικός και απλανής οδηγός της πνευματικής ζωής, όχι μόνον των μοναχών, αλλά και των πιστών χριστιανών μέσα στον κόσμο, διότι είχε αλληλογραφία και με μοναχούς και μοναχές μεσ’ στον κόσμο, αλλά και με πολλούς λαϊκούς κοσμικούς, όπως επίσης είχε αλληλογραφία με τη Γερμανία, με την Γαλλία, με την Αμερική.
Όσο ζούσε ο πατήρ Δανιήλ των Κατουνακίων, τον είχε και ως πνευματικόν. Αργότερα εξομολογείτο στον ησυχαστή πατέρα Ευθύμιο, και ακόμη αργότερα τον πατέρα Κοδράτο τον Κωνσταμονίτη.
Αφού παρέλαβε από τον ίδιο τον Κύριόν μας, την καρδιακή ευχή, στο δεύτερο χρόνο των σκληρών ασκητικών αγώνων, συνδέεται με τον πατέρα Αρσένιο, που γίνεται αχώριστος σύντροφος και συνασκητής, μέχρι το τέλος της ζωής του. Σαράντα χρόνια αγωνίστηκαν μαζί, αδελφικά.
Σαν πιο γερός στην κράση ο πατήρ Αρσένιος, ήταν το σώμα, και σαν γίγαντας του πνεύματος, ο οσιότατος γέροντας Ιωσήφ, ήταν η ψυχή. Το πνεύμα. Οι δυό μαζί ένας άνθρωπος. Με τις διακριτικές συμβουλές του γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτου, υπετάχθησαν σε ένα αγαθότατο γεροντάκι, τον πατέρα Εφραίμ τον Βαρελά, που είχε την καλύβα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στα Κατουνάκια.
Η υποταγή τους αυτή, έδωσε την σφραγίδα της ευλογίας της υπακοής, και έτσι απέκτησαν το πνευματικό δικαίωμα της διαδοχής. Το 1924, ο νέος γέροντας Εφραίμ ο Βαρελάς, έκυρε μικρόσχημο μοναχό τον Φραγκίσκο, με τ’ όνομα Ιωσήφ, στη σπηλιά του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, με εφημέριο τον πνευματικό παπά Ευθύμιο που ησύχαζε εκεί κοντά.
Λίγο πριν κοιμηθεί ο γέροντας Εφραίμ ο Βαρελάς, για λόγους περισσοτέρας ησυχίας, μεταφέρθηκαν στα πλέον ησυχαστικά και ασκητικά μέρη της σκήτης του Αγίου Βασιλείου. Εκεί μετά την κοίμηση του γέροντος Εφραίμ του Βαρελά, ο νέος μοναχός Ιωσήφ, και γέροντας πλέον άρχισε μια αυστηροτάτη και υπέρμετρη άσκηση νηστείας, πτωχείας, ακτημοσύνης, κακοπαθείας, τα οποία συνδυάζονταν πάντοτε με την άσκηση της νοεράς προσευχής. Έντονοι αγώνες με τα σαρκικά πάθη και με τους δαίμονες, σώμα με σώμα, αλλά και μεγάλες αντιλήψεις της Θείας Χάριτος συνέβησαν κατά την περίοδο της παραμονής των στον Άγιο Βασίλειο.
Πέρασαν πολλοί, διότι είχε ακουστεί η φήμη του ως μεγάλου ασκητού. Δεν μπόρεσαν όμως να παραμείνουν γιατί ήτο πολύ αυστηρός και απαιτητικός. Για πολλά χρόνια από την έρημο του Αγίου Βασιλείου πήγαιναν από σπηλιά σε σπηλιά, όλες τις ησυχαστικές περιοχές της Αθωνικής γης, για να βρουν και συναντήσουν πεπειραμένους παλαιούς γεροντάδες, αγίους, ευλαβείς, ταπεινούς, και γνησίους ασκητάς για να τους διδάξουν και μεταδώσουν πράξιν και θεωρίαν της πνευματικής αγγελικής ζωής. Ακόρεστα διψούσαν για τελείωση και θέωση, για να μορφωθεί ο Χριστός μέσα στις καρδιές τους.

Το χειμώνα; Το χειμώνα παρέμεναν στα πάμπτωχα από ντενεκέδες κελιά τους, λιώνοντας το χιόνι για να το πίνουν ως νερό, και κάνοντας όλη τη νύχτα χιλιάδες μετάνοιες, για να μην παγώσουν από το φοβερό ψύχος εάν παρέμεναν για πολλή ώρα ακίνητοι. Ο Άγιος γέροντας Ιωσήφ άσκησε στο έπακρο τη νηστεία, την αγρυπνία και την νοερά προσευχή. Κατά την περίοδο της μεγάλης Σαρακοστής, έτρωγε μία φορά την ημέρα ογδόντα γραμμάρια αλεύρι, που το έβραζε με λίγο νερό και αλάτι. Τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου, ένα μικρό κονσερβοκούτι αποτελούσε την ημερήσια μεζούρα για την ποσότητα του φαγητού του, – το ελάχιστο αυτό φαγητό εκτός από το Σαββατοκύριακο ήταν αλάδωτο για τριάντα χρόνια μέχρι που συγκροτήθηκε η τελευταία του συνοδεία. Τα πρώτα οκτώ χρόνια της ασκήσεώς του δεν κοιμήθηκε στο κρεβάτι. Πάνω σ’ ένα σκαμνί τον έπαιρνε λίγο ο ύπνος. Αγρυπνούσε απ’ τη δύση μέχρι την αυγή του ηλίου, ως το τέλος της ζωής του. Ήτο άτεκτος στον εαυτό του. Σκληρότατος. Δεν έδειχνε καμιά συγκατάβαση ως προς το πρόγραμμα της νηστείας και της αγρυπνίας, και ας ήταν άρρωστος, και ας ήταν Πάσχα. Αυτά τα οχτώ χρόνια βίαζε τον εαυτόν του, σε σκληρή αγρυπνία, μόνο με την ευχή, από έξι ως οκτώ ώρες, φωνάζοντας και πιέζοντας το νου του μέσα στην καρδιά, και φωνάζοντας και λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Και να οι θεωρίες, και να οι αποκαλύψεις, και να οι θεϊκές αντιλήψεις και τα απόρρητα μυστήρια του Θεού. Ο αγιασμός, η τελείωσις και η θέωσις χριστιανοί μου πληρώνονται με αίμα. Με σκληρές στερήσεις και ασκήσεις. Δεν είναι λουκούμια και στραγαλάκια που τα παίρνουμε στο χαρτί. Τα λέμε όλα αυτά για να ξυπνήσουμε λίγο από τη νάρκη της αμαρτίας και να αρχίσουμε και μεις σιγά σιγά, και κάθε μέρα να λέμε προφορικά την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» χωρίς να παραλείπουμε και τις υπόλοιπες χριστιανικές μας ή οικογενειακές μας υποχρεώσεις.
Ο οσιότατος γέροντας Ιωσήφ επινοούσε τρόπους κακοπαθείας για τον εαυτόν του που φαίνονται απίστευτα πράγματα για τη γενιά μας, διότι φοβόταν όπως έλεγε τον μεγαλύτερο εχθρό που λέγεται αμέλεια, που λέγεται ακηδεία, που λέγεται πνευματική τεμπελιά, που λέγεται αναβολή.
Γι’ αυτό τον αυστηρό τρόπο και τυπικό της ασκήσεως που είχε, κατηγορήθηκε από κάποιους ως πλανεμένος. Πρόκειται για τον πόλεμο που έχουν οι αμελείς μοναχοί, προς τους επιμελείς και βιαστάς. Έτσι είχε κατηγορηθεί και ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, από τους συμμοναστάς του ως πλανεμένος και καταραμένος άγιος. Ο γέροντας όμως Ιωσήφ ήταν άνθρωπος της αρετής. Ποθούσε και εργαζόταν την αρετή, με όλη του την προαίρεση και καρδιά επιδιώκοντας την τελειότητα, την ταπείνωση και την ψυχοσωματική καθαρότητα. Αγωνίστηκε πολύ σκληρά, γι’ αυτό και έλαβε σε τέλειο βαθμό το χάρισμα της αγνότητος. Αξιώθηκε δε να κοινωνήσει και ουράνια τροφή από άγγελον Κυρίου – αλλά αυτό θα το πούμε άλλη φορά. Αλλά και μείς που ζούμε μέσα στον κόσμο, με τα τόσα βάσανα, τις θλίψεις, τις στεναχώριες και τους πειρασμούς που έχουμε στη ζωή, μπορούμε με την βοήθεια της αδιαλείπτου προφορικής ευχής – «Κύριε Ιησού Χριστέ» λέμε – «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», στο κατά δύναμιν, όσο μπορούμε, αυτό θα πει στο κατά δύναμιν, με την ακριβή τήρηση των Ευαγγελικών εντολών, και με την καλλιέργεια των αντιστοίχων αρετών, και με την συμμετοχή μας στην λειτουργική ζωή της Θείας Ευχαριστίας και της Ιεράς Εξομολογήσεως, να προοδεύουμε πνευματικά με την κάθαρση απ’ τα πάθη μας. Η κάθαρσις βοηθείται από την καθαρή αυτομεμψία, η αυτομεμψία πάλι βοηθείται από την μνήμη του θανάτου και τη μνήμη της Δικαίας Κρίσεως του Χριστού, όπου ο καθένας από μας θα δώσει λόγο για τις πράξεις του. Η μνήμη του θανάτου ως βιωματική κατάστασις, είναι φραγμός για την εκουσία τουλάχιστον αμαρτία, οπότε ακολουθούν το πένθος, τα δάκρυα και η παρακλητική προσευχή, και στο μέτρον του δυνατού το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Ένα πράγμα πίστευε και ήταν πράξις γι’ αυτόν: «Ότι σε κάθε ενθύμηση του Θεού εάν δεν τρέχουν από τα μάτια σου δάκρυα, αυτό σημαίνει ότι υποβόσκει ή η άγνοια, ή η υπερηφάνεια, ή η σκληρότητα της καρδιάς σου». Αυτά έλεγε και πίστευε.
Ο γέροντας Ιωσήφ αν και ήταν άμοιρος στην κατά κόσμον παιδεία διότι μόλις είχε βγάλει την Δευτέρα Δημοτικού, αγαπούσε όμως υπερβολικά την μελέτη και την ανάγνωση ιδίως της Αγίας Γραφής και των Πατερικών κειμένων, συνιστούσε να έχουμε πάντοτε μαζί μας ένα μικρό Ευαγγέλιο και όταν βρίσκουμε ευκαιρία να διαβάζουμε μια μικρή περικοπή. Το Ευαγγέλιο με τη μελέτη του, έλεγε, σου χαρίζει φως και σου δίνει δύναμη για να τηρείς τις εντολές. Αλλά και το πιο σπουδαίο. Σου αναπληρώνει την αγάπη και πυρπολεί την καρδιά σου στο να θέλεις να μιμηθείς τον Χριστό. Επίσης είχε απόλυτη την πίστη, ότι με την καλλιέργεια της νοεράς προσευχής ο αγωνιζόμενος μοναχός λαμβάνει και το χάρισμα της διακρίσεως λογισμών και πνευμάτων. Για την διάκριση ομιλούσε πάντοτε με θαυμασμό και την χαρακτήριζε ως το πλέον άριστον μέσον βοηθείας στη συνεχή μάχη των αοράτων πολέμων, για κάθε μοναχό και ασκητή, και ιδιαιτέρως η διάκρισις να είναι το θεόθεν χάρισμα, στους πνευματικούς εξομολόγους, και μέσα στο Άγιον Όρος αλλά και μέσα στον κόσμο. Η διάκρισις έλεγε είναι απαραίτητη ακόμα και στις αρετές για τον τρόπον και τον χρόνον που πρέπει να καλλιεργούνται. Είναι το αλάτι όλων των αρετών. Όπως γνωρίζει κανείς το επάγγελμά του και την τέχνη του, ανάλογη λοιπόν και ήταν η δική του βιωματική εμπειρία στην νοερά προσευχή. Επαναλαμβάνω επί οκτώ ώρες κάθε βράδυ ευχή. Και δεν επέτρεπε το μυαλό του, το νου του, να βγει από την καρδιά του, και δεν επέτρεπε να δεχθεί ούτε έναν λογισμό. Ξύλο αλύπητο, μέχρι που πέτυχε αυτό που ήθελε, τη θέωση. Η ένωσις του νου με την καρδιά είναι όχι μόνον προσφιλής αλλά επιθυμητή κατάστασις σ’ αυτούς που ασκούνται στην νοερά ησυχία και προσευχή. Όταν ο νους ενωθεί με την καρδιά, αμέσως διώκεται κάθε πνευματικό σκοτάδι που κυριεύει και βασανίζει την ψυχή μας και το νου μας. Όλος ο άνθρωπος ψυχοσωματικά αλλοιώνεται από την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος. Ο νους καθαρίζεται και γίνεται όλο φως. Οι αισθήσεις αποκτούν απόλυτη ειρήνη και η ψυχή πλημμυρίζει από ανεκλάλητη χαρά. Η κεχαριτωμένη του συμβουλή προς όλους, μοναχούς και λαϊκούς, ήταν η εξής: «Όποιος θέλει ας δοκιμάσει, να δοκιμάσει να λέγει την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» έστω και προφορικά. Και όταν χρονίσει η ενέργεια της ευχής, τότε μέσα σου θα ζήσεις τον Παράδεισο. Θα ελευθερωθείς από τα πάθη, θα γίνεις άλλος άνθρωπος, έστω και αν ακόμα είσαι χριστιανός και αγωνίζεσαι μέσα στον κόσμο». Ανάλογα λοιπόν με τον κόπο και την καθαρότητα του χριστιανού που θα έχει, και την ταπείνωση που θα καλλιεργεί, θα γευθεί πολύτιμους καρπούς από την κατά δύναμιν νοεράν καρδιακήν προσευχήν. Η δοκιμή όμως θα γίνει με τις οδηγίες ενός οδηγού, απλανούς και καθαρού.

Οι τρεις τάξεις της χάριτος (Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού)


 

o-pappoulis-1

Σε τρεις τάξεις διαιρείται η χάρις: Καθαρτική, φωτιστική, τελειωτική. Σε τρεις και η ζωή μας: Κατά φύσιν, υπέρ φύσιν, παρά φύσιν. Σε αυτές τις τρεις τάξεις ανέρχεται και κατέρχεται.
Τρία είναι και τα μεγάλα χαρίσματα, που λαμβάνει:Θεωρία, αγάπη, απάθεια.
Λοιπόν στην “πράξιν” συνεργεί χάρις καθαρτική, η οποία βοηθά στην κάθαρση. Και κάθε ένας, που μετανόησε, η χάρις είναι που τον προτρέπει στη μετάνοια. Και όσα κάνει της χάριτος είναι, αν και δεν το γνωρίζει αυτός που την έχει, όμως αυτή τον τροφοδοτεί και τον οδηγεί. Και ανάλογα με την προκοπή του, ανέρχεται ή κατέρχεται ή μένει στην ιδία κατάσταση.
Εάν έχει ζήλο και αυταπάρνηση ανεβαίνει σε θεωρία, την οποία διαδέχεται φωτισμός θείας γνώσεως και λίγη απάθεια. Εάν ψυχρανθεί ο ζήλος, η προθυμία, τότε συστέλλεται και η ενέργεια της χάριτος.

Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής (1898-1959)



Ἐκ τῆς ἐκδόσεως: Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, ἔργον Ἱ. Μ. Καρακάλλου Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη

Σύντομος βιογραφία

Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1898 εἰς τὸ χωρίον Λεῦκες τῆς Πάρου. Ἡ Πάρος εἶναι ἕνα μικρὸ καὶ ἤρεμο νησὶ τῶν Κυκλάδων. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πτωχοὶ καὶ ἀναγκάζονταν νὰ ἐργάζωνται πολὺ διὰ νὰ συντηρήσουν τὴν οἰκογένειά τους. Ὁ πατέρας του ὠνομάζετο Γεώργιος καὶ ἀπέθανε πολὺ ἐνωρίς. Ἡ μητέρα του Μαρία ἀνέλαβε τὴν προστασία ὅλης τῆς οἰκογενείας. Ἡ μητέρα του ἦταν εὐλογημένη ψυχὴ καὶ εἶχε ἁπλότητα καὶ ἀκεραιότητα χαρακτῆρος καὶ ἐπήγαμε πολὺ συχνὰ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ λειτουργηθῆ, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ περιποιηθῆ τὸν Ἱερὸν ναόν.
Ὅταν ὁ μικρὸς Φραγκίσκος -αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸν ὄνομα τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ- ἔφυγε διὰ νὰ γίνῃ μοναχὸς ἡ μητέρα του εἶπε εἰς τοὺς συγγενεῖς της: «Τὸ ἐγνώριζα πὼς θὰ γίνῃ μοναχὸς ἀπὸ τὴν γέννησίν του. Ὅταν ἐγέννησα τὸν Φραγκίσκον μου καὶ ἤμουνα ἀκόμη εἰς τὸ κρεββάτι μὲ τὸ μωρὸ δίπλα φασκιωμένο, εἶδα νὰ ἀνοίγη ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἕνας φτερωτὸς καὶ πολὺ ὡραῖος νέος, ποὺ μόλις μποροῦσα νὰ τὸν ἀντικρύσω ἀπὸ τὴν πολλὴν λάμψιν του, κατέβηκε καὶ ἐστάθηκε πλάι στὸ μωρό μου καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ξεσκεπάζη μὲ σκοπὸν νὰ τὸ πάρη.
Ὅταν ἐγὼ διαμαρτυρήθηκα λέγοντας, «Τί κάνεις καλέ; Θὰ μοῦ πάρης τὸ μωρό μου;» Ἐκεῖνος ἐπέμενε ὅτι διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ἦρθε καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόφασις. Καὶ διὰ νὰ μὲ βεβαίωση, μάλιστα μοῦ ἔδειξε σὲ ἕνα σημειωματάριο γραμμένη μιὰ ἐντολή, ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πάρη τὸ μικρό. Ὅταν ἀντιστάθηκα, ὁ Ἄγγελος μοῦ ἔδωσε ἕνα πολύτιμον κόσμημα σὲ σχῆμα σταυροῦ καὶ μοῦ πῆρε τὸ μωρό». Ἀπὸ τότε πίστευα, ἔλεγε ἡ μητέρα του Μαρία, ὅτι κάποτε ὁ Φραγκίσκος θὰ ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστόν.
Ὁ Γέροντας ὡς τὴν ἐφηβικήν του ἡλικίαν παρέμεινε εἰς τὸ χωριό του καὶ βοηθοῦσε τὴν μητέρα του εἰς τὶς διάφορες ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ. Μετὰ ἔφυγε διὰ τὸν Πειραιά, ὅπου ἐργαζότανε ὡς μικροέμπορος. Εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν εἰκοσιτριῶν ἐτῶν κέντρον τῆς ἐργασίας του ἦτο ἡ Ἀθήνα. Ἦταν πολὺ δραστήριος, ἀλλὰ ἀπέφευγε τὴν πονηρία καὶ τὴν ἀδικίαν.
Τότε ἄρχισε νὰ μελετᾶ πατερικὰ βιβλία. Μεγάλον ἐνθουσιασμὸν προκαλοῦσαν εἰς αὐτὸν οἱ βίοι τῶν μεγάλων ἀσκητῶν. Τὴν ἀπόφασίν του διὰ τὸν μοναχισμὸν τὴν ἐπῆρε ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο ὅραμα:
«Ἕνα βράδυ εἶδα εἰς τὸν ὕπνο μου ὅτι περνοῦσα ἔξω ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀμέσως μὲ ἐπῆραν δυὸ ἀξιωματικοὶ τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς καὶ μὲ ἀνέβασαν εἰς τὸ παλάτι. Δὲν ἐκατάλαβα τὸν λόγον καὶ διὰ τοῦτο διαμαρτυρήθηκα. Τότε μοῦ ἀποκρίθηκαν μὲ καλωσύνη νὰ μὴ φοβοῦμαι, ἀλλὰ νὰ ἀνέβω, διατὶ εἶναι θέλημα τοῦ Βασιλέως. Ἀνεβήκαμε σὲ ἕνα πολὺ ὑπέροχον ἀνάκτορον, ἀνώτερον ἀπὸ κάθε ἐπίγειον, μοῦ ἐφόρεσαν μιὰ ὁλόλευκη καὶ πολύτιμη στολὴ καὶ μοῦ εἶπαν· «ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετῆς ἐδῶ». Καὶ μετὰ μὲ ἐπῆγαν νὰ προσκυνήσω τὸν Βασιλέα.
Ξύπνησα ἀμέσως καὶ αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα χαράχθηκαν τόσο πολὺ μέσα μου, ὥστε δὲν μποροῦσα νὰ κάνω ἢ νὰ σκεφθῶ τίποτε ἄλλο. Σταμάτησα τὶς ἐργασίες μου καὶ ἔμεινα σκεπτικός. Ἄκουγα ζωντανὰ μέσα μου νὰ ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς ἐκείνη ἡ ἐντολὴ «ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετῆς ἐδῶ». Ὅλη μου ἡ κατάστασις ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἄλλαξε»(1).
Ἔτσι ἐπῆρε τὴν ἀπόφασιν καὶ ἔφυγε διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πρῶτος σταθμὸς ἦταν τὰ Κατουνάκια. Ἐκεῖ ζοῦσε τότε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ὁ ἱδρυτὴς τῆς ἀδελφότητος τῶν Δανιηλαίων. Ἀπὸ τὸν Γέροντα Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἦταν εὐλαβὴς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ἔλαβε μεγάλην βοήθειαν. Δὲν ἔμεινε ὅμως μαζύ του, διότι ἀγαποῦσε τὴν αὐστηρότερη ἡσυχαστικὴν ζωήν.
Σὲ μιὰ πανηγύρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνα, ἐγνώρισε τὸν Γέροντα Ἀρσένιο. Ἔκτοτε ὁ π. Ἀρσένιος ἔγινε ὁ μόνιμος συνασκητὴς του καὶ δὲν ἐχώρισαν ποτὲ πλέον.
Ὑποτάχθηκαν εἰς τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ εἶχε τὴν καλύβην τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τὰ Κατουνάκια. Ἔπειτα μαζὺ μὲ τὸν Γέροντά τους Ἐφραὶμ ἔφυγαν διὰ τὴν Σκήτην τοῦ Ἁγίου Βασιλείου διὰ περισσοτέραν ἄσκησιν.
Μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ ἄρχισαν τοὺς μεγάλους ἀσκητικοὺς ἀγώνας. Ἡ ἄσκησίς τους ἦταν ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή. Κυριώτερον ὅμως ἔργον ἀποτελοῦσεν δι᾿ αὐτοὺς ἡ νῆψις καὶ ὁ ἐγκλεισμὸς τοῦ νοὸς εἰς τὴν καρδίαν.
Τὸ ἔτος 1938 μαζὺ μὲ τὸν π. Ἀρσένιον μετεκόμισαν εἰς τὶς ἀπόκρημνες σπηλιὲς τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης. Εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ σπήλαια αὐτὰ ὑπῆρχε καὶ Ἐκκλησία τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Διεμόρφωσαν ἐκεῖ τὸν χῶρον, ἔκτισαν καὶ μερικὰ κελλία καὶ παρέμειναν εἰς τὸ σπήλαιον αὐτὸ ἕως καὶ τὸ ἔτος 1947.
Εἰς αὐτὸ τὸ ταπεινὸν σπήλαιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀσκήθηκαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ ἔγιναν ἔπειτα ἡγούμενοι εἰς ἄλλα μοναστήρια. Εἰς τὸν μακαριστὸν Γέροντα Ἰωσὴφ ὀφείλεται ἡ πνευματικὴ ἀναγέννησις καὶ ἐπάνδρωσις ἕξι Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ πολλῶν ἄλλων γυναικείων ἀδελφοτήτων εἰς τὸν Ἑλλαδικὸν χῶρον.
Ἀπὸ τὸ ταπεινὸν αὐτὸ σπήλαιον ἐξεκίνησε καὶ ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ καὶ ἵδρυσε εἰς τὸν Καναδὰ καὶ τὴν Ἀμερικὴν ἱεροὺς Παρθενῶνες, πνευματικὰ φυτώρια ἀπ᾿ ὅπου μεταφυτεύεται καὶ ἐξακτζώνεται τὸ Ὀρθόδοξον Πνεῦμα, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν ἀπόδημον Ἑλληνισμόν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.
Ἡ ἀρετὴ ἔχει κόπον διὰ νὰ τὴν ἀπόκτηση κανείς. Ἀλλὰ ὅταν τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν εὐωδίαν της δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήση. Τὸ Ὀρθόδοξον ἀσκητικὸν Πνεῦμα μπορεῖ νὰ ἀναμόρφωση τὸν κόσμον καὶ νὰ ἀνάπλαση τὸν ἄνθρωπον ποὺ σήμερα ἔχασε τὸν δρόμον του, τὸν προορισμόν του καὶ ὑποφέρει πολύ.
Τὸ ἔτος 1951 μεταφέρθηκαν εἰς τὴν Νέαν Σκήτην, εἰς τὴν καλύβην τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου παρέμεινε ἕως τὴν κοίμησίν του ποὺ συνέβη τὴν 15ην Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1959, ἑορτὴν τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Τὰ περὶ τῆς κοιμήσεώς του τὰ περιγράφει πολὺ γλαφυρὰ ὁ Γέροντάς μου Ἐφραὶμ εἰς τὸ βιβλίον «Προθύμως Ἀνάβαινε», τὸ ὁποῖον εἶναι ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου:
«Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγίαν μας εἶναι ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Μόνον ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν. Τὴν παρακαλοῦσε ἀπὸ καιρόν, νὰ τὸν πάρη, νὰ ξεκουρασθῆ. Καὶ τὸν εἰσήκουσεν ἡ Παντάνασσα. Τὸν ἐπληροφόρησε ἕνα μήνα πρὶν διὰ τὴν ἀναχώρησίν του. Μὲ ἐκάλεσε τότε ὁ Γέροντας καὶ μοῦ ὑπέδειξε τί νὰ ἑτοιμάσωμε. Ἐπεριμέναμε.
Τὴν παραμονὴν τῆς κοιμήσεώς του -14 Αὐγούστου 1959- ἐπέρασε νὰ τὸν ἴδη ὁ κ. Σχοινᾶς ἀπὸ τὸν Βόλον· ἦσαν γνώριμοι πολύ.
-Τί κάμετε, τοῦ λέγει, πῶς ἔχει ἡ ὑγεία σας;
-Αὔριον, Σωτήρη, ἀναχωρῶ διὰ τὴν αἰώνιαν πατρίδα. Ὅταν ἀκούσῃς τὶς καμπάνες, νὰ ἐνθυμηθῆς τὸν λόγον μου.
Τὸ βράδυ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας ὁ Γέροντας συνέψαλλε ὅσον ἠδύνατο μὲ τοὺς πατέρας. Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν τὴν ὥραν ποὺ ἐκοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶπε· «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου».
Ξημέρωσε 15η Αὐγούστου. Ὁ Γέροντας κάθεται στὴν μαρτυρική του πολυθρόνα στὴν αὐλὴ τοῦ ἡσυχαστηρίου μας. Περιμένει τὴν ὥραν καὶ τὴν στιγμήν. Εἶναι σίγουρος διὰ τὴν πληροφορίαν ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἡ Παναγία μας, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ὥραν νὰ περνᾶ καὶ τὸν ἥλιον νὰ ἀνεβαίνη τοῦ ἔρχεται κάτι ὡσὰν στενοχώρια, ὡσὰν ἀγωνία διὰ τὴν βραδύτητα.
Εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσκεψις τοῦ πονηροῦ. Μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέγει: «Παιδί μου, γιατί ἀργεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ πάρη; Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει καὶ ἐγὼ ἀκόμη εἶμαι ἐδῶ!». Βλέποντας ἐγὼ τὸν Γέροντά μου νὰ λυπῆται καὶ σχεδὸν νὰ ἀδημονῇ, τοῦ λέγω μὲ θάρρος: «Γέροντα μὴ στενοχωρῆστε, τώρα ἐμεῖς θὰ κάνωμε εὐχὴ» καὶ θὰ φύγετε».
Ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυά του. Οἱ πατέρες, ὁ καθένας τὸ κομποσχοίνι του καὶ ἔντονον τὴν εὐχήν. Δὲν ἐπέρασε ἕνα τέταρτο καὶ μοῦ λέγει: «Κάλεσε τοὺς πατέρες νὰ βάλουν μετάνοιαν, διότι φεύγω». Ἐβάλαμε τὴν τελευταίαν μετάνοιαν. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἐσήκωσε τὰ μάτια του ὑψηλὰ καὶ ἔβλεπε ἐπιμόνως ἐπὶ δυὸ λεπτὰ περίπου. Κατόπιν γυρίζει καὶ πλήρης νηφαλιότητος καὶ ἀνεκφράστου ψυχικοῦ θάμβους μᾶς λέγει:
«Ὅλα ἐτελείωσαν, φεύγω, ἀναχωρῶ, εὐλογεῖτε!» Καὶ μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις ἔγειρε τὸ κεφάλι του δεξιά, ἀνοιγόκλεισε δυὸ τρεῖς φορὲς ἤρεμα τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια, καὶ αὐτὸ ἦταν. Παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἐπόθησε καὶ ἐδούλευσεν ἐκ νεότητος.
Θάνατος ὄντως ὁσιακός. Εἰς ἡμᾶς ἐσκόρπισε ἀναστάσιμον αἴσθησιν. Ἐμπροστά μας εἴχαμε νεκρὸν καὶ ἥρμοζε πένθος, ὅμως μέσα μας ἐζούσαμε ἀνάστασιν. Καὶ τοῦτο τὸ αἴσθημα δὲν ἔλειψε πλέον· μὲ αὐτὸ συνοδεύεται ἔκτοτε ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἀειμνήστου ἁγίου Γέροντος».
Ἡ διδασκαλία του περιέχεται εἰς ἑξηνταπέντε ἐπιστολάς, τὰς ὁποίας ἔχει ἐκδόσει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου. Εἰς αὐτὰς φαίνεται καθαρά, ὅτι εἶναι συνεχιστὴς καὶ ἐκφραστὴς ὅλης τῆς νηπτικῆς παραδόσεως.
Ὁ ἐμπειρικὸς τρόπος τῆς ζωῆς του ἔδειξε ἐφηρμοσμένην ὅλην τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Τὰ κύματα τῆς θείας χάριτος πλημμύριζαν τὴν ψυχήν του καὶ ὁ νοῦς του ἡρπάζετο εἰς θεωρίαν. Ἦτο κάτοχος τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ ἄριστος διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ὅλος ὁ βίος του εἶναι ἕνα πνευματικὸν συναξάρι ποὺ θυμίζει τοὺς παλαιοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Τοὺς ἀγώνας του μὲ τὰ δαιμόνια οὔτε νὰ τοὺς ἀκούσῃ κανεὶς δὲν τολμᾶ σήμερα. Ἦταν ἀνδρεῖος πολεμιστὴς ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ ἐβίαζε τὸν ἑαυτόν του εἰς ἀφάνταστον βαθμόν. Ἀπέκτησε πολλὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα ψυχῆς καὶ σώματος καὶ εἶχε ὡς παράδειγμα πάντα τὴν Παναγία μας. Ἔγραφε σὲ μία ἐπιστολή: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τὴν σωφροσύνην καὶ τὴν καθαρότητα. Ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἁγνὴ Παρθένος, δι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλους τοιούτους θέλει καὶ ἀγαπᾶ».
Ὁ ἀείμνηστος Γέρων Ἰωσὴφ ἐπέρασε ὅλα τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς τελειώσεως. Ἐγνώρισε ὅλα τὰ θεῖα χαρίσματα αὐτῶν τῶν καταστάσεων.
Ἔγινε ἔμπειρος πνευματικὸς ὁδηγός, διακριτικὸς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς· δι᾿ αὐτὸ ἔγραφε: «ἀναγκάζομαι νὰ ἀνοίγω τοὺς αὔλακας εἰς τὸν κόσμον· καθότι ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ δεχθοῦν τὸν λόγον ψυχαὶ καθαραὶ καὶ εἰς ἐμὲ νὰ γίνῃ ὠφέλεια ὁ μισθὸς τῆς ἀγάπης. Λοιπὸν ἀκούσατέ μου τοὺς λόγους, χαρίσατέ μου τὰς ἀκοάς...». Ἡ ζωή του καὶ ἡ διδασκαλία του εἶναι μιὰ ὀρθόδοξη ἐμπειρικὴ θεολογία.
Ἀπὸ πνευματικὴν ὑπακοὴν εἰς τὸν ἅγιον αὐτὸν Γέροντα, τὸν παπποῦν μας, ὀφείλομεν νὰ ἐκτελοῦμεν τὶς συμβουλές του, διὰ νὰ συνεχίζεται καὶ σήμερα ἡ νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοσις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ εὐαρεστῆται καὶ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τῆς ὁποίας τὸ περιβόλι ὡς ἀνάξιοι κατοικοῦμεν.
Νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχὴν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ.
Τὸ παρὸν φυλλάδιον εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ εὐρυτέραν ἐργασίαν περὶ τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ. Διανέμεται δωρεάν, τὴν δὲ δαπάνην ἀνέλαβε ἡ φιλόθεος προαίρεσις τοῦ ἀδελφοῦ Γεωργίου εἰς τὸν ὁποῖον ἀναλογεῖ καὶ ὁ μισθὸς ἀπὸ τὴν ὠφέλειαν ποὺ θὰ πρόκυψη ἐκ τῆς ἀναγνώσεως.

Εἰσαγωγή

Ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι τόσον δυνατή, ὥστε ἐφ᾿ ὅσον ζῆς εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας, πρέπει νὰ τὴν ἀκολουθήσης. Ἀπορρέει μέσα ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἕνα αἴσθημα σεβασμοῦ καὶ ὑπακοῆς πρὸς τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου αὐτοῦ. Ἐὰν δὲν ἐγκλιματισθῆς εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν καὶ δὲν θέλησης νὰ ἀγωνισθῆς καὶ νὰ κράτησης αὐτὴν τὴν παράδοσιν, αἰσθάνεσαι ὅτι δὲν ἔχεις θέσιν εἰς αὐτὸν τὸν χῶρον.
Παραμένοντας κανεὶς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴν ἰδικήν του προαίρεση ἀγαπᾶ καὶ ὑπακούει εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν καὶ ἐντάσσεται ταπεινὰ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν μεγάλην καὶ εὐλογημένην Ἁγιορειτικὴν ἀδελφότητα.
Οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες εἶναι ἐγκατεσπαρμένοι εἰς τὰ εἴκοσι κοινόβια, εἰς τὶς Σκῆτες, τὰ κελλία καὶ τὰ ἐρημητήρια· διατηροῦν μὲν τὴν ἴδια Ἅγιορείτικην παράδοσιν, ἀλλὰ μὲ τὸ ὀλίγον διαφορετικὸν λειτουργικὸν πρόγραμμα ἀπὸ τόπου εἰς τόπον συντελοῦν, ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ μὴ καταπαύη ποτὲ εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας. Ἡ νοερὰ προσευχὴ βέβαια δὲν περικλείεται σὲ τυπικὸν καὶ πρόγραμμα, ἀλλὰ συντελεῖται μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα πάντοτε. Ἐδῶ ἁπλῶς ἐννοοῦμε τὶς τακτικὲς ἀκολουθίες ποὺ γίνονται εἰς τὸν ἱερὸν Ναόν.
Ἡ ἀξία τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη διὰ τὴν ζωήν μας. Εἶναι ἕνας ἀγνοημένος καὶ κρυμμένος θησαυρός, ποὺ ὅποιος τὸν ἀνακάλυψη καὶ τὸν κρύψη μέσα εἰς τὴν ψυχήν του αἰσθάνεται ὅτι εἰσέρχεται εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν. Ἡ νοερὰ προσευχὴ ἀρωματίζει ὅλα τὰ ἔργα μας, ἐνισχύει τὴν ψυχὴν εἰς τὴν ἄσκησιν, περικόπτει τὰ διάφορα πάθη, φωτίζει τὸν νοῦν καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει φωτισμένον νοῦ ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μιὰ εὐλογία μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησία.
Συνασκούμενοι καὶ συνεργαζόμενοι ὅλοι μαζὺ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες δίδουν μιὰ μαρτυρία Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον. Ἀπὸ τὸν λόγον αὐτὸν ὅλον τὸ Ἅγιον Ὄρος κατακλύζεται ἀπὸ τοὺς προσκυνητάς, οἱ ὁποῖοι μὲ ζῆλον καὶ πόθον ψάχνουν νὰ βροῦν τὴν προσευχήν, τὴν ἄσκησιν, τὴν ἀρετήν, τὴν λύσιν τῶν προβλημάτων τους.
Τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος ἦτο ἀνέκαθεν καὶ θὰ εἶναι πάντοτε, μὲ τὴν πρεσβείαν τῆς Ὀροφυλάκισσας Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἕνας ὁλοφώτεινος Ναὸς ποὺ θὰ φρυκτωρῆ καὶ θὰ ἐξακτινώνη τὸ φῶς του πρὸς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.
Αὐτὴ ὅμως ἡ περίβλεπτος θέσις τοῦ Ἁγίου Ὄρους μᾶς ἐπιβάλλει νὰ καθιστοῦμε αὐτό, μὲ τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν προστασίαν τῆς Παναγίας μας, τόπον μετανοίας καὶ προσευχῆς. Τὸ χρέος ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἁγιορεῖτες Πατέρες εἶναι νὰ διατηρήσωμεν αὐτὴν τὴν πνευματικὴν κληρονομίαν καὶ τὴν χάριν τῆς νοερᾶς προσευχῆς ὡς τὴν μεγίστην ὑπακοὴν καὶ ἐκπλήρωσιν τῶν μοναχικῶν μας ὑποσχέσεων.
Ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ἦταν ἕνας πολὺ μεγάλος βιαστὴς εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ ἐμπειρότατος ἀσκητής. Ἐκοπίασεν ὅσον ὀλίγοι γιὰ νὰ ἀπόκτηση τὴν νοερὰν προσευχὴν καὶ νὰ κατανίκηση τὰ πάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Εἰς τὶς ἐπιστολές του παρουσιάζεται ἡ ἀσκητική του διαγωγή, ἐκφράζεται ὅλη ἡ μοναχική του ἐμπειρία καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ζωή του δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου τῶν πρώτων αἰώνων. Οἱ συμπλοκές του μὲ τοὺς δαίμονας ἐνθυμίζουν τοὺς ἀγώνας τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καὶ τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου.
Ἐπάλαισε μὲ τὰ δαιμόνια εἰς τὴν πρώτην γραμμή. Ποίος μπορεῖ νὰ παραμείνη ἀσυγκίνητος, ὅταν ἀκούη αὐτὸ τὸ ἀσκητικὸν πολεμικὸν διάγγελμα: «Ἔκτοτε ἤρχισαν οἱ ἄγριοι πόλεμοι, ὅπου δὲν μὲ ἄφηναν ἡμέραν καὶ νύκτα. Ἄγριοι πόλεμοι! Μήτε ὥραν νὰ ἡσυχάσω. Ἐπίσης καὶ ἐγὼ εἶχον μανίαν εἰς αὐτούς. Ἐξ ὥρας καθήμενος εἰς τὴν προσευχὴν δὲν ἐσυγχώρουν νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν καρδίαν. Ἀπὸ τὸ σῶμα μου ὁ ἱδρῶτας ἔτρεχεν ὡσὰν βρύσι. Ξύλον ἀλύπητα. Πόνος καὶ δάκρυα. Νηστεία ἄκρα καὶ ὁλονύκτιος ἀγρυπνία» (2).
Θέλετε νὰ παρακολουθήσετε καὶ τὴν πολεμικὴν συμπλοκὴν μετὰ τῶν δαιμόνων; Ἂς ἀκούσωμεν τὴν καταπληκτικὴν αὐτὴν σύγκρουσιν ὅπως τὴν διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Λοιπὸν μίαν νύκτα, καθὼς ηὐχόμην, ἦλθον πάλιν εἰς θεωρίαν καὶ ἡρπάγη ὁ νοῦς μου εἰς ἕνα κάμπον· καὶ ἦσαν κατὰ τάξιν -κατὰ σειρὰν- μοναχοὶ συνταγμένοι πρὸς μάχην. Καὶ ἕνας στρατηγὸς ἦλθε πλησίον μου καὶ μοῦ λέγει: Θέλεις, μοῦ λέγει, νὰ εἰσέλθης νὰ πολεμήσης εἰς τὴν πρώτην γραμμήν; Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ὅτι σφόδρα ἐπιθυμῶ νὰ μονομαχήσω μὲ τοὺς ἀντίκρυ αἰθίοπας, ὅπου ἦσαν κατέναντι ὠρυόμενοι καὶ πῦρ πνέοντες ὡσὰν ἄγριοι σκύλοι, ὁποὺ μόνον ἡ θεωρία τους σοῦ ἐπροξένει τὸν φόβον. Ἀλλ᾿ εἰς ἐμένα δὲν ἦταν φόβος· διότι εἶχον τόσην μανίαν, ὅπου μὲ τὰ δόντια μου νὰ τοὺς σχίσω.
Εἶναι δὲ ἀληθὲς ὅτι καὶ ὡς κοσμικὸς ἤμουν τοιαύτης ἀνδρείας ψυχῆς. Τότε λοιπὸν μὲ χωρίζει ὁ στρατηγὸς ἀπὸ τὰς γραμμάς, ὅπου ἦταν ἡ πληθὺς τῶν πατέρων. Καὶ ἀφοῦ διήλθομεν τρεῖς ἢ τέσσαρας γραμμὰς συνταγματικῶς μὲ ἔφερεν εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, ὅπου ἦσαν ἕνας ἢ δυὸ ἀκόμη κατὰ πρόσωπον τῶν ἀγρίων δαιμόνων. Αὐτοὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ὁρμήσουν καὶ ἐγὼ ἔπνεον πῦρ καὶ μανίαν κατεναντίον τους. Καὶ μὲ ἄφησε ἐκεῖ ἀφοῦ εἶπε: Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ πολεμήση ἀνδρείως μὲ αὐτούς, ἐγὼ δὲν τὸν ἐμποδίζω, ἀλλὰ βοηθῶ». (3)
Αὐτὸς εἶναι ὁ Γέρων Ἰωσὴφ· ὁ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Χριστοῦ πολεμεῖ εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν καὶ ἀποδιώκει τὰς φάλαγγας τῶν δαιμόνων. Αὐτός, ὅπως βεβαιώνη ὁ ἴδιος, εἰσῆλθεν εἰς ὅλα τὰ καταφύγια τοῦ διαβόλου καὶ κατετροπωσε αὐτόν: «Κἀγὼ δὲ ἐπ᾿ ἀληθείας σᾶς λέγω ὅτι εἰσῆλθον εἰς ὅλα τὰ καταφύγια τοῦ ἐχθροῦ καὶ σκληρῶς μονομαχήσας ἐξῆλθον διὰ τῆς χάριτος».
Ἐκοπίασεν ὅσον ὀλίγοι ψάχνοντας νὰ βρῆ τὴν ἀρετήν. Συνέλεξε ὡς μέλισσα τὸ πνευματικὸν μέλι, ὅλην τὴν ἀσκητικὴν διδασκαλίαν καὶ παράδοσιν ποὺ εὑρῆκε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν παρέδωσε εἰς τὰ παιδιά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερον βασικὸν ἔργον τοῦ Πάππου μας Ἰωσήφ. Πρῶτον ἔσκαψε βαθειὰ μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, ἔδιωξε τὰ πάθη, ἔκλεισε καὶ ἐπανέφερε τὸν νοῦν μέσα εἰς τὴν ψυχήν του, ἐλειτουργοῦσε ἀδιάλειπτα ἡ εὐχὴ μέσα του, ἐμορφώθη ἐν αὐτῷ ὁ Χριστός. Ἀνακαίνισε τὸν ἑαυτόν του καὶ αὐτὸν τὸν ἀνακαινισμένον ἄνθρωπον παρέδωσεν ὡς ὑπόδειγμα εἰς τὰ παιδιά του καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὰ ἐγγόνια του.
Ὁ παππούς μας Ἰωσὴφ εὑρῆκε πολλοὺς πατέρας μὲ μεγάλες πνευματικὲς καταστάσεις. Δὲν ἄφησαν ὅμως πνευματικοὺς κληρονόμους τῆς ἀρετῆς των. Ἡ ἀρετὴ πολλῶν ἀσκητῶν ἔγινε γνωστὴ διὰ μέσου τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ ποὺ ἔψαχνε νὰ τοὺς βρῆ καὶ νὰ τοὺς μιμηθῆ.
Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἡ συμβολὴ τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ εἶναι πολλὴ μεγάλη εἰς τὴν πορείαν τοῦ Ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ. Παρέδωσε τὴν ἀσκητική του πείρα εἰς τὰ παιδιά του. Διὰ νὰ συνεχισθῆ ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις δὲν ἐπαρκοῦν τὰ βιβλία. Χρειάζεται καὶ ἡ προφορικὴ διδασκαλία, τὸ προσωπικὸν παράδειγμα καὶ ἡ ἐπίβλεψις τοῦ ἀγωνιζομένου μοναχοῦ ἀπὸ τὸν Γέροντά του, διὰ νὰ ἐπιλύωνται τὰ ἀναφυόμενα προβλήματα καὶ νὰ ἀποδιώκωνται οἱ πανουργίες τοῦ διαβόλου.
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὴ ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις ἔφθασε ἕως καὶ τὴν ἰδικήν μας γενεά, ἔχομεν μεγίστην ὑποχρέωσιν νὰ τὴν συνεχίζωμεν καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν βοήθειαν τῆς Παναγίας μας, ἡ ὁποία εὐκαιρία ἀποζητᾶ διὰ νὰ ἁπλώση τὸ χέρι της νὰ μᾶς βοηθήση, νὰ εὐλόγηση τὸν κόπο καὶ τὴν προσευχήν μας.
Καὶ οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ καὶ παπποῦ μας καὶ οἱ Πατρικὲς νουθεσίες τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ εἰς ἕνα κυρίως σκοπὸ ἀποβλέπουν καὶ εἰς μίαν πνευματικὴν ἀνάβασιν μᾶς παρωθοῦν:
Νὰ ἀποκτήσωμεν τὴν νοερὰν προσευχὴν καὶ διὰ τῆς καλλιέργειας αὐτῆς νὰ ἀνέβουμε πνευματικά, συνεχίζοντας αὐτὴν τὴν πνευματικὴ πατρικὴ κληρονομιὰ καὶ ὅλην τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐὰν αὐτὸ τὸ ἐπιμεληθοῦμε καὶ τὸ ἐπιτύχωμεν, τότε θὰ ἐπιτύχωμεν καὶ τὸν προορισμόν μας ὡς μοναχοί.
Τὴν διδασκαλίαν τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τὴν παρέλαβον καὶ τὴν συνέχισαν τρεῖς ἀπὸ τοὺς ὑποτακτικούς του. Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινός, ὁ Γέροντας Ἐφραίμ, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου καὶ ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Χαράλαμπος, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου. Εἰς ἕξι Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους σήμερα εἶναι ἡγούμενοι ἀπὸ τοὺς ἄμεσα πνευματικοὺς ἀπογόνους τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ. Ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ πολλὰ Μοναστήρια ἐκτὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποὺ ἐξαρτῶνται καὶ κατευθύνονται ἀπὸ τοὺς ἰδικούς του ἀπογόνους.
Ὑπολογίζουν ὅτι τὰ πνευματικὰ ἐγγόνια τοῦ μακαρίου Γέροντος Ἰωσὴφ εἶναι περίπου χίλια (1000). Ἔχουν δὲ ὡς κύριον σκοπὸν καὶ ἱερὰν παρακαταθήκην ἀπὸ τὸν ἀξιοσέβαστον παπποῦ τους τὴν καλλιέργειαν τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Καὶ αὐτὸ ποὺ ἐπιτελεῖται σήμερα εἰς τὰ νέα φυτώρια, τὰ νέα Μοναστήρια τῆς Ἀμερικῆς καὶ τοῦ Καναδᾶ, εἶναι ἕνα θαυμαστὸ καὶ πρωτόγνωρο ἔργο. Μεγάλη οἰκονομία τῆς Θείας Προνοίας. Εἰς τὸ ἔργο αὐτὸ ἱδρυτὴς καὶ καθοδηγητὴς εἶναι ὁ Γέροντάς μου Ἐφραίμ, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου. Ἐγκατέστησε εἰς διάφορα μέρη τοὺς πρώτους πυρῆνες ἀπὸ τὰ γυναικεῖα καὶ τὰ ἀνδρῶα μοναστήρια τῆς Ἑλλάδος. Ἀπὸ τὶς παλιὲς μοναστικὲς κυψέλες ἐπέταξαν μικρὰ σμήνη, νέες βασίλισσες καὶ ἐδημιούργησαν νέα μοναστικὰ κοινόβια, ὅπου καλλιεργεῖται τὸ μέλι τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ἔχει ἐγκατασταθῆ μόνιμα εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου εἰς τὴν Ἀριζόνα. Ἀπὸ ἐκεῖ πλέον κατευθύνει τὰ δέκα ὀκτὼ Μοναστήρια ποὺ ἔχει ἱδρύσει ἕως τώρα εἰς τὴν Ἀμερικὴν καὶ τὸν Καναδά, ἀλλὰ καὶ γενικὰ ὅλον τὸ πνευματικόν του ἔργον. Εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου εἰς τὴν Ἀριζόνα συρρέουν κάθε ἡμέρα ἑκατοντάδες προσκυνηταὶ καὶ ἔγινε ἡ ἔρημος μιὰ πνευματικὴ ὄασις, ἡ ὁποία ἀναγεννᾶ τὸν κόσμον.
Τὸ ἔργον τῶν δέκα ὀκτὼ αὐτῶν πνευματικῶν νησίδων εἶναι πάρα πολὺ μεγάλο. Μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια δὲν ἠμποροῦμε νὰ τὸ ὑπολογίσωμεν. Τὰ μοναστήρια αὐτὰ μετέφεραν ὅλην τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀνανεώνεται καὶ ζωογονεῖται ὁ ἀπόδημος Ἑλληνισμός. Βιώνει τὴν Ὀρθοδοξία μέσα εἰς τὴν Βαβυλωνίαν τῶν αἱρέσεων καὶ ὑποδεικνύεται τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα καὶ ἀναπτερώνεται τὸ θρησκευτικὸν συναίσθημα καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν.
Δημιουργεῖται μιὰ Νέα Ἑλλάδα μέσα εἰς τὴν ἀπέραντο αὐτὴ ἤπειρο ἀπὸ ἕναν Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ ἕνα Σπήλαιο τοῦ Ἄθωνος, μαθητὴς γενόμενος τοῦ παπποῦ μας Ἰωσὴφ τοῦ Σπηλαιώτου.
Πῶς νὰ μὴν δοξολογήσωμεν τὸν Ἅγιον Θεὸν καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ποὺ μᾶς κατέστησαν κληρονόμους μιᾶς τέτοιας πνευματικῆς κληρονομιᾶς καὶ πῶς νὰ μὴν εὐχάριστησωμεν καὶ τὸν Σεβαστόν μας Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ μᾶς ἀνέλυσε καὶ μᾶς ἐδίδαξε πλουσιοπάροχα τὴν συνοπτικὴν διδασκαλίαν τοῦ παπποῦ μας Ἰωσήφ;
Ἄλλα ἂς ἐπανέλθωμεν πάλιν εἰς τὸν Γέροντα Ἰωσήφ, διὰ νὰ ἀκούσωμεν ζωντανὸν τὸν λόγον του. «Τὰ σπήλαια ὁλοκλήρου τὸν Ἄθωνος μὲ ὑπεδέχοντο ἐπισκέπτην· βῆμα πρὸς βῆμα, ὡσὰν τὰς ἐλάφους, ὁποὺ ζητοῦν νοτίδα ὑδάτων διὰ νὰ δροσίσουν τὴν δίψαν τους, οὕτως ἐζήτουν νὰ εὕρω πνευματικὸν νὰ μὲ διδάξη οὐράνιον θεωρίαν καὶ πραξιν» (4).
Ἀπὸ τὸν πολὺ πόθον ὅπου εἶχε διὰ τὴν ἐρημικὴν ζωὴν τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν, ἡ Παναγία μας δὲν τὸν ἄφησεν ἀπαρηγόρητον, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὅταν ἀκόμη ἦταν δόκιμος μοναχός:
«Καὶ μίαν ἡμέραν μὲ ἔτυχαν πολλοὶ πειρασμοί. Καὶ ὅλην αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐφώναζα μὲ μεγαλύτερον πόνον. Καὶ πλέον τὸ βράδυ, δύοντος τοῦ ἡλίου, κατέπαυσα· νηστικός, παϊλτισμένος ἀπὸ τὰ δάκρυα. Ἐκοίταζα τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν Μεταμόρφωσιν εἰς τὴν Κορυφὴν καὶ παρεκάλουν τὸν Κύριον μαραμένος καὶ πληγωμένος. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖθεν μοῦ ἐφάνη ὅτι ἦλθεν μία βιαία πνοή. Καὶ ἐγέμισεν ἡ ψυχή μου ἄρρητον εὐωδίαν. Καὶ εὐθὺς ἤρχισεν ἡ καρδία μου ὡσὰν ὡρολόγιον νὰ λέγη τὴν εὐχὴν νοερῶς. Ἠγέρθην λοιπὸν πλήρης χάριτος καὶ ἀπείρου χαρᾶς καὶ ἐμβῆκα εἰς τὸ σπήλαιον. Καὶ κύψας τὴν σιαγόνα μου εἰς τὸ στῆθος ἤρχισα νοερῶς νὰ λέγω τὴν εὐχήν. Ἔκτοτε δὲν ἔπαυσεν νοερῶς μέσα μου νὰ λέγεται ἡ εὐχή» (5).
Ἀλλὰ ἂς ἀκούσωμεν καὶ τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ πῶς προτρέπει καὶ παρακινεῖ τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ λέγουν τὴν εὐχὴν: «Παιδιά μου, παρακαλῶ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, μὴ σταματᾶτε τὴν εὐχὴν τοῦ Χριστοῦ μας, οὐδὲ ἐπ᾿ ἐλάχιστον. Τὰ χείλη σας συνεχῶς νὰ μουρμουρίζουν τὴν εὐχὴν τοῦ Ἰησοῦ, τὸν καταλύτην τοῦ διαβόλου καὶ πάσης μηχανορραφίας αὐτοῦ. Φωνάζετε ἀδιακόπως εἰς βοήθειάν σας τὸν Χριστόν μας, καὶ αὐτὸς πάραυτα σπεύδει ὁλοκαρδίως νὰ μᾶς βοηθήση.