Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Ο Άγιος του Ησυχασμού



Σε κάθε εποχή της ανθρωπότητας, ιδιαίτερα στις περιόδους της κρίσης, το Άγιο Πνεύμα, ο Παράκλητος που κυβερνά την Εκκλησία και την οδηγεί στα έσχατα, αναδεικνύει πρόσωπα οδοδείκτες. Σε μια εποχή η οποία γνώρισε δύο παγκοσμίους πολέμους, μία εθνική καταστροφή και έναν εμφύλιο σπαραγμό και η οποία έγινε μάρτυρας μιας πρωτοφανούς αστυφυλίας και εκκοσμικεύσεως, εν ταις οπαίς της γης του Αγιωνύμου Άθωνος εφάνη άνθρωπος με το όνομα Ιωσήφ: ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής ή Σπηλαιώτης, όπως συνηθίσαμε να τον ακούμε όσοι από μικρή ηλικία επισκεπτόμασταν το Άθω.

Όποιος διαβάσει τον βίο του και την επιστολογραφία του αποκομίζει μία σπάνια για την εποχή μας αίσθηση: της αυθεντικότητας. Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής ήταν από εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι έγιναν οι ίδιοι θεμέλιο και ρίζα. Δημιούργησαν μία πνευματική βάση, χωρίς να έχουν παραλάβει οι ίδιοι από πριν κάτι. Αυτοί οι άνθρωποι κινούνται στον ρου της ορθόδοξης μοναστικής και ησυχαστικής παραδόσεως, ωστόσο οι ίδιοι δεν ευτύχησαν να έχουν κάποιον έμπειρο πνευματικό καθοδηγητή, έναν Γέροντα με την πλήρη έννοια του όρου και του περιεχομένου της πνευματικής πατρότητας που αυτός περικλείει. Έτσι έδωσαν στ’ αλήθεια αίμα για να λάβουν Πνεύμα. Κατέβαλαν ανυπέρβλητους κόπους, πόνους και δάκρυα προκειμένου να κενώσουν εαυτούς ώστε να καταστούν δοχεία της Χάριτος. Και ακόμη περισσότερο την Χάρη να την μεταδώσουν στα πνευματικά τους τέκνα και εξ αυτών σε όλα τα πνευματικά τους έκγονα.
Ακούσαμε οι ίδιοι τον μακαριστό παπα-Εφραίμ τον Κατουνακιώτη να λέει: «Πιστεύσατέ με Πατέρες! Εμείς τίποτε δεν κάναμε! Εμείς τα παρελάβαμε έτοιμα όλα από τον Γέροντά μας τον Ιωσήφ!» Ήταν η αναγνώριση της θυσίας που κάνει ο Πνευματικός Πατέρας για να αφήσει ιερά παρακαταθήκη ζωής στα πνευματικά του τέκνα τον ζωντανό και βιωμένο λόγο του Ευαγγελίου. Και η αναγνώριση ερχόταν από έναν πνευματικό πατέρα που κι εκείνος κατέβαλε μεγίστους πόνους και έδωσε αγαθούς πνευματικούς καρπούς.

Εμείς στην Πεμπτουσία έχουμε το προνόμιο να θεωρούμε ως πνευματική μας ρίζα τον Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό, τον γέροντα που γέννησε πνευματικά την συνοδεία της Ιεράς και Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου, αυτής που δημιούργησε και συντηρεί την ιστοσελίδα μας. Η διδασκαλία του Γέροντος Ιωσήφ είναι η διηνεκής πνευματική μας τροφή και καλύπτει ένα κεντρικό και εκτεταμένο μέρος του περιεχομένου μας. Μέσα στην διδασκαλία αυτή όμως αναγνωρίζουμε την βαθύτερη πνευματική ρίζα του Γέροντός του ο οποίος εκτός από την πνευματική γέννηση του κληροδότησε και το όνομά του: του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή. Έτσι θεωρούμε και την δική μας ύπαρξη ως συνέχεια εκείνης της βαθειάς πρώτης ρίζας. Για τον λόγο αυτό μέσα στις αναρτήσεις μας επανειλημμένα περιλαμβάνονται κείμενα και διηγήσεις για τον Γέροντα εκείνον που από την πρώτη συνοδεία του επανδρώθηκαν έξι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και πολλά άλλα μοναστικά και ησυχαστικά καθιδρύματα. Η μορφή του ενέπνευσε την διοργάνωση διορθόδοξου συνεδρίου το 2004 στην Αθήνα  και το 2005 στην Λεμεσό με θέμα: «Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής: Άγιον Όρος – Φιλοκαλική Εμπειρία». Εμπνεόμενη ξανά από το Πρόσωπο και την Διδασκαλία του η Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου προέβη στην έκδοση εγκόλπιου ημερολογίου του 2018 με αφορμή την συμπλήρωση εφέτος των 120 ετών από την γέννησή του.
Το εγκόλπιο ημερολόγιο τυπώθηκε σε καλαίσθητη και εύχρηστη έκδοση.
Διαστάσεις: 9 χ 13 εκ.
Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να απευθυνθεί για παραγγελίες στην ηλεκτρονική διεύθυνση:pek@vatopedi.gr.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος
Οσιώτατοι, ο τε Καθηγούμενος Αρχιμανδρίτης κύριος Εφραίμ και οι λοιποί πατέρες της εν Αγίω Όρει καθ  ημάς Ιεράς Βασιλικής, Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Βατοπαιδίου, τέκνα εν Κυρίω πολυφίλητα της ημών Μετριότητος, χάρις είη τη υμών Οσιότητι και ειρήνη παρά του πλουσιοδώρου Θεού ημών.
Ασμένως επληροφορήθημεν δια του υπ  ἀριθμ. Πρωτ. 1143/20.1.1 και από ιζ´ Οκτωβρίου ε.ε. γράμματος της αγαπητής Οσιότητος υμών, την πρόθεσιν της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, όπως προβή εις την έκδοσιν εγκολπίου Ημερολογίου, αφιερωμένου εις τον Οσιώτατον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστήν, επί τη συμπληρώσει εκατόν είκοσιν ετών από της γεννήσεως αυτού.
Η γέννησις του ανδρός τούτου υπήρξε προάγγελος, κατά τινα τρόπον, και της κατά την εποχήν μας λαμπράς επανδρώσεως του Αγίου Όρους, καθ᾽ όσον πλειάς μοναζόντων εντός του Αγιωνύμου Όρους ανάγουν την πνευματικήν αυτών πατρότητα εις αυτόν. Αλλά και η αναζωπύρωσις του ησυχαστικού πνεύματος, η αναβίωσις του μοναστικού ιδεώδους και τυπικού εις το περιβόλιον της Παναγίας και εκτός αυτού συνδέεται αρρήκτως μετά της μακαρίας και ευλογημένης προσωπικότητος εκείνου.

Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, «δους αίμα και λαβών πνεύμα», εβίωσε το εθελούσιον και αναίμακτον μαρτύριον της μοναχικής πολιτείας, το οποίον και μετέδωκεν εις τα πνευματικά αυτού τέκνα δια του ενθέου παραδείγματος αυτού. Μακράν της τύρβης του κόσμου, εκαλλιέργησε προσευχητικώς την άμεσον και προσωπικήν κοινωνίαν μετά του Θεού και της Κυρίας Θεοτόκου, την οποίαν όλως εξαιρέτως ηγάπα, αξιωθείς, ούτω, να παραδώση το πνεύμα αυτού κατά τον εορτασμόν της προς ουρανούς μεταστάσεως αυτής και γενόμενος δια τον τεταραγμένον κόσμον της σήμερον υπόδειγμα αφιερώσεως εις τον Θεόν και εις την Εκκλησίαν του, σύμβολον ειρήνης και ενότητος. Και όντως, ο μακάριος ούτος ανήρ υπήρξε διάκονος της καταλλαγής, διότι εις περίοδον ερίδων και αποσχιστικών κινήσεων μεταξύ των μοναχών του Αγίου Όρους εξ αιτίας του ημερολογιακού ζητήματος, υπερημύνθη σθεναρώς της ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έχων δε την πληροφορίαν ότι «η Εκκλησία ευρίσκεται εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον της Κωνσταντινουπόλεως», απέκοψε πάσαν κοινωνίαν μετά των ζηλωτών, διδάσκων την υπακοήν εις τον εκάστοτε Πρώτον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ήτοι τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, τον και Επίσκοπον της Αγιωνύμου Πολιτείας.
Επευλογούντες, όθεν, την νέαν ταύτην πρωτοβουλίαν του πολυσχιδούς πνευματικού, εκδοτικού και πολιτισμικού έργου της Ιεράς υμών Μονής, συγχαίρομεν πατρικώς, επικαλούμεθα δε πλουσίαν την Χάριν και το Έλεος του καιρών και χρόνων κυριεύοντος Θεού Λόγου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εφ  ὑμᾶς και επί τους εντευξομένους εις το παρόν Ημερολόγιον.
͵βιζ  Νοεμβρίου ι

Πρόλογος της Εκδόσεως
O Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (1897-1959), υπήρξε ο πνευματικός Πατέρας τεσσάρων πνευματικών μορφών του Αγίου Όρους, των μακαριστών Γερόντων Εφραίμ του Κατουνακιώτου (1912-1998), Ιωσήφ του Βατοπαιδινού (1921-2009), Χαραλάμπους του Διονυσιάτου (1910-2001) και του Γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεΐτου, ευρισκομένου σήμερα στην Αμερική.
Ο αείμνηστος και οσιώτατος αυτός Γέροντας, έζησε σκληρή ασκητική ζωή στο Άγιον Όρος, σε μια περίοδο κατά την οποία είχαν περιοριστεί οι νηπτικοί Πατέρες. Η Αγιορειτική Παράδοση κινδύνευε να απομακρυνθεί από την ζωή της νοεράς ησυχίας και νήψεως, καθώς και από την γνώση των οδών της μακαρίας υπακοής, που οδηγεί τον άνθρωπο στην νέκρωση μεν του παλαιού ανθρώπου των ποικίλων επιθυμιών και παθών, στην ανάσταση δε του κατά Θεόν κτισθέντος «εν Πνεύματι Αγίω καινού ανθρώπου».

Γι’ αυτόν τον λόγο αποτέλεσε την βάση και το έμπρακτο παράδειγμα της ασκητικής βιοτής. Ενώ ο ίδιος έζησε μακράν του κόσμου και σχεδόν έγκλειστος, το μεγαλύτερο μέρος της ασκητικής του ζωής, σήμερα είναι πλέον γνωστός σ’ όλη την Ορθοδοξία, τιμώμενος ως όσιος Πατέρας με πλήθος πνευματικών τέκνων εντός και εκτός του Αγίου Όρους.
Η προσωπικότητά του ανήκει στους ελάχιστους εκείνους Πατέρες της προηγουμένης γενεάς, οι οποίοι χωρίς παράδειγμα και άμεση στήριξη πνευματικού πατρός, κατόρθωσαν να νικήσουν με κόπους πνευματικούς και βαθιά ταπείνωση τον παλαιό άνθρωπο. Έτσι απέκτησαν τις αρετές, επάνω στις οποίες άνθισαν και καρποφόρησαν τα πνευματικά χαρίσματα της διοράσεως και προφητείας, το χάρισμα της πατρότητος και της διδαχής. Με το έργο και τον λόγο τους, αλλά κυρίως με την προσευχή τους στηρίζουν σήμερα την οικουμένη.
Σε όλη του την ασκητική ζωή ο μακάριος Γέροντας κράτησε ένθερμο τον θείο ζήλο. Έπασχε με τους ασκητικούς του κόπους τα «παθήματα» της αιωνίου ζωής. Ευχόταν διαρκώς κατά την αποστολική προτροπή «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», την οποία εφάρμοσαν πλήρως οι Φιλοκαλικοί Πατέρες. Υπέμενε τους σκληρούς αγώνες με τους οποίους τα πονηρά πνεύματα γνωρίζουν να δοκιμάζουν την πίστη και την υπομονή των αγωνιστών και κατόρθωσε να περάσει την άγρια και μαινόμενη θάλασσα των παθών.
Μετά από όλα αυτά βίωσε ο μακάριος Γέροντας την βαθιά ειρήνη των λογισμών, την κάθαρση των παθών, την φωτοφόρο παρουσία του Αγίου Πνεύματος, την μεταμόρφωσή του σε άνθρωπο πνευματικό. «Όσοι γαρ έλαβον Αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι». Έγινε υιός Θεού κατά Χάριν και σήμερα εντρυφούμε στους γλυκυτάτους καρπούς των πατρικών του κόπων και υποθηκών, όσοι επιθυμούμε να μιμηθούμε και κατ’ ελάχιστον την μακαρία ζωή του.
Πράγματι, όπως είπε ο σεβαστός Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, ότι θα εκπληρώνει ο Άθωνας τον ιερό του σκοπό, αν έστω και κάθε διακόσια χρόνια ανέτελλε από αυτόν μία τέτοια ασκητική μορφή.

Η Ιερά μας Μονή, αποφάσισε να εκδώσει το παρόν χρηστικό ημερολόγιο προς πνευματική βοήθεια των πιστών, έχοντας υπ’ όψιν και την χρησιμότητά του στην καθημερινότητα όλων των προσκυνητών του Αγίου Όρους, που επιθυμούν να γνωρίζουν την σχέση παλαιού και νέου ημερολογίου, ενημερωνόμενοι για τις αντίστοιχες ημερομηνίες των διαφόρων εορτών.
Με την ευκαιρία της επετείου των εκατόν είκοσι χρόνων από της γεννήσεως του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού ευχόμεθα να φιλοτιμηθούμε και εμείς, ώστε να καλλιεργήσουμε ως έναν βαθμό τον ένθερμο ζήλο του προς τον Χριστό και Σωτήρα μας.
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς
Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου

Σύντομος βίος του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή (1897-1959)
Tο έτος 1897 γεννήθηκε στις Λεύκες του μικρού Κυκλαδίτικου νησιού της Πάρου από φτωχούς, απλοϊκούς και ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Μαρία. Ο πατέρας του δεν έζησε αρκετά και η μητέρα ανέλαβε την προστασία της οικογένειας. Η μητέρα του ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού, ευλογημένη ψυχή με απλότητα που συχνά έβλεπε υπερφυσικά φαινόμενα στη ζωή της.

Όταν ο Γέροντας έφυγε για μοναχός η μητέρα του είπε στους δικούς της ότι το γνώριζε από τη γέννησή του. Διηγήθηκε το εξής: «Όταν γέννησα τον Φραγκίσκο μου (αυτό ήταν το κοσμικό όνομά του) και ήμου­να ακόμη στο κρεββάτι με το μωρό δίπλα μου άνοιξε η στέγη και ένας φτερωτός νέος που έλαμπε άρχισε να ξεσκεπάζει το μωρό με πρόθεση να το πάρει. Όταν διαμαρτυρήθηκα μου είπε ότι γι’ αυτό ήρθε και αυτή είναι η “απόφαση”. Μου έδειξε σε ένα σημειωματάριο γραμμένη μια εντολή, ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρει το μικρό. Όταν αντιστάθηκα, ο Αγ­γε­λος μου έδωσε ένα πολύτιμο κόσμημα σε σχήμα σταυρού και μου πήρε το μωρό». Από τότε πίστευε ότι κάποτε ο Φραγκίσκος θα ακολουθούσε τον Χριστό.
Ο Γέροντας ως την εφηβική του ηλικία παρέμεινε στο χωριό του και βοηθούσε την μητέρα του στις διάφορες εργασίες του σπιτιού. Μετά έφυγε στον Πειραιά, εργαζόταν στο Λαύριο ως μικροέμπορος, ώσπου πήγε να υπηρετήσει στο ναυτικό. Στην ηλικία των εικοσιτριών ετών είχε κέντρο των κινήσεών του την Αθήνα. Άρχισε να μελετά πατερικά βιβλία και τον εντυπωσίαζε η ζωή των αυστηρών ασκητών. Μεγάλη ώθηση προς τον μοναχισμό του έδωσε το εξής όνειρο: «Ένα βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι περνούσα έξω από τα ανάκτορα και αμέσως με πήραν δυο αξιωματικοί της ανακτορικής φρουράς και με ανέβασαν στο παλάτι. Δεν κατάλαβα τον λόγο και διαμαρτυρήθηκα. Τότε μου αποκρίθηκαν με καλοσύνη να μη φοβούμαι, αλλά να ανέβω, γιατί είναι θέλημα του Βασιλέως. Ανεβήκαμε σε ένα πολύ υπέροχο ανάκτορο, ανώτερο από κάθε επίγειο, μου φόρεσαν μια ολόλευκη και πολύτιμη στολή και μου είπαν· απὸ εδώ και εμπρός θα υπηρετείς εδώ᾽, και με πήραν να προσκυνήσω τον Βασιλέα.
Ξύπνησα αμέσως και αυτά που είδα και άκουσα χαράχθηκαν τόσο πολύ μέσα μου, ώστε δεν μπορούσα να κάνω η να σκεφτώ τίποτε άλλο. Σταμάτησα τις εργασίες μου και έμεινα σκεφτικός. Άκουγα ζωντανά μέσα μου να επαναλαμβάνεται διαρκώς εκείνη η εντολή “από τώρα και μπρος θα υπηρετείς εδώ”. Όλη μου η κατάσταση εσωτερικά και εξωτερικά άλλαξε».
Έφευγε από τον θόρυβο της πόλεως και πήγαινε περισσότερο στην Πεντέλη όπου περνούσε ως ασκητής με πολλή νηστεία και αγρυπνία. Κάποτε συνάντησε κάποιον Γέροντα Αγιορείτη μοναχό και αποφάσισε να μεταβεί στον Άθωνα, όπου πίστευε πως θα έβρισκε Πατέρες στα μέτρα εκείνα που διάβαζε στους βίους τους.
Ο πρώτος σταθμός ήταν τα Κατουνάκια. Εκεί ζούσε τότε ο αείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ο ιδρυτής της αδελφότητος των Δανιηλαίων. Ο Γέροντας Δανιήλ ήταν ευλαβής, συνετός, με μεγάλη πείρα της ασκητικής ζωής. Σ’ όλη τη ζωή του έμεναν ζωντανές οι αγαθές εντυπώσεις από την αδελφότητα και τον οσιότατο Γέροντα. Δεν έμεινε όμως μαζί του, αναχώρησε για την Βίγλα, πλησιέστερα προς την Μονή της Μεγίστης Λαύρας, γιατί αγαπούσε την ησυχαστική ζωή.

Φιλοξενήθηκε από έναν Γέροντα αλλά δεν αναπαύθηκε, γιατί δεν βρήκε αυτό που ζητούσε. Αποσυρόταν σε ένα απόμερο τόπο και προσευχόταν παρακαλώντας με δάκρυα τον Θεό να τον βοηθήσει.
«Ζητούσα και έλεγα πως δεν θα φύγω από εκεί, αν δεν μου δείξει το έλεός Του και αν δεν μου δώσει θάρρος. Απευθυνόμουνα στην Δέσποινά μας και την ικέτευα. Όπως ήμουν εκεί και κοίταζα προς τον Άθωνα, όπου φαινόταν καλά και το μέρος με το εκκλησάκι της Παναγίας μας, σαν να αισθάνθηκα μέσα μου ένα σκίρτημα χαράς. Αμέσως βλέπω μία φωτεινή ακτίνα να βγαίνει από την εκκλησία της Παναγίας και σαν ουράνιο τόξο ήρθε και ακούμπησε επάνω μου. Αμέσως αλλοιώθηκα όλος και ξέχασα τον εαυτό μου. Γέμισα φως μέσα στην καρδία μου, έξω και παντού και δεν αισθανόμουνα αν έχω σώμα. Τότε άρχισε να λέγεται η ευχή μέσα μου τόσο ρυθμικά, που απορούσα, γιατί εγώ δεν προσπαθούσα – μόνο έβλεπα και άκουγα ταυτοχρόνως, και θαύμαζα. Μου φαινόταν ότι είχα δύο εαυτούς, γιατί έβλεπα την εσωτερική μου κατάσταση όλη φως, πνευματική ευωδία και χαρά με αδιάλειπτη την ευχή, αλλά και ολόκληρος ήμουν καλυμμένος από το φως και θαύμαζα το μεγαλείο του θείου ελέους. Αμυδρά, όσο είναι δυνατόν αυτή την ώρα να ελέγξει κάποιος τους λογισμούς του, σκεφτόμουνα ότι αυτή είναι η Χάρις, που παρηγορεί όσους θέλει κατά την Πατερική παράδοση. Δεν γνωρίζω πόσο κράτησε η κατάσταση αυτή, ώσπου το κατάλευκο εκείνο φως αποσύρθηκε πάλι εκεί από όπου προερχόταν. Τότε συνήλθα και είδα ότι ήμουν στον τόπο όπου είχα αρχίσει να προσεύχομαι. Συμπέρανα όμως ότι πέρασε αρκετή ώρα, γιατί πλησίαζε το ηλιοβασίλεμα. Από τότε δεν έφυγε από μέσα μου η κατάσταση αυτή της ευχής. Λεγόταν στην καρδία μου χωρίς κόπο, αλλά δεν είχε την υπερβολική εκείνη ενέργεια που είχε όταν ήρθε την πρώτη φορά».
Από τότε και εξής προσπαθούσε να βρίσκεται διαρκώς σε μέρη ήσυχα, απόκεντρα και κατάλληλα για ησυχία και προσευχή. Έφυγε πια από την Βίγλα και πήγαινε σε διάφορα σπήλαια και μέρη, αγωνιζόμενος να κρατήσει μέσα του την ευχή. Πιο πολύ σύχναζε στο ναΰδριο της Κυρίας μας Θεοτόκου στις παρυφές της κορυφής, από όπου του συνέβη το μεγάλο γεγονός, και καλλιεργούσε με πολλή ακρίβεια την ευχή.
Την ημέρα της εορτής της θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ανέβηκε στην κορυφή μαζί με τους πατέρες που πήγαν να εορτάσουν. Εκεί συνάντησε τον π. Αρσένιο, τον μετέπειτα αχώριστο σύντροφο και συναγωνιστή του.
Πήγαν μαζί να συμβουλευτούν τον διακριτικό Γέροντα Δανιήλ στα Κατουνάκια, από που και πως να αρχίσουν τον πνευματικό αγώνα τους χωρίς τον κίνδυνο της πλάνης. Ο Γέροντας τους υπέδειξε να μην ξεκινήσουν, αν δεν σφραγίσουν το έργο τους με την ευλογία της υπακοής. «Έχετε Γέροντα; Χωρίς την ευλογία του Γέροντος τίποτε δεν ευδοκιμεί».
Υποτάχθηκαν στον Γέροντα Εφραίμ που είχε την καλύβη του Ευαγγελισμού στα Κατουνάκια. Εκεί ο Γερο-Εφραίμ έκανε μεγαλόσχημο τον Γέροντα Ιωσήφ. Η κουρά του έγινε στο σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου. Έπειτα μαζί με τον Γέροντά τους Εφραίμ έφυγαν για τη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου για περισσότερη ησυχία και άσκηση. Μετά την κοίμηση του Γέροντά τους άρχισαν τους μεγάλους ασκητικούς αγώνες. Αμέριμνοι κινούνταν από τόπο σε τόπο, ζούσαν με άσκηση στην κορυφή του Άθωνα και στα γύρω χαμηλότερα μέρη. Ο λόγος που δεν έμεναν μόνιμα κάπου, ήταν γιατί ήθελαν να παραμένουν άγνωστοι στους πολλούς. Τον χειμώνα επέστρεφαν στο καλύβι τους και ησύχαζαν εκεί ως το Πάσχα.
Ο Γέροντας Ιωσήφ δεν υποχωρούσε στην αγωνιστικότητα και ιδίως στην προσπάθεια της ευχής. Ήταν αδιάλλακτα αυστηρός στον εαυτό του έχοντας ως βάση τους κανόνες της φιλοπονίας. Νήστευε πολύ και αγρυπνούσε περισσότερο για να δαμάσει το σώμα και να μαράνει τα πάθη. Έτρωγε κάθε μέρα μόνο 75 γρ. παξιμάδι τρεις ώρες πριν τη δύση του ηλίου. Εργόχειρο δεν έκανε, αν και γνώριζε άριστη ξυλογλυπτική.
Με την εφαρμογή του αγωνιστικού προγράμματος άρχισε ο πόλεμος των σαρκικών παθών. Ο Γέροντας τον αντιμετώπιζε με την θερμότητα του ζήλου, με την ορμή της αθλητικής προθέσεως, με την πείρα της θείας αντιλήψεως και με πρακτικές μεθόδους όπως παρατεταμένη αγρυπνία, περισσότερη δίψα, μακρά ορθοστασία και με ξυλοδαρμό. Όταν στον πόλεμο αυτόν συστελλόταν η Χάρις πολύ βοηθούσε η ανθρώπινη παρηγοριά από γνησίους αδελφούς. Αυτό για τον Γέροντα ήταν πολύ δύσκολο, γιατί η αποφυγή των συναναστροφών χάριν της ησυχίας παρεξηγήθηκε από τους πολλούς που τον θεωρούσαν πλανεμένο, αποκρουστικό, τον ειρωνεύονταν, τον χλεύαζαν και τον απέφευγαν. Η μόνη παρηγοριά ήταν ο πνευματικός παπα-Δανιήλ, που έμενε στο κάθισμα του Αγίου Πέτρου.
Στον πνευματικό πόλεμο είχε πολλές αντιλήψεις της Χάριτος και σε όραμά του άκουσε την Παναγία να του λέει ότι πρέπει να έχει την ελπίδα του σ’ Αυτήν. Έλεγε στους υποτακτικούς του ότι το «ας έχει την ελ­πίδα του σε μένα», ήταν από τότε η μόνιμη παρηγοριά του.
Στο καλύβι τους, στον Άγιο Βασίλειο, έκτισαν ένα μικρό εκκλησάκι στο Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου όταν αποφάσισαν να μην περιφέρονται. Εκεί δέχτηκαν για συνοδία τρεις αδελφούς μεταξύ των οποίων και τον π. Αθανάσιο, τον κατά σάρκα αδελφό του. Έγινε γνωστός πλέον ο Γέροντας και πολλοί πατέρες πήγαιναν να τον συμβουλευτούν.
Η μείωση της αμεριμνίας και ησυχίας τον ανάγκασε τον Ιανουάριο του 1938 να μετακομίσει με τον π. Αρσένιο στις απόκρημνες σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννας. Σ’ ένα από τα σπήλαια αυτά υπήρχε και εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου. Διαμόρφωσαν εκεί τον χώρο, έκτισαν και μερικά κελλιά και παρέμειναν στο σπήλαιο αυτό έως και το 1947. Στη συνοδία προστέθηκαν νέα μέλη. Ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ (Βατοπαιδινός), ο παπα-Χαράλαμπος μετέπειτα ηγούμενος της Μονής Διονυσίου και ο παπα-Εφραίμ ηγούμενος της Μονής Φιλοθέου.
Ούτε η αυστηρότητα του προγράμματος, ούτε οι στερήσεις των απαραίτητων αναγκών, ούτε το απότομο και απαρηγόρητο του τόπου, ούτε οι αναγκαίες αχθοφορίες για την συντήρηση έξι έως επτά ατόμων λύγιζαν την πρόθεση γιατί η θεία Χάρις και το έλεος του Θεού ήταν με τη συνοδία. Όταν όμως τα προβλήματα υγείας έγιναν εμφανέστερα, μια μέρα του Ιουνίου του 1953 λέει ο Γέροντας στον π. Αρσένιο: «Αρσένιε, η παραμονή μας εδώ μου φαίνεται τελείωσε. Τα παιδιά αρρώστησαν. Ποιός θα κοιτάξει τον άλλον; Αυτοί εμάς η εμείς αυτούς;». Αποφάσισε τότε η συνοδία να μετακινηθεί πλησιέστερα προς τη θάλασσα, για λόγους οικονομίας. Ο Γέροντας θυσίασε την προσωπική του ησυχία και γαλήνη για να «οικονομήσει» την αδυναμία των υποτακτικών του. Προτιμήθηκε η Νέα Σκήτη μετά από παρακίνηση του π. Θεοφύλακτου που ήθελε να μείνει με τη συνοδία. Στην αρχή έμειναν οι πατέρες στην καλύβη των Αγίων Αναργύρων. Την προσοχή του Γέροντος τράβηξαν τα εκτός της Σκήτης ερημικά καλύβια, που τότε ήταν ακατοίκητα. Μετά από συνεννόηση με την κυρίαρχη Μονή του Αγίου Παύλου πήρε όλες τις μεμονωμένες καλύβες γύρω από τον πύργο της Σκήτης. Στο κάθε καλύβι έμενε ένας η δύο και μόνο σε ορισμένες ώρες της ημέρας ή στη Λειτουργία μαζεύονταν όλοι μαζί στην καλύβη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Η επιμονή του Γέροντος να μην υποχωρεί στις προσωπικές του τυπικές διατάξεις και οι κόποι των μετακινήσεων τον κατέβαλαν τελείως. Δύο σοβαρές ασθένειες, η μία μετά την άλλη, έφεραν το τέλος της επίγειας ζωής του. Οι τελευταίες ημέρες του ήταν πολύ οδυνηρές γιατί η προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια εμπόδιζε την αναπνοή του. Τις τελευταίες σαράντα ημέρες δεν έτρωγε τίποτε· μόνο κοινωνούσε κάθε μέρα.
Κατά την 14η Αυγούστου του 1959 ετοιμαζόταν πολύ και αναλογιζόμενος την επόμενη μέρα, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως, ανυπομονούσε· κάτι περίμενε. Την ημέρα της μνήμης της Κυρίας Θεοτόκου μετέλαβε για τελευταία φορά λέγοντας «εις εφόδιον ζωής αιωνίου». Η Παναγία εκπλήρωσε την υπόσχεσή Της με την τελευταία δωρεά Της, να παραλάβει την ψυχή του την ημέρα της Κοιμήσεώς Της. Αφού έδωσε σε όλους την ευχή του, σήκωσε τα μάτια του ψηλά και έβλεπε επίμονα επί δύο λεπτά περίπου. Κατόπιν γύρισε και γαλήνιος είπε: «Όλα ετελείωσαν, φεύγω, αναχωρώ, ευλογείτε!». Και με τις τελευταίες λέξεις έγειρε το κεφάλι του δεξιά, ανοιγόκλεισε δυό τρεις φορές ήρεμα το στόμα και τα μάτια, και αυτό ήταν. Παρέδωσε την ψυχήν του σε Εκείνον, τον Οποίον πόθησε και υπηρέτησε εκ νεότητος.

Όλη η ζωή του Γέροντος Ιωσήφ θυμίζει τους παλαιούς ασκητές της ερήμου. Ήταν ανδρείος πολεμιστής εναντίον των παθών και βίαζε τον εαυτό του σε αφάνταστο βαθμό. Απέκτησε πολλή καθαρότητα και αγνότητα ψυχής και σώματος και είχε ως παράδειγμα πάντα την Παναγία μας. Πέρασε όλα τα στάδια της πνευματικής ζωής και γνώρισε εμπειρικά όλα τα θεία χαρίσματα αυτών των καταστάσεων. Ήταν έμπειρος, διακριτικός, και απλανής πνευματικός οδηγός της πνευματικής ζωής. Η ζωή του και η διδασκαλία του είναι μια ορθόδοξη εμπειρική θεολογία. Είχε γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα. Σε μία περίοδο που το λεγόμενο «ζηλωτικό» ζήτημα είχε ταράξει όλο το Άγιον Όρος, αυτός είχε λάβει την εκ Θεού πληροφορία ότι «η Εκκλησία βρίσκεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη». Υπολογίζεται ότι από την «ρίζα» του προέρχονται άμεσα η έμμεσα περισσότεροι από 1.000 μοναχοί και μοναχές.

Περί κατακρίσεως, μακαριστού Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστού


 
-Παιδί μου, ο σαρκικός πόλεμος δεν ανάπτει τόσο από το φαγητό, το ποτό, το κρασί και τον ύπνο, όσο από την κατάκριση.
.......-Γιατί, Γέροντα;
.......-Για να μάθουμε ότι και εμείς είμεθα της αυτής φύσεως, ο αυτός διάβολος μας πολεμάει, και είμεθα όλοι στο αυτό μέτρο της κατακρίσεως. Θέλεις ακόμα ένα μέτρο να το δεις;
.......-Ποιό, Γέροντα;
.......-Άνθρωπος που δεν κρίνει τον πλησίον του, είναι μαρτυρία, στοιχείο, απόδειξις και βεβαίωσις σωσμένου ανθρώπου. Όποιος δεν κρίνει δεν θα κριθεί. «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. 7,1), βεβαιώνει ο λόγος του Θεού.
Γι΄ αυτό μας έλεγε: «Σου έρχεται λογισμός ή λόγος κατακρίσεως; Να δικαιολογείς τους πάντες και να παίρνεις όλα τα βάρη πάνω σου». Εάν δεν αντιμετωπίζεις έτσι τις προσβολές για κατάκριση και είτε τις εκφράζεις προς τα έξω είτε τις καλλιεργείς μέσα σου, θα έχεις σαρκικό πόλεμο. Και αν τότε δεν συνετιστείς, θα σε αφήσει η Χάρις και θα πέσεις........Και εάν μετά την πτώση δεν μετανοήσεις και δεν σταματήσεις την κατάκριση, οι πτώσεις θα έχουν πολλά και άσχημα επακόλουθα. Γιγαντώνεται το πάθος, έρχεται ο θάνατος και ακολουθεί η κόλασις».
{flike}

Η εκκωφαντική τραχύτητα της άσκησης του γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή

Προσωπικά: ίνα μηκέτι ώμεν νήπιοι
«Αγαθόν το εξομολογείσθαι» εκ μέρους μου. Mια πρωτόλεια, ίσως ανορθόλογη για όσους εξακολουθούν να μη «βλέπουν» Ελύτη, τουτέστι φράσεις, όπως «Λίγη ξερή, τριμμένη στα δάχτυλά σου μέντα, σε πάει ολόϊσια στη σκέψη των Ιώνων», (Μινούτσι 1993,139), ή «τι νερό/κυανό με σπίθες» (Πολίτη 1993,68). Όμως, η εκκωφαντική τραχύτητα της άσκησης του γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή και της συνοδείας του με έβαλε σε εγρήγορση. Θέλησα να αναζητήσω μια ορισμένη απόκλιση του ησυχαστικού ακτίστου-μακαρίου-αθανάτου αμήχανου κάλλους από το μεταφυσικό-πλατωνικό. Με είχαν εντυπωσιάσει οι εισηγήσεις καταξιωμένων Ιεραρχών, επιστημόνων και πατέρων στα δύο συνέδρια που έγιναν για το Γέροντα, αλλά και όσα έχει γράψει γι’ αυτόν το πνευματικό του τέκνο, ο Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός, τυγχάνω μάλιστα κάτοχος, όπως και τόσοι άλλοι, ευλογίας του -επίμαχο σημείο για τους υπέρμαχους της αθεΐας-, γεγονός που με γεμίζει ανυπόκριτη υπερηφάνεια.

Η αρχαία ελληνική «γνωσιολογία», η οποία ως γνωστόν έχει παραληφθεί από τους Πατέρες, γνωρίζει την πιο δημιουργική έκφανσή της, απογειώνεται κυριολεκτικά στο είδος της ησυχαστικής μεθέξεως του Γέροντα Ιωσήφ και μας καθιστά το άκτιστο κάλλος προσπελάσιμο σε ικανοποιητικό βαθμό.

Καταλυτικό, όμως, για την απόφασή μου ρόλο έπαιξε, όπως προανέφερα, το βιβλίο του πνευματικού του τέκνου, του π. Εφραίμ της Αριζόνας. Με μαγνήτευσε θα έλεγα, η «εικονογραφία» του Γέροντα, η οποία, εκτός από την αγαλλίαση που σου προσφέρει, σου επιτρέπει την αναγωγή στην άμεση θέα του εικονιζόμενου, κλασικό γνώρισμα βυζαντινής τέχνης (μα και αρχαίου ελληνικού αγάλματος) (δες: Γιανναράς 1987,46). Κρύβει τόσα υπονοούμενα και αποκαλύπτει τόσα μυστικά, που θα μπορούσε να κάνει οποιονδήποτε υπέρμαχο του ορθολογισμού να αναθεωρήσει πολλές από τις απόψεις του. Δεν θεωρώ τυχαίο για την απόφασή μου και το γεγονός ότι ο «εγγονός» του Ησυχαστή, ο π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος, ο οποίος είχε την επιμέλεια του βιβλίου, είναι ο Πνευματικός της Αδελφότητος της Ιεράς Μονής Βαρνακόβης, στην οποία καταφεύγω, εγώ ο τάλας, και κάποτε-κάποτε παίρνω την ευλογία του.

Επιθυμία πολλών αναγνωστών του βιβλίου του π. Εφραίμ θα ήταν, ίσως, να έβλεπαν το κείμενο του βιβλίου του ως «σενάριο» μιας ταινίας με τον ίδιο τίτλο. Νομίζω ότι θα ενδιέφερε μια τέτοια ταινία τόσο εμάς τους Ορθοδόξους, οι οποίοι σε μεγάλες εορτές μας, όπως το Πάσχα, παρακολουθούμε, ανίδεοι, ταινίες που είναι κυριολεκτικά παρωχημένα έκγονα ξένων αντιλήψεων, παντελώς άσχετων προς την ορθόδοξη εκκλησιαστική-ευχαριστιακή μας παράδοση, αλλά θα ενδιέφερε και τους ετεροδόξους. Θα τους παρείχε την ευκαιρία να διαπιστώσουν τις ιδιαιτερότητες της ορθόδοξης άσκησης. Γιατί στο Γέροντα Ιωσήφ πιστώνεται ένα σφριγηλό ασκητικό «πάθος» και ένα σπινθηροβόλο πνευματικό «βάθος», αυστηρά προσηλωμένο στην παλαμική παράδοση, που δεν το συναντάς στην υπόλοιπη «Ανατολή» -εγγύς, μέση, άπω- και ανοίγει μπροστά σου ένα μακάριο κάλλος.

Με πολύ ευχαρίστηση σημείωσα το γεγονός ότι στο βιβλίο του π. Εφραίμ δεν λανθάνουν απλώς υπαινιγμοί των «λόγων» του αββά Ισαάκ του Σύρου, αλλά στο βίο του Γέροντά του είναι διάχυτη η πρακτική εφαρμογή τους (ό.π.α.,296). Η γοητεία αυτής της ασκητικής, που κίνησε ανέθακεν το μεγάλο μου ενδιαφέρον για τους ασκητικούς λόγους του αγίου Ισαάκ, συνίσταται σε τούτο: ενώ είναι μία και η αυτή επανέρχεται στο βίο καθενός ησυχαστή ως άλλη (Gadamer). Δεν παρεκκλίνει πουθενά ο Γέροντας από εκείνη την ασκητική. Όμως, όπως κάθε Θεία Λειτουργία δεν είναι τυπική επανάληψη του όλου Θείου δράματος, αλλά εξίσου πραγμάτωσή του εκ νέου, έτσι και αυτή η ασκητική του Γέροντα Ιωσήφ συνιστά χωρίς αποκλίσεις ανεπανάληπτο πρωτότυπο εκείνης του αγίου Ισαάκ, όσον αφορά το βασικό ασκητικό «κώδικα» (υπακοή, ταπεινοφροσύνη κ.λ.π.), αλλά βάζει και τη δική του σφραγίδα.

Ένα παράδειγμα: Όταν βάζει τους υποτακτικούς του να φάνε σκουλικιασμένα τρόφιμα δεν είναι ένας βάναυσος άνθρωπος, αλλά ένας «αφελής» τουτέστι παντελώς αθώος, που μετατρέπεται ανά πάσα στιγμή σε αθλητή, «…ως την κατ’ έφεσιν κινήσεως την δύναμιν μήπω τω εσχάτω προσαναπαύσαν ορεκτώ» (=αφού δεν επέθεσε στο έσχατο επιθυμητό τη δύναμη της σύμφωνης με την επιθυμία του κίνησης) (αγ.Μάξιμος, ό.π.α.,128 κ.εξ.). Ως θετικός αγωγός του ακτίστου κάλλους δεν νοείται ο Γέροντας αυτός, όπως και κάθε άλλος, εκτός των προϋποθέσεων Εκείνου που λογίζεται «ως πάντων πληρωτικόν»(ό.π.α.).

«Αγαθόν το εξομολογείσθαι», λοιπόν. Τρία συμβάντα ήρθαν να τονώσουν το ενδιαφέρον μου για τον άγιο Ισαάκ. Πρώτα-πρώτα με συνεπήρε το γεγονός της «συνάντησης» του πατρός Παϊσίου με τον άγιο (Θεοδωρόπουλος 2008). Κατά δεύτερο λόγο, με εντυπωσίασε η μαρτυρία ενός μοναχού της «ερήμου» της Κερασιάς του αγίου Όρους, ο οποίος μου είχε εκμυστηρευτεί πως χάρη στους ασκητικούς λόγους του αγίου εγκατέλειψε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Παρίσι και τον κόσμο και έγινε μοναχός. Ο ίδιος με πληροφόρησε πόσο ευλαβείτο ο π. Παϊσιος τον άγιο Ισαάκ. Όπως είναι γνωστό, ο π. Παϊσιος στο ερώτημα του παπα-Τύχωνα, τι βιβλία διαβάζει, είχε απαντήσει Αββά Ισαάκ(π. Παϊσιος 2008 (13),32). Όπως είναι δε γνωστό ο άγιος Ισαάκ έχει αφιερώσει στο κάλλος της μοναχικής πολιτείας τον 10ο ασκητικό λόγο του, όπου περιγράφει το μοναχό ως τύπο και ωφέλεια εις τους βλέποντας αυτόν και ως έχοντα σχήματα και φρονήματα ωραία και υψηλά.

Τέλος, με την υψηλού επιπέδου ερμηνευτική των ασκητικών λόγων του αγίου από τον Αρχ. Β.Γοντικάκη –τον παρόντα θ ε ω ρ ό-, την καλλιγραφημένη σε ένα μικρό του πόνημα, (Αρχ. Γοντικάκης 2003), καθώς και με το κείμενο-εισήγηση του ιδίου σε συνέδριο στο Καίμπριζ με θέμα το αμήχανον κάλλος (π. Γοντικάκης 2005), βρέθηκα μονομιάς αντίκρυ σε χιλιάδες μυστικά που αιμοδοτούν ολάκαιρη την ύπαρξή μου.

Εάν ζούσα στην εποχή του π. Ιωσήφ, ίσως κατέφευγα στην ακολουθία του, αλλά είναι αβέβαιο εάν θα με δεχόταν ο Γέροντας και σχεδόν βέβαιο, ότι θα την εγκατέλειπα σύντομα, επειδή, όσο μπορώ να ξέρω τον εαυτό του, θα μου ήταν αδύνατο να «επιζήσω» με τέτοια άσκηση. Εάν είναι μέσα μας όμως η τάση για καλοσύνη και ομορφιά, συμπυκνωμένες στο άκτιστο- μακάριο- αθάνατο αμήχανο κάλλος, μπορώ να ευελπιστώ ότι αυτό το κάλλος δύναται να αποσπάσει το νου μου από τις εγωιστικές μου προσηλώσεις στα τετριμμένα. Γιατί «...ο νους…… υπό γαρ του θείου και απείρου φωτός καταλαμπόμενος αναισθητεί προς πάντα τα υπ΄ αυτού γεγονότα΄ καθάπερ και ο αισθητός οφθαλμός προς τους αστέρας, του ηλίου ανατέλλοντος» (αγ. Μάξιμος ό.π.α.,143).

Άκτιστο-μακάριο-αθάνατο αμήχανον κάλλος ως «ξένωσις στο υπερφυσικόν» Με βάση το λεξιλογικό οπλοστάσιο του π. Ιωσήφ, ονομάζουμε άκτιστο-μακάριο-αθάνατο αμήχανο κάλος το παραδείσιο θεϊκό κάλλος-πλημμύρα της Χάριτος (ό.π.α.,119 και 290),που συνιστά «ξένωσιν» στο υπερφυσικό (ό.π.α.,288). Αποκαλυπτόμενο διαλύει την καρδιά (ό.π.α.,289), καταργεί τις σωματικές αισθήσεις, ανοίγει τα μάτια της ψυχής σε μια φωτεινή, όσο και δοξολογική θέαση των πάντων. Περαιτέρω δε μεταμορφώνει τον δέκτη, παύει τα πάθη και ειρηνεύει την καρδιά (ό.π.α.,37),σε βγάζει εντός-εκτός σώματος (ό.π.α.113) και εαυτού (ό.π.α.,38),αλλά και εκτός πάσης θελήσεως, δίνει άπλετο φως και απεριόριστο εύρος και σου επιδαψιλεύει Χάρη ενδημούσα (ό.π.α.).

Αυτό το κάλλος δεν νοείται ποτέ ερήμην της Θείας Χάρης, δεν είναι καρπός ευρυμάθειας, αλλά της νήψης και ησυχαστικής ευχής. Θα μπορούσε, με μια πρώτη ματιά, να χαρακτηριστεί κάλλος ψυχής των Κε-χαριτωμένων εκπεφρασμένο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι γοητευτικό, τουτέστι κάλλος «κεχαριτωμένης γοητείας» (Ράμφος 1994 342) εύληπτο από τις αισθήσεις του δέκτη.
https://iliaxtida.wordpress.com/

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο ΗσυχαστήςΣΥΝΕΧΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ



Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ,
(Αποτελεί Εισήγηση στο Διορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Άγιον Όρος – Φιλοκαλική Εμπειρία, Αθήνα 22-24/10/2004.)
Ι. Γενικά – Εισαγωγικά
Ο αναγνώστης των κειμένων του π. Ιωσήφ του ησυχαστή έχει την βαθύτατη αίσθηση, ότι μελετά κείμενα της όντως ζωής. Δι’ αυτών έχει μπροστά του συμπυκνωμένη ολόκληρη την προηγούμενη ησυχαστική και φιλοκαλική εμπειρία της Εκκλησίας, σαρκωμένη σε σύγχρονο  προσωπικό βίωμα, «ενταύθα και νυν» (εδώ και τώρα). Ο λόγος του μακαριστού ησυχαστή είναι αγιογραφικός και πατερικός, πάντοτε όμως ζωντανά αποκαλυπτικός. Έχοντας σαφή τα πνευματικά κριτήρια της Ορθοδόξου Παραδόσεως και το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων, παρουσιάζεται ως άριστος ανατόμος της αγιοπνευματικής εν Χριστώ ζωής. Έτσι, αποκωδικοποιεί με πολλή άνεση την αγιότητα, τις εντολές του Θεού, αλλά και τις αρετές που προκύπτουν από την τήρηση των εντολών, καθιστώντας ενεργώς παρούσα την ησυχαστική και φιλοκαλική Παράδοση στην εποχή του. Παράλληλα, απομυθοποιεί την κοσμική θεώρηση της ζωής και νοηματοδοτεί θετικά τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τον κόπο και τον πόνο, και αποδεικνύει απολύτως εφικτή και σήμερα την εφαρμογή του Ευαγγελίου και την ασκητική της Εκκλησίας[1]. Μας δίδαξε εμπειρικώς, ότι η Φιλοκαλία προϋποθέτει οπωσδήποτε την φιλοπονία και την αυταπάρνηση ενάντια στη φιλαυτία του παλαιού ανθρώπου.
Βάσιμα μπορούμε να υποστηρίξουμε, ότι δεν προβάλλει τίποτε δικό του. Είναι απλώς ένας αυθεντικός συνεχιστής της ησυχαστικής Παραδόσεως, την οποία επαναδιατύπωσε, την ξαναζωντάνεψε και την πλούτισε με σύγχρονα και προσωπικά δεδομένα. Τεκμηρίωσε και ανέδειξε ως ησυχαστής την αγιοπνευματική-φιλοκαλική ζωή της Εκκλησίας, πιστοποιώντας στην ύπαρξή του την πραγμάτωση του σκοπού της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου για την χαρισματική θέωση του ανθρώπου. Απέδειξε εμπειρικώς, ότι το φρόνημα των «φερομένων υπό του Αγίου Πνεύματος» είναι διαχρονικώς το αυτό[2]. Έτσι, πρόβαλε πειστικά την σπουδαιότητα της προσωπικής εμπειρίας, που προκύπτει από τη βίωση της χαρισματικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στα πλαίσια της ησυχαστικής ζωής. Επέδρασε αναγεννητικά σε ολόκληρη γενιά ως διακριτικός πνευματικός Πατέρας. Με τη σκληρή άσκηση και τη νοερά προσευχή, που βίωσε και δίδαξε, ενδυνάμωσε εμπειρικώς και ανέδειξε πραγματικά τον Ησυχασμό[3]. Υπήρξε συνεχιστής της ησυχαστικής Παραδόσεως, αφού, όπως σημειώνει ο ίδιος, την ησυχαστική τάξη και το Τυπικό του τα παρέλαβε από προγενεστέρους αγίους ασκητές[4]. Στο Άγιον Όρος, κατά την μαρτυρία του, βρήκε τους πνευματικούς προγόνους του[5] «εν πράξει και θεωρία»[6]. Αυτοί ήταν οι «εν πείρα και πράξει διδάκτορες»[7] κατά την πρωτότυπη και επιτυχή διατύπωσή του.
Έχοντας την ευαρέστηση του ίδιου του Θεού, εμπειρικώς επιβεβαιωμένη στη ζωή του, αδιαφορεί κυριολεκτικά για την κοσμική γνώμη, αλλά και για την επώδυνη περιφρόνηση των εγγύς και των μακράν[8]. Σηκώνει ισοβίως τον μαρτυρικό σταυρό της μομφής του «πλανεμένου»[9] και συνεχίζει απτόητος την ησυχαστική και φιλοκαλική Παράδοση, που παρέλαβε, δίνοντας ταυτόχρονα το προσωπικό χαρακτηριστικό του στίγμα.
Οι σύγχρονοί του μοναχοί στο Άγιον Όρος μένουν κατά κανόνα στον εξωτερικό τύπο του μοναχισμού[10] με έντονη την ακαμψία στην τυπική θρησκευτικότητα. Κατά την παρούσα περίοδο και αυτή η ίδια η πνευματική ζωή έχει θεσμοποιηθεί και τυποποιηθεί. Έτσι, οι περισσότεροι μοναχοί αδιαφορούν για την συνεχή πνευματική εγρήγορση, την πατερική νήψη, και στρέφονται προς τα υλικά αγαθά[11]. Οι φιλοκαλικοί Πατέρες του σχετικά πρόσφατου γι’ αυτούς παρελθόντος, οι γνωστοί με το ειρωνικό επίθετο «Κολλυβάδες»[12] και τα έργα των Νηπτικών Πατέρων, που αυτοί φιλοπόνησαν, αγνοήθηκαν στην πράξη. Η φιλοκαλική αναγέννηση, που ξεκίνησε από το Άγιον Όρος στα τέλη του 18ου αιώνα και προέκυψε από το αποκαλούμενο Κίνημα των «Κολλυβάδων» με σκοπό την πνευματική αναβάπτιση διά της επιστροφής στους Πατέρες, πέρασε στο περιθώριο της περιφρονήσεως. Συνακόλουθα, η νηπτική και ησυχαστική βιωτή του γέροντα Ιωσήφ εμφανίζεται εξωτερικώς και ποιοτικώς ανόμοια προς το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του, γι’ αυτό και προκαλεί την δυσμένεια[13], την αμφισβήτηση, αλλά και την έντονη αντιπαράθεση και απόρριψη από τους συγχρόνους του ασκητές[14]. Την περίοδο αυτή σπανίζει η εμφάνιση πρακτικών πνευματικών οδηγών με την αγιοπνευματική διάκριση των πνευμάτων[15]. Η αλλοτρίωση από την ησυχαστική και φιλοκαλική Παράδοση της Εκκλησίας, η αμάθεια και η έλλειψη πνευματικής διακρίσεως[16] έχουν φτάσει σε τέτοιο βαθμό στην εποχή του, ώστε, όποιος μιλά για την θεία Χάρη και την κάθαρση του έσω ανθρώπου από τα πάθη να θεωρείται πλανεμένος[17], ενώ η νοερά εργασία και η νοερά προσευχή να θεωρείται κάτι ως αίρεση[18]. Αυτά τα τελευταία ανακαλούν στη μνήμη μας τον πνευματικό του προπάτορα[19] άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο και την εποχή του, η οποία αντιδρούσε κατά ανάλογο τρόπο στην ζωντανή χαρισματική εμπειρία του.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα το γεγονός, ότι ο φιλοκαλικός μας γέροντας Ιωσήφ υπήρξε θεοδίδακτος[20]. Έτσι, παρότι κατά κόσμον αγράμματος, μιλά ως ώριμος και έμπειρος επιστήμονας[21], ως εξουσία έχων στα πνευματικά, γιατί έμαθε «παθών τα θεία[22]. Έμαθε όσα διδάχθηκε από τις θεοπρεπείς θεωρίες[23]. Πρώτα είδε τον Θεό και μετά μίλησε γι’ αυτόν. Γι’ αυτό και ο λόγος του έχει αποδεικτικό χαρακτήρα[24]. Οι Επιστολές και όλα τα κείμενά του γράφονταν μετά από πολύωρη προσευχή[25]. Αλλά και το εικοσιτετράωρο πρόγραμμά του ήταν αυστηρά καθορισμένο μέχρι λεπτομερειών, και απόλυτα προσαρμοσμένο στην αγιοπνευματική ησυχαστική ζωή[26]. Γι’ αυτό, άλλωστε, και όταν παραβιάζονταν αυτή η τάξη της ιεράς ησυχίας, διαπίστωνε εμπειρικώς, ότι βλάπτονταν πνευματικώς[27].

ΙΙ. Εμπειρική Θεολογία
Η ησυχαστική και φιλοκαλική Παράδοση καθεαυτήν έχει θεολογικές προϋποθέσεις και στέρεη θεολογική υποδομή, που διασφαλίζουν και την εκκλησιαστικού χαρακτήρα αυθεντικότητά της. Ο φιλοκαλικός λόγος του μακαριστού ησυχαστή μας έχει βιωμένες τις θεολογικές προϋποθέσεις, και παρά την απλοϊκή διατύπωσή του έχει μεγάλη θεολογική βαθύτητα. Είναι οργανικά και άρρηκτα συνδεδεμένος με την αγιοπνευματική ζωή και προβάλλει με τον δικό του τρόπο τον εμπειρικό χαρακτήρα της πίστεως. Η θεολογία του είναι σύντομη αλλά ελκυστική, γιατί αναδύεται ζωντανή, ως βιωμένη έκφραση του ζωοποιού Πνεύματος του Θεού. Αποτελεί αποκωδικοποιημένη ανάπτυξη της ευαγγελικής διδασκαλίας, ξένη προς κάθε ορθολογισμό και θεολογικό στοχασμό.
Η θεολογία του είναι εμπειρική – βιωματική – χαρισματική. Αποτελεί κτιστή έκφραση της εμπειρίας του ακτίστου Θεού και των μυστηρίων του[28], του ακτίστου φωτός[29], του χώρου και του τρόπου της παρουσίας του Θεού[30].
Θα αναφερθούμε δειγματοληπτικώς σε ορισμένες μόνο πλευρές της θεολογίας του παρακάμπτοντας την άριστη και πρωτογενούς χαρακτήρα θεολογία του για το άκτιστο φως, επειδή γι’ αυτήν θα γίνει λόγος σε ειδική Εισήγηση. Θα πούμε μόνον, ότι είναι πολύ σαφής και χαρακτηριστική η Τριαδοκεντρικότητα της φιλοκαλικής διδασκαλίας του, η οποία έχει πολλαπλώς τεκμηριωμένο το αντίκρισμά της στην ησυχαστική ζωή του,[31] πράγμα που διασφαλίζει την αυθεντικότητά της. Γνωρίζει και βιώνει τον αναστάσιμο χαρακτήρα της Κυριακής και όλης της Πεντηκοστής, γι’ αυτό και συνιστά την τήρηση του Κανόνα (20ος της Α’ Οικ. Συνόδου), που αφορά την απαγόρευση της γονυκλισίας[32]. Εντυπωσιάζει η Κτισιολογία[33] και η θεολογική Ανθρωπολογία του[34]. Κάνει λόγο για «άφωνη θεολογία της αλόγου φύσεως»[35] και με τα γυμνασμένα και πνευματικώς εμπλουτισμένα αισθητήριά του βλέπει τα όντα, έμψυχα και άψυχα, «διά της εναρμονίου φωνής τους»[36] να υμνολογούν τον Θεό και να επαληθεύονται, έτσι, όσα ψάλλει η Εκκλησία στη Θεία Λατρεία, («πάσα πνοή και πάσα κτίσις Σε δοξάζει Κύριε …»), και διαβεβαιώνει ο Ψαλμωδός, («οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού …»). Αλλά και με την αναφορά του στη διήγηση της Γενέσεως σημειώνει εύστοχα την χαρισματική συγγένεια του ανθρώπου με τον Θεό, την οποία θεμελιώνει θεολογικά στο εμφύσημα του Θεού, προκειμένου να προβάλλει την δυνατότητα για πραγματική-χαρισματική ομοίωση με το Θεό[37], όντας, έτσι, απόλυτα σύμφωνος με την αντίστοιχη διδασκαλία του Μ. Βασιλείου, αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Εντοπίζει το «κατ’ εικόνα» στο λογικό της ψυχής και το «καθ’ ομοίωσιν» στις αρετές[38], ενώ παράλληλα προσδιορίζει με θεολογική ακρίβεια, πότε ο άνθρωπος βρίσκεται στο «κατά φύσιν», στο «παρά φύσιν» ή στο «υπέρ φύσιν»[39].

ΙΙΙ. «Πράξις» και «Θεωρία»
Η ησυχαστική Παράδοση της Εκκλησίας μας στηρίζεται πάνω στην «πράξη» και οικοδομείται φιλοκαλικώς διά της «θεωρίας». Ο τιμώμενος με το Συνέδριό μας αγιορείτης ησυχαστής π. Ιωσήφ χαρακτηρίζει ως «πράξη», όσα τελούνται «διά του σώματος», και ως «θεωρία», «όσα εργάζεται νοερώς η διάνοια»[40].
Η άσκηση της «πράξεως» εντάσσει τον πιστό στην κατάσταση της καθάρσεως της ψυχής από τα πάθη. Παρέχει βαθειές ρίζες, που φτάνουν στο πνευματικό ύδωρ, το οποίο θα φωτίσει το πνευματικό σκότος του, που τώρα εναλλάσσεται μέσα του με το φως[41]. Και παρά «την πολλήν γλυκύτητα και την άμετρη χαρά, που αισθάνεται η καρδιά», αλλά και όταν «ο νους γίνει όλος οφθαλμός», τα μέτρα της χαρισματικής αυτής καταστάσεως δεν είναι μεγάλα, αλλά είναι τα μέτρα των αρχαρίων[42], κατά τον νηπτικό μας Πατέρα.
Από την «πράξη» ο αγωνιζόμενος πιστός φτάνει σταδιακά στην «θεωρία» διά του «φωτισμού της γνώσεως». Ο «φωτισμός», διευκρινίζει ο π. Ιωσήφ, είναι οι οφθαλμοί, διά των οποίων βλέπει ο νους εκείνο, όπου δεν έβλεπε πρώτα[43].
Η «θεωρία» αποτελεί την υψηλότερη βαθμίδα της πνευματικής ανόδου[44]. Ως πρώτη «θεωρία» κατονομάζει ο ησυχαστής μας την «θεωρία των όντων»[45]. Κατά την «θεωρία» αυτή, την οποία περιγράφει αναλυτικά, «ο νους απλούται και γίνεται άλλος εξ άλλου. Φωτίζεται. Είναι όλα ανοικτά εις αυτόν. Πληρούται σοφίας»[46]. Και σε άλλη συνάφεια θα κάνει λόγο για χαρισματική διεύρυνση των οντολογικών ορίων του νου· «ο νους απλώνει», σημειώνει, «έχων μεγάλη χωρητικότητα»[47]. Η πνευματική θεωρία, που ακολουθεί, χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως άνοδος στους ουρανούς διά της θείας Χάριτος. «Αντικείμενο» της θεωρίας αυτής είναι «τα απόρρητα κάλλη του Παραδείσου»[48]. Στο στάδιο αυτό έχει πλήρως μεταμορφωμένες τις αισθήσεις και στην καρδιά του καίει το πυρ της θείας αγάπης. Πέρα από τις πολλές φωτοφάνειες ο μακαριστός ησυχαστής μιλά συχνά για θεοφάνειες, για θέα του ίδιου του Χριστού και καταθέτει την συνομιλία μαζί του[49].
Αποτελεί κοινό τόπο της ασκητικής και φιλοκαλικής Γραμματείας, ότι η θεοπτία αποτελεί δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο. Ωστόσο, η δωρεά αυτή δεν είναι και απροϋπόθετη. Βασική προϋπόθεση της θεοπτίας, παρατηρεί ο π. Ιωσήφ, είναι η τήρηση των εντολών του Θεού[50]. Τούτο μας παραπέμπει τόσο στους λόγους του Χριστού όσο και στους μεγάλους φιλοκαλικούς Πατέρες, όπως τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, για να περιοριστώ σ’ αυτούς. Η θεωρία όμως και η θεοπτία δεν διασφαλίζουν τον άνθρωπο από την πτώση. Γι’ αυτό και ο έμπειρος ησυχαστής συνιστά: «Εφ’ όσον είμεθα εις την ζωήν, ποτέ μη θαρρεύσης εις τον εαυτόν σου, καν ανέβης έως εβδόμου ουρανού, καν ίδης όλας τας φύσεις των μυστηρίων»[51].
Πέρα όμως από την προϋπόθεση της θεοπτίας η βίωση ορισμένων αρετών έχει ιδιάζουσα βαρύτητα στα κείμενα του π. Ιωσήφ για την ησυχαστική και φιλοκαλική ζωή. Γι’ αυτό και θα τις παρουσιάσουμε συνοπτικώς.
IV. Η βίωση των αρετών της υπακοής, της ταπεινώσεως και της αγάπης
α) Η αρετή της υπακοής
Η υπακοή αποτελεί «την υψηλοτάτη των αρετών», σημειώνει ο νηπτικός πατέρας, γιατί δι’ αυτής ο άνθρωπος γίνεται μιμητής του Χριστού[52]. Τούτο υπογραμμίζει και ο ησυχαστής άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. «Η υπακοή κόβει διά μιας όλα τα πάθη», λέει, «και δι’ αυτής γίνεται κανείς μιμητής και δούλος Χριστού»[53]. Το φορτίο της υπακοής, θα μας πει ο π. Ιωσήφ, «λογίζεται σύνοψις των λοιπών αρετών, όπως και ο σταυρός των παθών του Κυρίου». Γι’ αυτό και με την υπακοή είναι άμεσα διασφαλισμένη η είσοδος στη βασιλεία του Θεού. «Διά της υπακοής ως διά σταυρού», παρατηρεί, «εισερχόμαστε εις την Βασιλείαν»[54].
Η υπακοή προϋποθέτει την εκκοπή του ιδίου θελήματος και έχει ως συνέπεια την χωρίς πολύ κόπο πνευματική προκοπή[55]. Αποτελεί ασφάλεια πνευματική και τον συντομότερο τρόπο για να λάβει κανείς την θεία Χάρη[56]. Η οδός της υπακοής είναι απλανής. «Ομολογώ ειλικρινώς μεθ’ όλης της ισχύος, εν πλήρει επιγνώσει», διαβεβαιώνει με έμφαση ο μακαριστός γέροντας, «ότι άλλη οδός σωτηρίας δεν υπάρχει απέχουσα από κάθε πλάνην και ενέργειαν του εχθρού ως αυτή»[57]. Ο διάβολος δεν έχει εξουσία να υπεισέλθει εκεί, όπου ασκείται η υπακοή και κυριαρχεί «ο σύνδεσμος της αγάπης»[58]. Αντίθετα, η παρακοή οδηγεί στην πλάνη[59]. Η απείθεια στο γέροντα, θα μας πει ο φιλοκαλικώτατος άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ενοικίζει μέσα μας τον πονηρό[60]. Η υπακοή ή η παρακοή, κατά τον γέροντα Ιωσήφ, δεν αποτελεί αυτονομημένη αρετή ή κακία, αλλά έχει την αναφορά της στον ίδιο τον Θεό, σ’ αυτόν διαβιβάζεται[61].
Τον δρόμο της υπακοής χάραξε πρώτος ο ίδιος ο Χριστός γενόμενος υπήκοος στον άναρχο Πατέρα μέχρι του σταυρικού θανάτου[62], και, έτσι, έγινε το πρότυπο υπακοής για μας[63].

β) Η αρετή της ταπεινώσεως
Πραγματική ησυχαστική ζωή χωρίς αυτοεπίσκεψη και αυτοέλεγχο είναι πρακτικώς αδύνατη[64]. Από την αυτοεπίσκεψη προκύπτει η αυτογνωσία «ότι είσαι μηδέν. Αυτή είναι η ύπαρξή σου», σημειώνει ο αγιορείτης ησυχαστής. «Η καταγωγή σου είναι ο πηλός»[65]. Η μνήμη της καταγωγής του ανθρώπου ταπεινώνει το φρόνημά του. «Έλαβε χώμα, όπου είναι η ταπεινότερη ύλη», σημειώνει, «διά να είναι (ενν. ο άνθρωπος) πάντοτε ταπεινός· ουδέν του χώματος ταπεινότερον»[66]. Αυτό είναι η ταπείνωση του ανθρώπου[67]. Η ταπείνωση, ως βιωματική αποδοχή, απαιτεί χρόνο, δοκιμασίες και μεγάλους, υπέρ φύσιν, πειρασμούς, που πείθουν εμπειρικώς για την ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως[68]. Στο σημείο αυτό ξαναζωντανεύει και επικαιροποιεί όσα αντίστοιχα έχει γράψει για την σχέση των πειρασμών με την ταπείνωση ο καθηγητής της ησυχίας άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «το καύχημα της ησυχίας και η παρηγορία των ασκητών»[69].
Άλλος ασφαλής τρόπος βιωματικής προσεγγίσεως της ταπεινώσεως είναι η άσκηση της τέλειας και αδιάκριτης υπακοής. «Εξ αυτής γεννάται ταπείνωσις», σημειώνει χαρακτηριστικά[70]. Είναι τόσο μεγάλη η σημασία της ταπεινώσεως για την πνευματική πρόοδο του ανθρώπου, ώστε η πρόοδος αυτή να εξαρτάται από τον βαθμό της ταπεινώσεώς του[71]. Και τούτο, επειδή η ταπείνωση αποτελεί την «πρώτη αιτία», που ελκύει, συγκρατεί και αυξάνει την θεία Χάρη στον άνθρωπο, αλλά και τον προωθεί στην πρώτη βαθμίδα της θεωρίας, που είναι η θεωρία της φύσεως[72].
Η γνήσια ταπείνωση συνδέεται αρρήκτως με τα δάκρυα, την νοερά προσευχή, την ειρήνη της ψυχής και του σώματος, τα οποία αλληλοδιαδόχως γεννώνται το ένα από το άλλο[73]. Τέλος η άκρα ταπείνωση σε συνδυασμό με την υπομονή στους πειρασμούς ελκύει σε τέτοιο βαθμό την θεία Χάρη, που οδηγεί τον άνθρωπο σταθερά στην κατά χάρη θέωσή του[74].
Αλλά, όπως η αυτογνωσία γεννά την ταπείνωση, έτσι και η αγνωσία «τίκτει την έπαρση». Η αγνωσία καθεαυτήν είναι «σκότος ψυχής»[75], που οφείλεται στην αμαρτία. Από την αγνωσία «γεννάται υπερηφάνεια και σκληρύνεται η καρδία»[76], θα μας πει ο φωτισμένος ησυχαστής, για να προχωρήσει και σε μία πνευματικού χαρακτήρα διάγνωση της σχέσεως των αιρετικών με την Ορθοδοξία. Το αταπείνωτο φρόνημα, παρατηρεί, είναι ο βασικός λόγος της μη επιστροφής των αιρετικών στην Ορθοδοξία της πίστεως: «Εις αυτό το αταπείνωτον φρόνημα εμφωλεύει ο πολύς εκείνος εγωισμός, η εωσφορική υπερηφάνεια, όλων των πλανεμένων, που δεν θέλουν να επιστρέψουν».[77]

γ) Η βίωση της αγάπης
Η ησυχαστική ζωή στοχεύει ουσιαστικά στη βίωση της αγάπης του Θεού, η οποία προσεγγίζεται με την τήρηση των εντολών του[78]. Η αγάπη, άλλωστε, προς τον Θεό και τον πλησίον συνοψίζει κατά την λακωνική ρήση του Χριστού «τον Νόμο και τους Προφήτες». Τηρώντας τις δύο αυτές εντολές, σημειώνει ο έμπειρος ησυχαστής, «και χωρίς να κοπιάσεις πολύ να κάμης αγώνας, συντόμως φθάνεις εις μεγάλα μέτρα».[79] Την ασφαλέστερη όμως προσέγγιση του Θεού διασφαλίζει η τήρηση της πρώτης και μεγάλης εντολής για την αγάπη του Θεού[80]. Ο Θεός εμφανίζεται κατά κάποιο τρόπο ζηλότυπος. «Δεν θέλει να αγαπήσης κανένα πράγμα περισσότερο απ’ αυτόν».[81] Τηρώντας όμως ο άνθρωπος την πρώτη εντολή, δημιουργεί τις προϋποθέσεις της Θεοφάνειας στην καρδιά του, σύμφωνα με την αδιάψευστη μαρτυρία του Χριστού. «Τότε θα έρθη μέσα σου ο Χριστός», σημειώνει, «όπου είναι ο Λόγος, συν τω Πατρί και τω Πνεύματι, και μονήν υπεσχέθη, και έσει ναός»[82].
Στο σημείο αυτό ο αγιορείτης ησυχαστής μας κάνει μία θεμελιακού χαρακτήρα διευκρίνιση, που αποδεικνύει περίτρανα την βαθύτητα και λεπτότητα του φωτισμένου νου του. Έχοντας προσωπική-βιωματική εμπειρία της ακτίστου θεοποιού ενεργείας, ως «διαβεβηκώς εν θεωρία», κάνει σαφή διάκριση κτιστού και ακτίστου. «Άλλο μεν είναι εντολή αγάπης εξ έργων τελουμένης προς την αλληλοφιλαδελφίαν», παρατηρεί χαρακτηριστικά, «και άλλο είναι ενέργεια της θείας αγάπης». Και συνεχίζει διευκρινίζοντας αναλυτικότερα: «το μεν πρώτον δύνανται όλοι οι άνθρωποι, εάν θελήσουν και βιαστούν να το πληρώσουν, το δε δεύτερον όχι. Καθότι μήτε εξ έργων ημών γίνεται, μηδέ της ημετέρας θελήσεως είναι να γένη, εάν θέλωμεν, όταν θέλωμεν, και όπως θέλωμεν. Αλλά τούτο έγκειται εις την πηγήν της αγάπης, τον γλυκύτατόν μας Ιησούν, όπου μας δίδει, εάν θέλη, όπως θέλη, και όποτε Αυτός θέλη»[83]. Άλλο είναι η κτιστή αγάπη μας, ακόμη και όταν τηρούμε την εντολή του Θεού, και άλλο η άκτιστη αγάπη, ως ενέργεια του Θεού[84]. Η κτιστή αγάπη, και ως ανταπόκριση του ανθρώπου στην κλήση της τηρήσεως της εντολής της αγάπης, αποτελεί απλώς τον δρόμο προς την άκτιστη Πηγή, όχι όμως την ίδια την άκτιστη Πηγή[85]. «Είναι μεν εντολή του Θεού», σημειώνει, «αλλ’ όχι και ο Θεός»[86].
Κατά συνέπεια, εύλογη είναι και η αδυναμία του ανθρώπου να εκφράσει την άκτιστη αυτή αγάπη του Θεού με κτιστό τρόπο. Η μόνη δυνατότητα υπάρχει, όταν ο ίδιος ο Θεός δώσει στον άνθρωπο τη σοφία, τη γνώση και την ενέργεια του λόγου αυτής της εκφράσεως[87].
Όταν κάποιος βιώνει την άκτιστη αγάπη του Θεού, βρίσκεται έξω από τα συνηθισμένα μέτρα των ανθρώπων. Τότε «ει τι γράφει, ει τι λαλεί, κλίνει προς αμετρίαν». Παρά ταύτα, «ό,τι και αν λέγη έναντι της πυριφλεγούς αίγλης της θείας αγάπης, όλα είναι μικρά όπου λάλεί»[88]. Μέσα στο πλαίσιο αυτό κατανοείται και η υπερβολή της ανιδιοτελούς αγάπης του γέροντα προς τον υποτακτικό του, όταν του λέγει: «Άκουσον της φωνής μου. Μη απελπίζεσαι. Μαζί θα πάμε εις τον Παράδεισον. Και αν δεν βάλω εσένα, μήτε εγώ δεν καθέζομαι μέσα».[89]
Οι αρετές βέβαια καλλιεργούνται όλες μαζί και όχι κατά τρόπο αυτονομημένο.[90]
Κλείνοντας θα υπογραμμίσουμε την συμφωνία του ησυχαστή μας με όλη την φιλοκαλική Παράδοση στο σοβαρότατο θέμα της σχέσεως ανάμεσα στην παρούσα και τη μέλλουσα ζωή. Η παρούσα ζωή, κατά τον αγιορείτη γέροντα ησυχαστή, προσδιορίζει αποφασιστικά την ποιοτική κατάσταση της μέλλουσας ζωής και αποτελεί πρόγευσή της. Στο μέτρο της καθάρσεως και του φωτισμού της ψυχής, που πραγματοποιήθηκε στην παρούσα ζωή, θα μετάσχει κανείς στη μέλλουσα αιώνια ζωή. «Αναλόγως δε την κάθαρσιν της ψυχής και τον φωτισμόν, όπου έλαβεν ο καθείς μας εδώ,» σημειώνει, «τόσο θα βλέπη τον Χριστόν εκεί πλησιέστερον, καθαρώτερα, και θα απολαμβάνη την Αυτού ευωδίαν»[91]. Αλλά και στην παρούσα ζωή «εντρυφά εις θεωρίας μυστηρίων. Αυτός, είναι από εδώ μέσα εις τον Παράδεισον»[92]. Κατά συνέπεια, δίνει σαφώς το μήνυμα για καταξίωση και της παρούσας ζωής, αφού σ’ αυτήν τα έσχατα γίνονται παρόντα και βιούνται με την μορφή αρραβώνα. Αυτήν την καλή αγγελία προβάλλει ο αγιορείτης ησυχαστής π. Ιωσήφ ως συνεχιστής της ησυχαστικής και φιλοκαλικής Παραδόσεως της Εκκλησίας στις μέρες μας. Η μεγαλύτερη τιμή και ο καλύτερος έπαινος για το πρόσωπό του θα ήταν, κατά την γνώμη μας, να λάβουμε αυτό το μήνυμα και να το βιώσουμε μιμούμενοι κατά το δυνατόν την αγιοπνευματική εν Χριστώ ζωή του.


[1]  Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ο γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η πατερική Παράδοσις, Αθήνα 1997, σ. 192.
[2]  Βλ. ό.π., σ. 19
[3]  Βλ. ό.π., σ. 186.
[4]  Βλ. Επιστολή 26, στο Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, Άγιον Όρος 62003, σ. 157.
[5]  Βλ. Επιστολή 11, ό.π., σ. 89.
[6]  Βλ. Επιστολή 11, ό.π., σ. 90-91.
[7]  Βλ. «Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ», στο Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Βίος-Διδασκαλία-«Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ», Άγιον Όρος 52001, σ. 299.
[8]  Βλ. Επιστολή 27, στο Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, σ. 162.
[9]  Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η πατερική Παράδοσις, σ. 187.
[10] Βλ. Επιστολή 42, ό.π., σ. 254.
[11] Βλ. Επιστολή 11, ό.π., σ. 92.
[12] Πρόκειται κυρίως για τους αγίους: Μακάριο Νοταρά, επίσκοπο Κορίνθου, Νικόδημο αγιορείτη και Αθανάσιο Πάριο. Το 1782 ο άγιος Νικόδημος εκδίδει στη Βενετία τη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών συνερανισθείσαν παρά των αγίων και θεοφόρων Πατέρων…, που φιλοπόνησε πρώτος ο άγ. Μακάριος και επεξεργάστηκε και συμπλήρωσε ο άγιος Νικόδημος. Βλ. και Γ. Μαντζαρίδη Πρόσωπο και θεσμοί, Θεσ/νίκη 1997, σ. 152.
[13] Βλ. Επιστολή 11, ό.π., σ. 93.
[14] Βλ. Επιστολή 11, ό.π., σ. 158.
[15] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 7, ό.π., σ. 429.
[16] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 299.
[17] Βλ. Επιστολή 42, ό.π., σ. 258.
[18] Βλ. Επιστολή 48, ό.π., σ. 281.
[19] Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Πρόσωπο και θεσμοί, Θεσ/νίκη 1997, σ. 148.
[20] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ,  Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 24.
[21] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η πατερική Παράδοσις, σ. 20.
[22] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ,  Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 27.
[23] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η πατερική Παράδοσις, σ. 16 και σ. 82.
[24] Βλ. ό.π., σ. 15.
[25] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ,  Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 29.
[26] Βλ. ό.π., σ. 159, 160, 223, 224, 397, 400.
[27] Βλ. Επιστολή 27, ό.π., σ. 162.
[28] Βλ. Επιστολή 43, ό.π., σ. 264-265.
[29] Βλ. Επιστολή 39, ό.π., σ. 237.
[30] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ,  Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 19.
[31] Βλ. Επιστολή 52, ό.π., σ. 293, και Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 292.
[32] Βλ. Επιστολή 56, ό.π., σ. 273.
[33] Βλ. Επιστολή 56, ό.π., σ. 310.
[34] Βλ. Επιστολή 63, ό.π., σ. 333.
[35] Βλ. Επιστολή 57, ό.π., σ. 315.
[36] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 330.
[37] Βλ. Επιστολή 63, ό.π., σ. 333.
[38] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 13, ό.π., σ. 462.
[39] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 11, ό.π., σ. 452.
[40] Βλ. Επιστολή 9, ό.π., σ. 79.
[41] Βλ. Επιστολή 5, ό.π., σ. 57.
[42] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 2, ό.π., σ. 402.
[43] Βλ. Επιστολή 9, ό.π., σ. 82.
[44] Βλ. Επιστολή 9, ό.π., σ. 80.
[45] Βλ. Επιστολή 9, ό.π., σ. 87.
[46] Βλ. Επιστολή 10, ό.π., σ. 87-88.
[47] Βλ. Επιστολή 35, ό.π., σ. 209.
[48] Βλ. Επιστολή 18, ό.π., σ. 123.
[49] Βλ. Επιστολή 37, ό.π., σ. 219.
[50] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 12, ό.π., σ. 257.
[51] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 9, ό.π., σ. 442.
[52] Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 7, ό.π., σ. 430.
[53] Βλ. Φιλοκαλία, τόμ. Δ’, Αγ. Γρηγορίου του Σιναΐτου, Κεφάλαια πάνυ ωφέλιμα, κεφ. 107, σ. 33.
[54] Βλ. Επιστολή 29, ό.π., σ. 169.
[55] Βλ. Επιστολή 14, ό.π., σ. 104.
[56] Βλ. Επιστολή 13, ό.π., σ. 99.
[57] Βλ. Επιστολή 14, ό.π., σ. 102.

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ΕΠΙΣΤΟΛΉ ΛΘ΄ Ἀδελφή μου ἠγαπημένη, χαίροις ἐν Κυρίῳ.







Ἀδελφή μου ἠγαπημένη, χαίροις ἐν Κυρίῳ. (ΛΘ΄).

Ἄφες τό ἴδιον θέλημα διά νά εὕρῃς τῆς ψυχῆς τήν εἰρήνην. Τό γάρ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου γέγονεν τεῖχος χαλκοῦν καί ἐμποδίζει τόν ἀπό Θεοῦ φωτισμόν καί τήν εἰρήνην.

Βλέπε παράδειγμα τόν γλυκύν Ἰησοῦν ὄστις ἐγένετο ὑπήκοος πρός τόν ἄναρχον Αὐτοῦ Πατέρα μέχρι θανάτου σταυρικοῦ. Δέδωκε τό σῶμα εἰς μάστιγας, τάς σιαγόνας εἰς ραπίσματα καί τό πρόσωπόν Του οὐκ ἀπεστράφη ἀπό ἐμπτυσμάτων. Ὁρᾷς, ἀδελφή μου, πόσην ἀγάπην ἔδειξε εἰς ἡμᾶς ὁ εὔσπλαχνος Κύριος; Λοιπόν, ἄς ἀφήσωμεν καί ἡμεῖς τά ἰδικά μας θελήματα· ἄς ἀφήσωμεν καί τοῖς πταίουσιν εἰς ἡμᾶς. Καί τότε μετά παρρησίας θά εἴπωμεν· "Ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν".

Πάντες γάρ ἄνθρωποι εἴμεθα ἐκ τοῦ χοός γεγενημένοι καί πάντες ἡμάρτομεν. Πηλός εἴμεθα, ἄγνοιαν ἔχομεν. Ὁ πηλός τόν πηλόν κλέπτει. Ὁ πηλός τόν πηλόν ὑβρίζει. Ὁ πηλός τόν πηλόν συκοφαντεῖ. Ὁ πηλός τοῦ πηλοῦ ἐπαίρεται. Ὁ πηλός τόν πηλόν πλουτεῖ. Ὁ πηλός τοῦ πηλοῦ ἄρχει. Ὁ
http://images.forwallpaper.com/files/thumbs/list/3/36401__mrs-forgiveness_t.jpg
πηλός τόν πηλόν δέρει. Ὁ πηλός τόν πηλόν φυλακίζει. Καί ἐν γένει· ὁ πηλός τοῦ πηλοῦ θεωρεῖται σοφώτερος,
δυνατώτερος, πλουσιώτερος, εὐγενέστερος, τιμιώτερος, πλουτο[νω ἀνησίαν καί ἄγνοιαν τῆς ἰδίας ὑπάρξεως· τοῦ πόθεν καί ποῦ εὑρέθη, πῶς ἐγεννήθη, τίς ὁ προορισμός του, ποῦ καταλήγει, τί τό μετά ταῦτα.

Ὅλα λοιπόν αὐτά, ἐπειδή τά κατεβρόχθισεν ἡ λήθη καί ἄγνοια καί γέγοννε χάος ἀναισθησίας, διά τοῦτο ὀδυνόμεθα ἐδῶ καί εἰς τήν ἄλλην ζωήν, ὅσοι ἀμετανόητοι. Καί ὠς ἐκ τούτου πρέπει ὄποιος βλέπει καλύτερα καί εἶναι ὀλίγον ξεσκοτισμένος νά συγχωρῇ καί νά συμπαθῇ τόν ὁμόψυχον, ὁμόπαθον πλησίον του ἀδελφόν.

...


Μακάριος ὅστις ὑπέμεινεν ἄχρι τέλους, τά πάντα καταφρονῶν· καί διά τῆς μακροθυμίας ὀλιγοστεύει τάς ἀκάνθας καί τούς τριβόλους, ἀφήνων νά γίνεται ζημία ἐπίγειος καί πλοῦτος ἐπουράνιος.



 
 ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀπό: Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ΕΠΙΣΤΟΛΉ ΛΗ΄ Ἠγαπημένη μου Μητέρα μετά πάντων τῶν ἀδελφῶν μου, συγγενῶν καί φίλων.



Ἠγαπημένη μο Μητέρα μετά πάντων τῶν ἀδελφῶν μου, συγγενῶν καί φίλων. (ΛΗ΄).

Ὄπου δέ ὀ Χριστός ἐκεῖ καί ὅλα τά ἀγαθά τῆς αἰωνίου ζωῆς καί τῆς παρούσης. Διά τοῦτο εἶπεν Αὐτός, ἠ μόνη Ἀλήθεια·  "ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν μου, καί ὅλα τά πρόσκαιρα μετά προσθήκης θά σᾶς τά δώσω".

Καί πάλιν εἶπε· "τί ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐάν κερδίσῃ τόν κόσμον ὅλον καί μείνῃ ἔξω τοῦ Παραδείσου";

Ποῖος λοιπόν ἀναμένων τοιαῦτα δέν παραβλέπει ὄλας τοῦ κόσμου τάς εἰρωνείας, συκοφαντίας καί ὕβρεις· ὅλας τάς ἀδικίας καί ἀνομίας τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων· ἕτι δέ καί τούς πειρασμούς καί τάς θλίψεις τῶν ἀσπλάγχνων δαιμόνων, διά νά γίνῃ ἄξιος τῆς οὐρανίου ἐκείνης χαρᾶς;
Ἄχ, καί ποῖος ἤθελεν εἶναι πλησίον μου νά ἤκουε τάς εὐχάς μου, τούς στεναγμούς τῆς καρδίας μου· νά ἔβλεπε καί τά δάκρυα ὅπου χύνω ὑπέρ τῶν ἐμῶν ἀδελφῶν; Ὅλην τήν νύκτα προσεύχομαι καί φωνάζω· ἤ σῶσε τούς δούλους σου Κύριε, ἤ καί ἐμένα σβῆσε· δέν θέλω Παράδεισον!

Ἐάν δι' ὅλον τόν κόσμον, ὄλην τήν δύναμιν ψυχῆς καί καρδίας ἐκχέωμεν πρός τόν Κύριον τῶν ἁπάντων, πόσον μᾶλλον δι' ὑμᾶς;

Λοιπόν ἀκούσατέ μου τοῦ ταπεινοῦ καί ἐλαχίστου μοναχοῦ καί μή μέ καταφρονήσετε ὡς ἀμαθῆ καί ἀγράμματον. Ἀνοίξατε τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς σας νά ἰδῆτε τί ὑπάρχει πέραν ἀπό αὐτήν τήν ζωήν.

Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου ἀγαποῦν τόν κόσμον, ἐπειδή δέν ἐγνώρισαν ἀκόμη τήν πικρία αὐτοῦ. Εἶναι ἀκόμη τυφλοί στήν ψυχήν, καί δέν βλέπουν τί κρύπτεται μέσα εἰς αὐτήν τήν προσωρινήν χαράν. Δέν ἦλθεν ἀκόμη εἰς αὐτούς φῶς νοητόν· δέν ἔφεξεν ἀκόμη ἡμέρα σωτηρίας.

Ὅμως ἐσεῖς, ὅπου τόσα ἔχετε ἰδεῖ καί ἀκούσει, πρέπει νά ἐννοήσετε, ὅτι τῶν προσκαίρων αἱ ἀπολαύσεις παρέρχονται ὡς σκιά. Καί ὁ καιρός τῆς ζωῆς μας φεύγει, περνᾷ, δέν γυρίζει ὀπίσω. Ὁ δέ καιρός τοῦ παρόντος βίου εἶναι καιρός θέρους καί τρυγητοῦ. Καί ὁ καθείς συνάγει τροφήν-ὅσον δύναται καθαράν-καί ταμιεύει εἰς τήν ἄλλην ζωήν.

Δέν κερδίζει ὁ ἔξυπνος, ὁ εὐγενής, ὁ ὁμιλῶν τορνευτά, ἤ ὁ πλούσιος· ἀλλ' ὅστις ὑβρίζεται καί μακροθυμεῖ, ἀδικεῖται κάι συγχωρεῖ, συκοφαντεῖται καί ὑπομένει· ἐκεῖνος πού γίνεται σπόγγος καί καθαρίζει ὅ,τι ἀκούει ὅ,τι τοῦ λέγουν, ὁποίας λογῆς καί ἄν εἶναι. Αὐτός καθαρίζεται καί λαμπρύνεται περισσότερον. Αὐτός φθάνει εἰς μέτρα μεγάλα. Αὐτός ἐντρυφᾷ εἰς θεωρίας μυστηρίων. Καί τέλος αὐτός εἶναι ἀπό ἐδῶ μέσα εἰς τόν Παράδεισον.

Καί ὅταν ἔλθῃ τοῦ θανάτου ἡ ὥρα ἐκείνη, μόλις κλείσουν τά μάτια αὐτά, ἀνοίγουν τά ἐσωτερικά-τῆς ψυχῆς. Καί ἐνόσῳ διανοῆται τά ἐκεῖθεν, εὐρίσκεται αἴφνης εἰς ἐκεῖνα πού ἐπεθύμει, χωρίς ποσῶς νά τό καταλάβῃ. Ἀπό σκότος μεταβαίνει εἰς φῶς, ἀπό θλίψεως εἰς ἀνάπαυσιν, ἀπό ζάλης εἰς λιμένα ἀτάραχον, ἀπό πολέμου εἰς εἰρήνην διηνεκῆ.

Ὅθεν, ἀδελφοί μου καλοί καί ἠγαπημένοι, ὅστις ἀδικεῖται ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ καί θελήσει ζητήσῃ τό δίκαιον, ἄς γνωρίζῃ ὅτι εἶναι αὐτό· νά βαστάζῃ τό βάρος τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ πληρίον του, μέχρις ἐσχάτης πνοῆς· καί νά κάμνῃ ὑπομονήν εἰς ὅλα τά λυπηρά τῆς παρούσης ζωῆς.


Διότι ἡ κάθε θλῖψις ὅπου μᾶς γίνεται, εἴτε ἐξ ἀνθρώπων, εἴτε ἐκ δαιμόνων, εἴτε ἐξ αὐτῆς τῆς ἰδίας μας φύσεως, πάντοτε ἔχει κλεισμένον ἐντός της τό ἀνάλογον κέρδος. Καί ὅποιος τήν ἀπερνᾷ δι' ὐπομονῆς λαμβάνει τήν πληρωμήν· ἐνταῦθα τόν ἀρραβῶνα κἀκεῖθεν τό τέλειον.

Χρεία λοιπόν τῆς ὑπομονῆς, καθάπες ἅλς ἐν φαγητῷ.


ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀπό: Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ΕΠΙΣΤΟΛΉ ΛΣΤ΄ Ἡ ἐντός τῆς καρδίας κυκλική προσευχή δέν φοβεῖται πλάνην ποτέ.





Ἡ ἐντός τῆς καρδίας κυκλική προσευχή δέν φοβεῖται πλάνην ποτέ. (ΛΣΤ΄).

..Διότι ἐκεῖνος πού θά πιασθῇ εἰς τήν πλάνην, ἐπειδή, ἐάν ὑπακούσῃ εἰς ἄλλον, εἶναι κίνδυνος νά ἀπαλλαγῇ ἀπ' αὐτήν, νά τόν χάσῃ ὁ πονηρός· δι' αὐτό τόν συμβουλεύει, τόν καταπείθει νά μήν πιστεύῃ πλέον ἄλλον κανένα, νά μή ὑπακούῃ εἰς ἄλλον ποτέ, ἀλλά στό ἑξῆς νά δέχεται μόνον τούς ἰδίους του λογισμούς, νά πιστεύῃ εἰς μόνην τήν ἰδικήν του διάκρισιν.

Εἰς αὐτό τό ἀταπείνωντον φρόνημα ἐμφωλεύει ὁ πολύς ἐκεῖνος ἐγωϊσμός, ἡ ἑωσφορική ὑπερηφάνεια τῶν αἱρετικῶν, ὅλων τῶν πλανεμένων πού δέν θέλουν νά ἐπιστρέψουν.

Λοιπόν ὁ Χριστός μας, ὅπου εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινόν, Αὐτός νά φωτίσῃ καί κατευθύνῃ τοῦ κάθε ἑνός τά διαβήματα, ὅπου θέλουν εἰς Αὐτόν νά προσέλθουν.


Σεῖς δέ, ἐάν ἀγαπᾶτε τήν νοεράν προσευχήν, πενθεῖτε κάι κλαίετε ζητώντας τόν Ἰησοῦν. Καί Αὐτός θά ἀποκαλυφθῇ ὡς ἐν ἐμπύρῳ ἀγάπῃ ὅπου καταφλέγει ὅλα τά πάθη. Καί θά γίνετε ὅπως ἕνας πολύ ἐρωτευμένος, ὄπου μόλις ἐνθυμηθῇ τό πρόσωπον πού ἀγαπᾷ, εὐθύς σκιρτᾷ ἡ καρδία του καί τρέχουν δάκρυα οἱ ὀφθαλμοί. Τοιοῦτος ἔρωτας θεῖος καί πῦρ τῆς ἀγάπης πρέπει νά καίῃ εἰς τήν καρδίαν. Ὅπου μόλις θά ἀκούσῃ ἤ θά εἰπῇ· -Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου, γλυκεῖα ἀγάπη! ἡ γλυκεῖα μου Μαννούλα, Παναγία Παρθένε!  εὐθύς νά τρέχουν τά δάκρυα.

Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔκαμαν πολλά ἐγκώμια εἰς τήν Παναγία μας. Μά ἐγώ ὁ πτωχός δέν ηὕρα πιό ὡραῖον ἐγκώμιον νά τήν ὀνομάσω καί πλέον γλυκύτερον, ὡς τό νά τήν φωνάζω εἰς κάθε στιγμήν·
-Μάννα μου! Γλυκειά μου Μαννούλα! εἰς χεῖρας σου ἡ ψυχή μου ἐξερχομένη νά ἔλθῃ καί δι' αὐτῶν νά δοθῇ εἰς τόν Πλάστην της, τόν Μονογενῆ Σου Υἱόν. Ἄλλο δέν ἀγαποῦμε γλυκειά μοας Μαννούλα, εἰμή ἐν καιρῷ πυρπολήσεως ἔρωτος θείου, ἐν τῇ πυριφλεγεῖ ψυχή μας καί σταματᾷ ὁ νοῦς καί πνέῃ εὐώδης πνοή ἐν αὔρᾳ λεπτῇ καί ὑπό τοῦ γνόφου καλύπτεται· ὅπου αἰ αἰσθήσεις παύουν καί βασιλεύει ὁ ποθητός, ὁ ἔρως, ἡ ἀγάπη καί ἡ ζωή, ὁ λγυκύς διαπαντός Ἰησοῦς.
http://www.eros-erotas.gr/wp-content/uploads/2010/08/erotas.jpghttp://users.sch.gr/xariskuts/images/Nimfios.JPG
Ὅθεν, τεκνία τοῦ ἐπουρανίου Πατρός καί τῆς Αὐτοῦ Βασιλείας κληρονόμοι, δράμετε, σπεύσατε, κλαύσατε, χαρῆτε, σταλάξατε δάκρυα ἀγάπης. Βυθίσατε τόν νοῦν σας εἰς τόν βυθίσαντα τό σῶμα Αὐτοῦ εἰς τήν γῆν διά νά σώσῃ ἡμᾶς. Ὁ γλυκύς Ἰησοῦς ἐκατέβη διά νά ἀναβῶμεν ἡμεῖς. Ἀπέθανε καί Ἀνέστη διά νά ἀναστήσῃ ἡμᾶς. Χαρῆτε, σκιρήσατε, ὅτι ἠξιώθημεν νά γίνωμεν τέκνα του, νά ἀπολαμβάνωμεν τά αἰώνια ἀγαθά του, καί ἐκ τῶν ᾦδε νά συγχαίρωμεν εἰς τήν ἄπειρόν του ἀγάπην.



ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀπό: Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ΕΠΙΣΤΟΛΉ ΛΕ΄ Τέμενεται ἡ εὐχή, παύουν τά μέλη, καί μόνον ὁ νοῦς θεωρεῖ μέσα εἰς ἄπλετον φῶς.




Τέμνεται ἡ εὐχή, παύουν τά μέλη, καί μόνον ὁ νοῦς θεωρεῖ μέσα εἰς ἄπλετον φῶς. (ΛΕ΄).
http://static.pblogs.gr/f/359310-kordis%202.jpg
Κάθε λογισμός ὅπου φέρει ἀπόγνωσιν καί λύπην πολλή, εἶναι τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἀτμίς τῶν παθῶν καί πρέπει εὐθύς νά τόν ἀποβάλῃς· μέ τήν ἐλπίδα πρός τόν Θεόν, μέ τήν ἐξαγόρευσιν στήν Γερόντισα (ἤ στόν Πνευματικό), μέ τάς εὐχάς τῶν μεγαλυτέρων, λγοιζομένη ὅτι δι' ἐσένα προσεύχονται καί ἐκλιπαροῦν τόν Θεόν.

Λύπη μικρά μετά χαρᾶς σύν δάκρυσι μεμιγμένη καί μέ παράκλησιν στήν ψυχήν εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν μᾶς ὁδηγεῖ πρός μετάνοιαν εἰς ὄ,τι καί ἄν σφάλλωμεν ἐφ' ὅρου ζωῆς.
Διώχνει τό σφάλμα τήν πρός Θεόν παρρησίαν, ἀλλ' ἡ μετάνοια εὐθύς τήν ἀνακαλεῖ. Δέν ἀπελπίζει ἡ χάρις. Ἀλλά συνεχῶς διεγείρει τόν πίπτοντα εἰς μετάνοιαν. Οἱ δέ λόγοι τοῦ δαίμονος εὐθύς τοῦ δίδουν ἀπόγνωσιν· τόν μαραίνουν ὡς τό χαλάζι πού πίπτει εἰς τά τρυφερά φυαλλαράκια, ὅπου νεωστί ἀνεφύησαν.

Πρόσχες λοιπόν εἰς αὐτό τό μαθηματάκι τῆς "πράξεως

Ὁπόταν βλέπῃς τήν χάριν νά ἐνεργῇ, καί εὐφραίνεται ἠ ψυχή σου καί σταλάζουν χωρίς βίαν τά δάκρυα-διά τά ἐλέη ὅπου σοῦ 'χάρισεν ὁ Θεός-ἐάν εἶσαι εἰς τήν προσευχήν, στάσου. Ὄρθια, ἐάν εἶσαι, μήν κινῇσαι. Ὅπου κάθεσαι, κάθου. Ἐάν εὔχεσαι, εὔχου, χωρίς λογισμόν νηπιώδη, καί δέχου τήν ἐπομβρίαν τοῦ Πνεύματος, ὅσον ἐπέλθῃ σοι. Καθότι καί εἰς τήν ἐργασίαν ἄν ἔλθῃ, ἐάν σηκωθῇς εἰς εὐχήν, διακόπτεται. Θέλει, ὅπου σέ ηὕρενν, ἐκεῖ νά σταθῇς. Νά μή γίνῃς ἐσύ τεχνίτης εἰς αὐτήν. Αὐτή ζητεῖ νά διδάξῃ τόν λογισμόν σου νά μήν πστεύῃς ποτέ εἰς τόν ἑαυτόν σου, ἐνόσῳ ὑπάρχεις εἰς αὐτήν τήν ζωήν.

Καί μιᾶς ἡμέρας βροχή οἰκονομεῖ τά φυτευθέντα εἰς τήν ψυχήν σου ὄλον τό διάστημα ὅπου φεύγει η χάρις.


ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀπό: Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ΕΠΙΣΤΟΛΉ ΛΔ΄ Εἰς ὅλους μας, παιδί μου, συμβαίνουν αὐταί αἱ ἀλλοιώσεις.





Εἰς ὅλους, παιδί μου, συμβαίνουν αὐταί αἱ ἀλλοιώσεις. (ΛΔ΄).

Κατά ἀλήθειαν, τέκνον μου, μέγας ὁ ἀγών κατά τῶν παθῶν, ἀλλά χάριτι Θεοῦ ὅλα κατορθοῦνται· καί τῇ Αὐτοῦ βοηθείᾳ, τά ἀδύνατα δυνατά γίνονται.

Εἰς ὅλους μας, παιδί μου, συμβαίνουν αὐταί αἱ ἀλλοιώσεις, ἀλλά θέλει εἰς τόν ἀγῶνα ὐπομονήν καί ἐπιμονήν.

Ὅλαι αὐταί αἸ ἀνωμαλίαι, ἡ ταραχή, τό μῖσος, ἠ ἀποστροφή, κινήσεις ἄγριαι τῶν παθῶν, ὅλα εἶναι τοῦ Σατανᾶ. Καί θέλουν ὅλα ἐξ ἴσου ἀποστροφήν. Μέ τό τό ζόρι, μέ πόνον, μέ θλῖψιν. Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς. Προτοῦ εἰσέλθουν αὐτοί καί πιάσουν τάς νομάς καί κόψουν τά ὕδατα ἔξωθεν καί λιμοκτονήσουν τήν ψυχήν ἀπό τήν οὐράνιον δρόσον.

Βλέπεις; Ὅταν γίνεται συγκατάθεσις εἰς τούς λογισμούς, ὅπου σπέρνει ὁ πονηρός, τότε σοῦ κόπτει ἀμέσως τήν παρρησίαν τῆς προσευχῆς.


Ἰδού ὅπου σοῦ ἔκοψεν ἔξω τά ὕδατα, τῆς ψυχῆς τήν τροφήν, καί θά λιμοκτονήσῃς εἰς ὀλίγας ἡμέρας. Ἐνῷ εἰς τήν ἀρχήν ἠμπορεῖς μέ ὀλίγην ἀντίρρησιν νά τούς ἀπομακρούσῃς. Καί σύ ἀμελεῖς καί χαυνώνεσαι προσέχων ἐπιμελῶς τοῖς αὐτῶν λεγομένοις. Ὅταν ἔμβουν αὐτοί, θά μᾶς σύρουν αἰχμαλώτους.

Πρόσεχε καί μή δίδῃς ἐμπιστοσύνην, κἄν νά νομίζῃς πώς ἔφυγαν. Δι' ὀλίγον τούς διώχνουν αἸ εὐχαί τῶν μεγαλυτέρων σου, ἀλλά αὐτοί πάλιν γυρίζουν. Ἡ χάρις τούς ἀναχαιτίζει, διά νά ἐνθαρρυνθῇ ἡ ψυχή, ἀλλά καί πάλιν αὐτοί ἐπιστρέφουν.

Ὅμως ἐν καιρῷ τῆς εἰρήνης ἐσύ μή ἀμελῇς, ἀλλά προσεύχου, κάμνε διόρθωσιν, ἑτοιμάζου πρός πόλεμον. Δίδε θάρρος τοῦ ἑαυτοῦ σου. Ἔχε ὑπομονήν. Κάμνε τελείαν ὑπακοήν. Ἔτσι δύνασαι χωρίς ἄλλο νά λάβῃς ἀπαλλαγήν μίαν ἡμέραν. Ἀλλά μέ ἀγῶνα πολύν καί πολλήν προσοχήν.



ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀπό: Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ΕΠΙΣΤΟΛΉ ΛΓ΄ Δέν ἠμπορῶ νά σᾶς περιγράψω πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τήν σωφροσύνην καί καθαρότητα.




Ἡ δέ μικροψυχία εἶναι μήτηρ τῆς ἀνυπομονηρίας. (ΛΓ΄).


Μή χαυνώνεσαι καί δέχεσαι λογισμούς. Φώναζε συνεχῶς τόν Χριστόν.
Προτοῦ ὁ πειρασμός προλάβῃ νά σχεδιάσῃ τόν λογισμόν εἰς τόν νοῦν σου, ἐσύ νά τόν χαλᾷς μέ τήν εὐχήν. Μήν τόν ἀφήνῃς.
Ἀλλά, ὅταν ἐσύ ἀφήνῃς τές ἀκαθαρσίες πού ρίχνει μέσα σου ὁ ἐχθρός, λοιπόν ἐντός ὀλίγης ὥρα σέ ἔχωσεν μέσα εἰς αὐτές. Κατόπιν, τί ἀγώνας, διά νά καθαρισθῇς! Ὅθεν βιάσου. Θέλει κόπον καί πόνον, ὄχι ἀστεῖα!  Αἷμα θά στάξῃ ἡ καρδία σου. Πικρίαν, φαρμάκι θά πιῇς, καί ἔτσι θά λάβῃς ἐλευθερίαν, νά γλυκανθῇς.

Μή νομίσῃς μικρόν τόν ἀγῶνα. Ὡσάν τρελλή πρέπει νά φωνάζῃς: Ἰησοῦ μου σῶσον με!  Παναγία Θεοτόκε βοήθει μοι! Ὡσάν μηχανή νά πηγαίνῃ ἡ γλῶσσα σου: -Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!  Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!  Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με!  Καί, ὅταν κουράζεσαι θά σοῦ ἔρχεται παράκλησις ὅπου δέν τήν ἐγεύθης ποτέ. Εἰ δέ καί ἀργεῖς ὅπως τώρα καί ἀμελεῖς, εἰς τόν αἰῶνα δέν θεραπεύεσα.
...
Δέν ἠμπορῶ νά σᾶς περιγράψω πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τήν σωφροσύνην καί καθαρότητα. Ἐπειδή Αὐτή εἶναι ἡ μόνη ἁγνή Παρθένος, δι' αὐτό καί ὅλους τοιούτους μᾶς θέλει καί ἀγαπᾷ.
Καί μόλις ἡμεῖς τήν φωνάζομεν, σπεύδει εὐθύς εἰς βοήθειαν. Δέν προλαμβάνεις νά εἰπῇς: -Παναγία Θεοτόκε βοήθει μοι! Καί εὐθύς ὡς ἀστραπή διαυγάζει τόν νοῦν καί πληροῖ φωτισμοῦ τήν καρδίαν. Καί ἑλκύει τόν νοῦν εἰς τήν προσευχήν καί τήν καρδίαν εἰς τήν Ἀγάπην.

ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀπό

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ΕΠΙΣΤΟΛΉ ΛΒ΄ Ἡ δέ μικροψυχία εἶναι μήτηρ τῆς ἀνυπομονησίας.






Ἡ δέ μικροψυχία εἶναι μήτηρ τῆς ἀνυπομονηρίας. (ΛΒ΄).
http://www.augoustinos-kantiotis.gr/wp-content/uploads/2009/03/ceb1ceb3cf89cebd-260x300.jpg
Ἐγείρου, παιδί μου, ἀπό τοῦ ὕπνου τῆς ραθυμίας σου. Ἄκουσόν με καί μή πλέον κοιμᾶσαι. Ξύπνα κάι ἀποτίναξε τόν νυσταγμόν σου τῆς ἀκηδίας.

Ἀνάλαβε πάλιν τήν πανοπλίαν καί στῆθι κατά τῶν ἐχθρῶν σου ἀνδρείως. Πολέμησον μέ ὑπομονήν. Μή στρέφῃς τά νῶτα. Στῆθος πρός στῆθος ἀγωνίσου.

Συμφέρει εἰς ἡμᾶς νά πέσωμεν νικηταί εἰς τήν μάχην, καί ὄχι νά νικηθῶμεν.

Ὤ θαῦμα θαυμάτων! Οἱ κοσμικοί διά νά βγάλουν δύο ψαράκια παλεύουν ὅλην τήν νύκτα. Καί τά τρώγουν ἤ τά πωλοῦν καί πορεύονται. Καί δέν ἐλπίζουν ἄλλο τί ἀπ' αὐτό. Καί τελειώνει ὁ βίος του, μέ τήν ἐργασίαν αὐτήν βασανιζόμενοι ἐφ' ὅρου ζωῆς.
Ημεῖς δέ οἱ τάλανες εἴμεθα ἄξιοι οἴκτου διά τήν πολλήν ἀγνωσίαν μας. Ὅπου δωρεάν μᾶς τρέφει ὀ Χριστός καί ἑκατοπλαντασίως μᾶς ἀνταμείβει. Ἐργαζόμεθα μίαν ἡμέραν καί μᾶς πληρώνει ἑκατόν. Καί αἰωνίως νά χαίρωμεν καί νά ἀγαλλώμεθα εἰς τήν Βασιλείαν Του. Νά εὑρισκώμθεα μέ τήν Παναγίαν μας ὡς γνήσια τέκνα της. Ὅμοιοι τῶν ἁγίων Ἀγγέλων εἰς ἄπλετον φῶς καί χαράν ἀνεκλάλητον!


Ἀλλ' ἐπειδή δέν βλέπομεν οἰ ἀναίσθητοι τό φαινόμενον κέρδος-τά ὀλίγα ψαράκια-ἤ ἄλλο ὅ,τιδήποτε πρόσκαιρον, δι' αὐτό ἀνυπομονοῦμεν.

Ἐάν εἴχομεν γεννηθῇ δοῦλοι, καί ξύλον καί ραπίσματα καθ' ἡμέραν θά ἐδεχόμεθα. Τώρα ἕνα λόγον ψυχρόν ἀσθενοῦς ἀδελφοῦ δέν ὑπομένομεν.

Ὤ ἀνόητοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ! Δι' ἕνα μικρόν πειρασμόν ἀμέσως ἡ ἄρνησις. Προτιμῶμεν αἰώνιον χωρισμόν ἀπό τόν Χριστόν κάι ἕνωσιν αἰώνιον μέ τόν Σατανᾶν, παρά νά ὑπομείνωμεν ταπεινῶς τήν δοκιμασίαν μίας στιγμῆς!

...

Ὤ καί πόσον λυπεῖται ὁ Δεσπότης Χριστός, πόσον πικραίνεται τῶν ψυχῶν ὁ Νυμφίος, ὅταν διά παραμικρόν πειρασμόν τοῦ θέτομεν εἰς τήν κεφαλήν τῆς ἀπογνώσεως ἡμῶν τόν ἀκάνθινον στέφανον!



ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀπό: Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ΕΠΙΣΤΟΛΉ ΛΑ΄ Δι' ἐσένα πλέον ὁ κόσμος ἀπέθανε καί σύ διά τόν κόσμον.






 ...ἄν ὑπομένῃς τήν ἄσκησιν τῆς ἡμέρας, τήν κάθε φοράν πού πιέζεις τήν ψυχήν σου νά βαστάσῃς ἕνα λόγον ψυχρόν, ἕνα χλευασμόν, ἕναν ἔλεγχον, γίνεσαι ὁμολογητής. Σέ κάθε ὑπομονήν ὅπου κάμνεις στέφανον παίρνεις καί σοῦ λογίζεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μαρτύριον ἡμερήσιον.
...
Λοιπόν μιμήσου αὐτάς τάς ἁγίας ψυχάς πού βαστάζουν τριγύρω σου τόν ζυγόν τοῦ Χριστοῦ, ὑπομένουσαι τόν ἐγκλεισμόν μέσα εἰς τήν Μονήν. Ἰδού ὁ καρπός μέσα σου εἶναι.
Ἡ μέλισσα μέσα στό σκότος κατασκευάζει τό μέλι, νά μήν τήν βλέπῃ κανείς. Ἄν τήν ἐβγάλῃς στό φῶς, τήν καταστρέφεις. Ἐάν τήν βάλῃς σέ γυάλα, αὐτήν τήν χρίει καί σκοτεινιάζει. Ἰδού παράδειγμα τῆς μοναχικῆς μας ζωῆς.


...
Τό Μοναστήρι εἶναι ἕνας ἐπίγειος Παράδεισος καί ὀφείλετε ὅλες νά γίνετε ἄνθη λογικά εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς. Ἄν βιασθῆτε, θά σωθῆτε αἰώνια. Θά γίνετε μῦρον ἡδύπνοον, θυμίαμα εὔοσμον· καί τί πολυτιμώτερον καί πλέον εὐπρόσδεκτον ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τριάδος;
Λοιπόν, κόρη μου, δι' ἐσένα πλέον ὁ κόσμος ἀπέθανε, καί σύ διά τόν κόσμον. Μή θέλῃς νά γένῃς στήλη ἁλός ὡς ἡ γ υναίκα τοῦ Λώτ, στραφεῖσα εἰς τά ὀπίσω.
...

Τοῦ Θεοῦ αἱ ἐνέργειαι δέν ὁμοιάζουν μέ ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός σιγά-σιγά μέ πᾶσαν ὑπομονήν ἐργάζεται τήν σωτηρίαν ὅλων τῶν θελόντων σωθῆναι.
...
Ὅστις εἶδε καί ἐγνώρισε γνῶσιν καί χάριν Θεοῦ αὐτός μόνος ἠξεύρει πόσον ἀπέχουν οἰ λογισμοί τῶν ἀνθρώπων ἀπό τό πῶς ὁ Θεός κρίνει τόν κόσμον. Μόνον τήν μετάνοιαν τοῦ ἀνθρώπου, ἐάν λάβῃ εἰς τάς χεῖρας Του ὁ φιλάνθρωπος, ὅλα τά ἄλλα γνωρίζει Αὐτός νά οἰκονομῇ πανσόφως εἰς σωτηρίαν.



ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀπό: Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ΕΠΙΣΤΟΛΉ Λ΄ Χωρίς τό θέλημα τοῦ Κυρίου μήτε ἀσθενοῦμεν μήτε ἀποθνήσκομεν.






Χωρίς τό θέλημα τοῦ Κυρίου μήτε ἀσθενοῦμεν μήτε ἀποθνήσκομεν. (Λ΄).

"Προωρώμην τόν Κύριόν μου ἐνώπιόν μου διαπαντός". Ἄρα γε εἶναι πάντοτε ἀνοικτοί οἰ ὀφθαλμοί τῆς ψυχῆς σου, ἤ νομίζεις ὅτι, ἐπειδή δέν βλέπεις ἐσύ πλησίον σου τόν Θεόν, δέν σέ βλέπει καί Ἐκεῖνος; Ἤ νομίζεις ὄτι ἠμπορεῖς νά κάμῃς κάτι κρυφά ἀπ' Αὐτόν, ἐπειδή ὁ νοῦς σου εἶναι κλειστός; Ὅμως Ἐκεῖνος σέ βλέπει, λυπεῖται καί παραβλέπει· μέμφεται τήν ὀλιγοπιστίαν σου καί τόν σκοτισμόν τοῦ νοός σου.

Δέν γνωρίζεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς γίνεται ἐν ἑκάστῳ θεραπεία πάσης ἀνάγκης; Ἤγουν τροφή τῷ πεινῶντι, τῷ διψῶντι ὕδωρ, ὑγεία τῷ ἀσθενεῖ, ἐνδυμασία τῷ γυμνητεύοντι, φνωή εἰς τούς ψάλλοντας, τῷ εὐχομένῳ πληροφορία, τοῖς πᾶσι τά πάντα εἰς σωτηρίαν;




Πίστευσον, τέκνον μου, ὅτι εἰς ὅσα καί ἄν πάσχωμεν, εἰς ὅλα ὁ Χριστός εἶναι ἄριστος ἰατρός
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhaW0HT573hzPJ3CIqSSRr6rMYlQL4KEA8NtUncEcxescRHTFz_OuoyBSvV-cIGh8dqA4hF0FRS3b3NczUHfGmhyO5HNbMQ2uH9TQ9yjGh3G_UzxNSbYTrtgfz1rl5KpwSvyfXk3ZQzPiM/s640/Reaching-Out1+edited.jpg
τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἀρκεῖ νά  ἔχῃς τήν τελείαν αὐταπάρνησιν, τήν τελείαν πίστιν
καί ἀφοσίωσιν εἰς αὐτόν χωρίς δισταγμόν.

Ἀφοῦ ὁ γλυκύς Ἰησοῦς εἶναι τόσον καλός, εὔσκπλαγχνος, ἀγαθός, διατί νά ἀπελπισθῇς; Ἕνα ὀλίγον τόν ἐζητοῦμε καί αὐτός μᾶς δίδει τόσον πολύ. Μϊαν ἀκτῖνα φωτός τοῦ γυρεύουμε καί αὐτός μᾶς χαρίζεται ὅλος Φῶς, Ἀλήθεια, Ἀγάπη. 

Λοιπόν ταπεινώσου καί πᾶσαν τήν ἐλπίδα σου στήριζε εἰς Αὐτόν.

ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀπό: Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ΕΠΙΣΤΟΛΉ ΚΓ Τό δέ ξύλον εἶναι παντός πάθους ἀλεξητήριον.




Τό δέ ξυλον εἶναι παντός πάθους ἀλεξητήριον. (ΚΓ΄).

Τό δέ ξύλον εἶναι παντός πάθους ἀλεξητήριον.
Ὅπου καί οἱ δαίμονες τό φοβοῦνται καί φρίττουν, ὁρῶντες τόν ἄνθρωπον νά τιμωρῆται ὡς Μάρτυς διά τοῦ Χριστοῦ τήν ἀγάπην.
Πότε καί πότε, ὅταν τά πάθη ἐγείρονται κατά τῆς ψυχῆς καί θέλουν νά ρίξουν τόν νοῦν, τόν ἀναβάτην· ὅταν τό κάθε πάθος ἐγείρει κεφαλήν, τοῦ δίδεις τό σύνθημα: Σιώπα, πεφίμωσο! διότι θά δουλεύσῃ ἡ ράβδος!
Ἔρχεται, λόγου χάριν, ὁ λογισμός καί σέ θλίβει στήν Ἐκκλησίαν: Διατί νά ψάλλῃ πάλιν ὁ ἀδλεφός σου καί ὄχι ἐσύ, κατά τήν σειράν; Σύ τοῦ λέγεις·
 -Προτιμώτερον νά ἀναπαυθῇ ὁ ἀδελφός μου καί ὄχι ἐγώ
Ἐπιμένει ὁ λογισμός·
-Μά διατί, ἀφοῦ αὐτό εἶναι τό δίκαιον κάι σωστόν;
Σύ εἰπέ του·
-Διάβολε, ἄφες με! Καί βάλε τόν νοῦν σου εἰς τήν "εὐχήν".
Ἐξεγείρεται ὁ πειράζων, πάει νά σκάσῃ·
-Μά ὄχι, διατί;
-Καλά, εἰπέ του, καλά! Περίμενε ὀλίγον νά σοῦ πῶ τό "διατί"!.
Καί εὐθύς προφασιζμόμενος ἔβγα τῆς Ἐκκλησίας καί σπεῦσον εἰς τό κελλί σου. Ἐκεῖ λάβε τήν ράβδον καί εἰπέ μέ θυμόν: Νά τό "διατί" σου, διάβολε! αὐτό εἶναι. Αὐτό εἶναι τό "δίκαιον", ὅπου μοῦ ζητεῖς. Λάβε το λοιπόν! Καί, ἀφοῦ τόν πληγώσῃς εἰς τό σῶμα σου, τόν καταγγέλλεις εἰς τόν Χριστόν ὡς αἴτιον τοῦ πόνου σου. Φεύγει, φρίττων ὁ δαίμων, ἔρχεται ὁ Χριστός, γεμίζει παράκλησιν, ἐλαφρώνει τό πάθος καί μανθάνεις τήν τέχνην πῶς νά νικᾷς.
Σέ κυριεύει ὁ ὕπνος; Πάταξον τήν ἀμέλειαν.
Σέ ταράσσει ὁ θυμός; Σύντριψον τόν ἐγωϊσμόν.
Σέ πικραίνει ἡ μνησικακία, ὁ φθόνος; Τά ὅμοια.
Δέν σοῦ ἀρέσει τό φαγητόν; Ἐπίσης.
Ἐγείρεται ὁ πόλεμος τῆς σαρκός; Ἐξεγέρθητι ὡς δυνατός καί πολέμησον τούς ἐχθρούς σου.
Καί ἐν γένει, ὅπου τό σῶμα καί ὁ λογισμός θά ζητήσουν τό "δικαίωμα" καί τό "διατί", ἡ λύσις εἶναι ἡ ράβδος.


-Ἤ θά ζήσω μίαν ὥραν καθώς θέλεις Χριστέ μου, ἤ ἄς μή ὑπάρχω εἰς αὐτήν τήν ζωήν.
Ἔτσι κλαίεις, θρηνεῖς, καί ἔρχεται τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ἡσυχάζουν τά πάθη καί εἰρηνεύεις μέ τόν ἑαυτόν σου, μέ τόν Θεόν καί μέ ὅλην τήν κτίσιν. Καταπίπτει τό σῶμα μέ ὄλα του τά φρονήματα, καί τότε πλέον δέν θέλει ξύλο, ἀφοῦ ἔμαθε νά ὐποτάσσεται εἰς τό πνεῦμα.

ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀπό: Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής ΕΠΙΣΤΟΛΉ ΚΑ΄ Τό ἁμάρτημα τό μικρόν ἤ τό μέγα διά τῆς ἀληθοῦς μετανοίας ἐξαφανίζεται.





Τό ἁμάρτημα τό μικρόν ἤ τό μέγα διά τῆς ἀληθοῦς μετανοίας ἐξαφανίζεται. (ΚΑ΄).

 Τό κάθε σφάλμα ὅπου θά πράξῃ πᾶς ἄνθρωπος, τό μέν ἁμάρτημα συγχωρεῖται, ὁπόταν μετανοήσῃ, ἤ δέ φαντασία παραμένει ἕως ἐσχάτης πνοῆς.
Καί, ὅταν ὀλίγον νυστάξῃ, ὅταν μικρόν ἀμελήσῃ ὁ ἄνθρωπος, τοῦ τήν εἰκόνίζει ξυπνητόν ἤ καθ' ὕπνον· διά νά τοῦ μολύνῃ τόν λογισμόν, νά τόν καταστήσῃ ὑπεύθυνον παλαιᾶς ἁμαρτίας ἤ κἄν νά τοῦ μετεωρίζῃ τόν νοῦν.
Δέν βλέπεις τόν Προφήτην Δαυΐδ, ὅταν τόν ἐλέγχῃ ὁ Νάθαν διά τήν Βηρσαβεέ; Φωνάζει: "Ἠμάρτηκα τῷ Κυρίῳ"!  Καί ὁ Προφήτης τόν λέγει: "Καί Κύριος παρεβίβασεν τό ἁμάρτημά σου".  Λοιπόν, ἐσυγχωρήθῃ εὐθύς, πλήν ὅμως ἐφ' ὅρου ζωῆς ἐπαιδεύετο.

...
http://vatopaidi.files.wordpress.com/2010/09/xeria-maxairia.jpg?w=500&h=663
Λοιπόν, ἄν καί συγχωρῆται ὀ ἄνθρωπος διά τήν ἁμαρτίαν του, ὅμως παραμένει ἡ φαντασία τοῦ σφάλματος καί ἡ ἐργασία αὐτῆς.
Καί σύ, ἐπειδή ἐσχάτως ἠμέλησες, παρεχώρησεν ὁ Θεός καί σοί ἐπανέστη ὁ πειράζων, διά νά ξυπνήσῃς. Ὅθεν ἀνάστα καί φώνησον· "Υἱέ Δαυΐδ, θέλω νά ἀναβλέψω"! Καί ἰδού πάρεστιν ὁ φωτοδότης Ἰησοῦς ἀνατέλλων σοι φῶς μετανοίας καί θεϊκῆς ἐπιγνώσεως.
Λοιπόν δέν λυπούμαι, παιδί μου, διά τά παρελθόντα, ἀλλά χαίρω διά τά μέλλοντα. Τό γάρ ἔλλαττον ὑπό τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται, καί τό ἁμάρτημα τό μικρόν ἤ τό μέγα διά τῆς ἀληθοῦς μετανοίας ἐξαφανίζεται.
Ὅθεν μή βλέπε τά ὄπισθεν, ἀλλά τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτείνου.

ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
Ἀπό: Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ