Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Ο Ορθόδοξος Ησυχασμός


«Η ησυχία μείζων πάντων εστίν
και χωρίς ταύτης ου δυνάμεθα καθαρθήναι
και γινώσκειν την ασθένειαν ημών
και τα των δαιμόνων πανουργεύματα».[107]
Ο Ορθόδοξος Ησυχασμός
Ο θεοφόρος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ακολούθησε πιστά την Ορθόδοξη ησυχαστική Παράδοση. Πριν από αυτόν αναρίθμητοι βιαστές της Βασιλείας των Ουρανών κακοπάθησαν εκουσίως στις ερήμους για να κερδίσουν τον Χριστό. Διάλεξαν τον πιο δύσκολο δρόμο για να θεραπευτούν από τα πάθη τους και να φθάσουν στην θέωση, να επιτύχουν την ένωσή τους με τον Θεό, την ακατάπαυστη θεοκοινωνία.
Ο Ησυχασμός είναι ο ασάλευτος βράχος πάνω στον οποίο στηρίζεται όχι μόνο η μοναχική ζωή αλλά και η θεολογία και η ποιμαντική της Εκκλησίας μας. Όποιος δεν καθάρισε τον νού του διά της ησυχίας δεν είναι δυνατόν να φθάσει στην θεωρία του Θεού, άρα δεν μπορεί να μιλάει για τον Θεό (να θεολογεί), ούτε είναι σε θέση να καθοδηγήσει άλλους.
Ο ορθόδοξος ησυχασμός δίνει πρωταρχική σημασία στην καθαρότητα του νού, που είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Ο νούς του ανθρώπου είναι υγιής όταν είναι τελείως καθαρός από τους λογισμούς και τις φαντασίες του αισθητού κόσμου. Μόνον τότε είναι σε θέση να επιτελεί το έργο του, να είναι δηλαδή ο θυρωρός που δεν επιτρέπει να περάσει στο εσωτερικό του ανθρώπου οποιοσδήποτε εμπαθής λογισμός που τον μολύνει και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να γίνει η αμαρτία. Κατά τους Αγίους Πατέρες, η θέση του νού είναι στον χώρο της φυσικής καρδιάς και ο νούς βρίσκεται στην θέση του μόνο όταν είναι καθαρός.
Ο κύριος σκοπός του ορθοδόξου ησυχασμού είναι η επίτευξη της καθαρότητας του νού και της καρδιάς μέσα από την έντονη κατά Θεόν άσκηση, τους αιματηρούς αγώνες κατά των παθών. Ο Γέροντας Ιωσήφ διά της προσωπικής του εμπειρίας έφθασε στην διαπίστωση ότι τίποτε άλλο δεν καθαρίζει τον νού τόσο αποτελεσματικά όσο η ευχή του Ιησού. Το: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Ο Άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος στο έργο του «Προς τον Θεόδουλον»[108] μας λέει: «όπως είναι αδύνατον να λάμψη ο ήλιος χωρίς φως, έτσι είναι αδύνατον να καθαρισθή η καρδιά από την ακαθαρσία των λογισμών της απωλείας, χωρίς την «ευχή» του ονόματος του Ιησού, δηλ. την νοεράν ευχήν «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»… Διότι το όνομα του Ιησού είναι φως, ενώ οι πονηροί λογισμοί σκοτάδι».
Έτσι, ορθώς ελέχθη ότι ησυχασμός είναι ο τρόπος διά του οποίου καθαρίζεται η καρδιά με την βοήθεια του ονόματος του Χριστού. Ο καθαρός νούς είναι η προϋπόθεση για την καθαρή καρδιά. Τότε νούς και καρδιά ενώνονται και η νοερά προσευχή ενεργεί αβίαστα και ασταμάτητα στην καρδιά του ανθρώπου, ακόμη και κατά την διάρκεια του ύπνου: «εγώ καθεύδω, και η καρδία μου αγρυπνεί».[109]
Ο νούς όταν είναι ενωμένος με την καρδιά βλέπει τον Θεό. Είναι «νους ορών τον Θεόν». Γνωρίζει το «γνωστόν» του Θεού, δηλαδή τις άκτιστες ενέργειές Του, αφού η ουσία του Θεού είναι άγνωστη ακόμη και στους Αγγέλους. Ο άνθρωπος που φθάνει στο σημείο αυτό είναι θεόπτης, έχει προσωπική εμπειρία της θεώσεως. Είναι πραγματικός θεολόγος γιατί μπορεί να εκφράσει με την γλώσσα του και να διατυπώσει εγγράφως αυτή την προσωπική εμπειρία. Δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς εγγράμματος και επιστήμων για να το κάνει αυτό. Η επιστήμη απλώς βοηθά σε μια ευκολότερη διατύπωση αυτής της εμπειρίας. Ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν απόφοιτος της δευτέρας δημοτικού, «αλφαβητάριος» όπως έλεγε, και όμως θεολογούσε απλανώς και έκανε και τους άλλους κοινωνούς διά των λόγων και των επιστολών του αυτής της προσωπικής του μεθέξεως του Θεού.
Πολλές φορές στο Άγιον Όρος αναφύονταν διάφορα ζητήματα που προβλημάτιζαν και δίχαζαν μερικές φορές τους Αγιορείτες Πατέρες. Κατέφευγαν τότε στον θεοφόρο Γέροντα Ιωσήφ για να προσευχηθεί και να πάρει πληροφορία. Εκείνος, κάνοντας υπακοή, κλεινόταν στο κελλάκι του, όσο χρειαζόταν, για να πάρει την άνωθεν απάντηση. Όταν πλέον ήταν βέβαιος έλεγε την γνώμη του η οποία γινόταν δεκτή ως το θέλημα του Θεού. «Πατέρες, η πληροφορία είναι σίγουρη. Ο πατήρ Ιωσήφ μιλάει με τον Θεό» έλεγαν οι συνασκητές του.
Ατυχώς, οι περισσότεροι από εμάς, νοσούμε την νόσο του προπάτορά μας Αδάμ. Πάθαμε αυτό που έπαθε εκείνος μετά την πτώση. Ο νους του σκοτίσθηκε και αντί να είναι στραμμένος στον Θεό περιπλανήθηκε στα κτίσματα. Έτσι, έχασε τον σωστό δρόμο της θεογνωσίας και καταμολύνθηκε η ψυχή του μέσα στα σκοτεινά μονοπάτια της ειδωλολατρείας. Από την ασθένεια αυτή μας θεράπευσε ο νέος Αδάμ Χριστός με την σταυρική Του θυσία και όλο το απολυτρωτικό Του έργο. Η θεραπεία αυτή κατορθώνεται στον άνθρωπο μέσω της ασκητικής – ησυχαστικής θεραπευτικής μεθόδου της Εκκλησίας.
Ο εσκοτισμένος νους του ανθρώπου καθαίρεται, φωτίζεται, θεώνεται: « Όταν εν υπακοή και τη ησυχία καθαγνίση τας αισθήσεις και γαλήνιάση ο νούς και καθαρισθή η καρδία του, τότε λαμβάνει χάριν και γνώσεως φωτισμόν… Και βρύει θεολογίαν… και σκορπίζει ειρήνην και άκραν ακινησίαν παθών εις όλον το σώμα. Φλογίζεται η καρδία από θείαν αγάπην… Και αρπάζεται ο νούς εις την θεωρίαν… Και μετουσιούται ο άνθρωπος και γίνεται ένα με τον Θεόν».[110]
Εδώ συνοπτικά αλλά πολύ δυνατά μας περιγράφει ο Γέρων Ιωσήφ την πορεία του αληθινού ησυχαστού που ξεκινώντας από την υπακοή και την ησυχία – απαραίτητες προϋποθέσεις αφού «εξ υπακοής ταπείνωσις· εκ ταπεινώσεως απάθεια»[111] – απεκδύεται τον παλαιό άνθρωπο της εμπάθειας και των παθών και προχωρεί στον θείο φωτισμό και την θεωρία του Θεού.
Γνωρίζοντας πως η ησυχία είναι αρχή καθάρσεως της ψυχής [112] τηρούσε ο Γέρων Ιωσήφ με ακρίβεια και πιστότητα το ησυχαστικό του πρόγραμμα: «λέγεις διά τον Γέροντα ότι θέλει να έλθη να προσκύνηση εις το Άγιον Όρος. Καλόν και άγιον έργον θα κάμη. Πλην εμένα μόνον ας μη λάβη υπ’ όψιν του… ότι υπάρχω εις αυτήν την ζωήν… Καθότι η θύρα είναι κλειστή και ωρισμένες μόνον ώρες ανοίγει… Και ταύτα γράφω διά να εξηγηθώ, προτού παρεξηγηθώ».[113]
Σε πολλά σημεία των Επιστολών του φαίνεται το πόσο τιμά την ησυχία ως υπόβαθρο της πνευματικής του προσπάθειας: «Είμαι ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. Διότι ζώ αμέριμνος, απολαμβάνων το μέλι της ησυχίας χωρίς καμμίαν διακοπήν. Και οπωσούν, αναχωρούσης της χάριτος, ως άλλη χάρις η ησυχία με υποθάλπει στους κόλπους της».[114]
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αγωνίζεται: «εντός της καρδίας επικαλείται αρρεμβάστως το όνομα του Χριστού και αυτός καθαρίζει ημάς εκ του σκότους και οδηγεί εις το φως».[115] Και επιτυγχάνει: «όταν καθαρεύσωμεν εκ της αμαρτίας διά νηστείας, αγρυπνίας και προσευχής… επιβλέπει ο αγαθός μας Θεός και εξαποστέλλει την δροσοβόλον Του χάριν».[116]
Ο κεκαθαρμένος άνθρωπος είναι ο αληθινός ησυχαστής που το αυτί του θα ακούσει εξαίσια πράγματα από τον Θεό [117] και η προσευχή του θ’ ανεβαίνει με παρρησία στον θρόνο Του. Ένας τέτοιος αγιασμένος άνθρωπος γίνεται πηγή ευλογίας όχι μόνο για το περιβάλλον του (Κοινόβιο ή οικογένεια) αλλά και για όλη την ανθρωπότητα.
Η ζωή του Γέροντος Ιωσήφ επισφραγίζει την Πατερική Παράδοση και επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά πως η φύση του ορθοδόξου μοναχισμού είναι ησυχαστική. Η ιεραποστολή, η η άσκηση φιλανθρωπίας αποτελούν δευτερεύουσες λειτουργίες του μοναχισμού. Κύριο μέλημα του μονάχου είναι η παρακολούθηση του εσωτερικού του ανθρώπου και η κάθαρση από τα πάθη.
Γι’ αυτό και ο αγιασμένος Γέροντας π. Παΐσιος Εζνεπίδης προσδοκούσε την αναγέννηση της Εκκλησίας από τον Ησυχασμό και έδινε ευλογία, σε όσους είχαν τις προϋποθέσεις, να ζήσουν ησυχαστική ζωή. Όπως τόνιζε ο προσφάτως κοιμηθείς π. Μάρκελλος Καρακαλληνός – από τους απογόνους του Γέροντος Ιωσήφ: «η καλύτερη διακονία που μπορούν να προσφέρουν οι μοναχοί στον κόσμο – ιδιαίτερα σήμερα – είναι να πιάσουν το κομποσκοίνι και να εύχονται».
Σήμερα με τον πλούτο των Πατερικών και Φιλοκαλιών εκδόσεων που διαθέτουμε η απροθυμία μας δεν εχει καμμία δικαιολογία. Ας ξεκινήσουμε την μικρή μας προσπάθεια: «λοιπόν εργασθήτε τώρα που είσθε νέοι, να θερίσετε καρπόν απαθείας εις το γήρας. Και όχι γήρας πολύ, αλλ’ εις είκοσιν έτη, εάν βιασθήτε, θα ιδήτε αυτό που σας λέγω».[118]
Ο λόγος του Γέροντος Ιωσήφ παρηγορητικός μας τέρπει και μυστικά μας ευφραίνει: «βιάσου, τέκνον μου, καθώς και όλαι αί αδελφαί… Αν βιασθήτε, θα σωθήτε αιώνια. Θα γίνετε θυμίαμα εύοσμον και μύρον πολύτιμον. Θα γίνετε αληθώς θυσία λογική, ευάρεστος εις τον Κύριον». Και καταλήγει πατρικά: «λοιπόν, αδολέσχει, παιδί μου, εις την ένθεον αυτήν κρυπτήν εργασίαν… Και τότε θα γίνουν τα μάτια σου δύο πηγές των δακρύων. Σε εύχομαι να τα φθάσης αυτά».[119]
Παραπομπές

107. Οσίου Πέτρου Δαμασκηνού, Φιλοκαλία, τόμος Γ΄ , σελ. 99, εκδ. Αστέρος.
108. Φιλοκαλία, Τόμος Α΄.
109. Ασμα Ασμάτων Ε΄, 2.
110. Επιστ. ΜΗ΄, σελ. 279.
111. Κλίμαξ, Λόγος Δ΄, ξε΄.
112. Φιλοκαλία, τόμος Γ’, σελ. 80.
113. Επιστ. ΚΖ’, σελ. 161.
114. Επιστ. ΝΓ’, σελ. 298.
115. Επιστ. ΞΓ’, σελ. 336.
116. Επιστ. ΞΔ΄, σελ. 338.
117. Κλίμαξ, ΚΖ΄, 24.
118. Επιστ. IB’, σελ. 98.
119. Επιστ. ΛΓ’, σελ. 198, OB’, σελ. 363-364.

Πηγή: Πρωτ. Γεωργίου Τριανταφύλλου, Ο Άγιος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Ο Νηπτικός Πατήρ και Διδάσκαλος (Ταπεινή αναφορά στη ζωή και στο έργο του), εκδόσεις Ιερού Ησυχαστηρίου Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Θαψάνων Πάρου

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ


Τι γινόταν όταν ο Γέροντας Ιωσήφ Ησυχαστής δεχόταν τους δαιμονισμένους


Όπως είπαμε το πρωί σαν σήμερα εκοιμήθει ο Γέροντας Ιωσήφ Ησυχαστής (1898 – 15/28 Αυγούστου 1959), θα ακολουθήσουν λοιπόν έως το βράδυ κάποια θέματα που δείχνουν το πνευματικό ύψος αυτής της ξεχωριστής μορφής του Αγίου Όρου
Όταν είμεθα εις την Νέα Σκήτη, ζώντος του Γέροντος μου Ιωσήφ, μας ήλθε ένας νεαρός δαιμονισμένος. Ο Γέροντας από εύσπλαγχνία τους εδέχετο αυτούς τους δυστυχείς. Έμεναν όσον ήθελαν και κατόπιν έφευγαν μόνοι τους. Αυτοί δεν ημπορούν να μείνουν επί πολύ εις ένα τόπο. Όλοι όσοι δεν έχουν από Θεού παράκληση μέσα τους την αναζητούν αλλάσσοντας τόπους και ανθρώπους.
Ο νέος αυτός είχε δαιμόνιον γυναικός του δρόμου. Όταν τον έπιανε άλλαζε η φωνή του ως φωνή «κοινής» γυναικός και έλεγε περί ων «αισχρόν έστι και λέγειν» κατά τον Απόστολο. Ήταν την τέχνη βαρελοποιός. Αφήνομε το όνομα του. Έμεινε λοιπόν εις την Συνοδεία μας αρκετό καιρό και τις ώρες εργασίας ήρχετο εις το εργόχειρο να βοηθή ό,τι ημπορούσε. Την τρίτη ημέρα μού λέγει: -Πάτερ, δεν με μαθαίνεις και εμένα να κάμω σφραγίδια; Αυτά τα βαρέλια που κάνω είναι βαρειά δουλειά. Και έχω και αυτόν εδώ μέσα μου, συνεχώς με καταρρακώνει.

 Δείτε εδώ: Άγιον Όρος: Σαν σήμερα εκοιμήθει ο γέροντας Ιωσήφ Ησυχαστής (1898 – 15/28 Αυγούστου 1959)

-Να σε μάθω, αδελφέ μου, νάναι ευλογημένο!
-Να, έτσι και έτσι θα κάνης. Τα εργαλεία είναι εδώ· τα ξύλα εκεί· τα δείγματα μπροστά σου· σ” αυτόν τον πάγκο θα εργάζεσαι. Μόνον που, καθώς βλέπεις εδώ στην Συνοδεία όλοι οι πατέρες δεν ομιλούν, λέγουν πάντοτε την «ευχή». Λέγοντας αυτά ήθελα να αποφύγω όσον το δυνατόν την αργολογία και τον μετεωρισμό μου εις την προσευχή. Αλλά και κάτι άλλο μου εγεννήθηκε εκείνη την στιγμή: Άραγε, συλλογίσθηκα, οι δαιμονιζόμενοι ημπορούν να λέγουν την «ευχήν»; Λοιπόν επιάσαμε το εργόχειρο και την ευχή. Δεν επέρασαν λίγα λεπτά και άναψε ο δαίμονας μέσα του. Άλλαξε την λαλιά του και άρχισε να φωνάζει, να αισχρολογεί, να απειλεί, να υβρίζει. -Σκάσε κασίδη! Έλεγε από μέσα. Σκάσε! Παύσε αυτό το μουρμουρητό! Τι λες και λες τα ίδια λόγια συνέχεια. Παράτα αυτές τις λέξεις. Με ζάλισες. Καλά είμαι μέσα σου. Τι θέλεις και με αναστατώνεις;
Είπε κάμποσα έτσι. Τον επαίδευσε. Τον άφησε. -Είδες τι μου κάνει; μου λέγει ο κακόμοιρος. Να, αυτά τραβώ συνέχεια. -Υπομονή, αδελφέ μου, του λέγω· υπομονή! Μην του δίνεις σημασία. Δεν είναι ιδικά σου αυτά, να στεναχωρήσαι. Εσύ φρόντισε την ευχή.
Σχολάσαμε το εργόχειρο και πηγαίναμε προς τον Γέροντα. Και πηγαίνοντας μου λέγει· -Πάτερ, να κάμω καμιά ευχή και γι” αυτόν που έχω εδώ μέσα μου, να τον ελεήσει και αυτόν ο Θεός; Ε, τι ήταν να το πει αυτό ο ταλαίπωρος! Παρευθύς τον πιάνει το δαιμόνιο, τον σηκώνει επάνω, και τον βροντάει κάτω· εταράχθηκε ο τόπος. Αλλάσσει την γλώσσα του και τον αρχίζει: -Σκάσε κασίδηηηη! Σκάσε, σου είπα. Τι είναι αυτά που λες; Τι έλεος; Όχι έλεος! Δεν θέλω έλεος! Οχι! Τι έκανα να ζητώ έλεος; Είναι άδικος ο Θεός! Για μια μικρή αμαρτία, για μια υπερηφάνεια, με εξώρισε από την δόξα μου. Δεν φταίμε εμείς. Αυτός φταίει! Αυτός να μετανοήσει! Όχι εμείς! Μακρυά από έλεος!
Τον επαίδευσε πολύ· τον άφησε ράκος. Εγώ έφριξα εις τα λεγόμενα του δαίμονος. Και εκατάλαβα διά πείρας εις ολίγα λεπτά, όσα θα ήταν αδύνατον να καταλάβω, διαβάζοντας περί δαιμόνων μύρια βιβλία. Συνεχίσαμε τον δρόμο μας προς τον Γέροντα. Ο Γέροντας τον εδέχετο και τον ωμιλούσε πάντοτε με πολλή αγάπη. Και ήταν πάντα ήρεμος μαζί του. Προσηύχετο πολύ δι” αυτούς, γνωρίζοντας τι μαρτύριο έπερνούσαν με τους δαίμονας. Και μας έλεγεν·
-Εάν εμείς, που τους έχωμε απ’ έξω, τόσον μας παιδεύουν με τους λογισμούς και τα πάθη, τι μαρτύριο υποφέρουν αυτοί οι δυστυχείς που τους έχουν μερόνυχτα μέσα τους! Και κουνώντας το κεφάλι του λυπηρά συμπλήρωνε: Ίσως αυτοί περνούν την κόλασή τους εδώ. Όμως αλλοίμονο εις εκείνους, που δεν θα μετανοήσουν διά να τους παιδεύσει εύσπλαχνα ο Θεός, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εις την παρούσα ζωή. Και ανέφερε τον λόγον ενός Αγίου όπου λέγει: Εάν βλέπεις άνθρωπο να αμαρτάνει φανερά και να μη μετανοεί, και να μην του συμβαίνει κανένα λυπηρό εις την παρούσα ζωή έως την ώρα του θανάτου του, να γνωρίζεις ότι η εξέτασις του ανθρώπου αυτού θα είναι χωρίς έλεος κατά την ώρα της Κρίσεως. Και λέγοντας αυτά του Γέροντος, εμείς εβλέπαμε όλο και συμπαθέστερα τον πειραζόμενο αδελφό.
Εις τις Ακολουθίες αυτός δεν επήγαινε μέσα με τους πατέρας, παρά εγύριζε έξω με το κομποσχοίνι εις τα βράχια· και εφώναζε συνεχώς την ευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Αντιβοούσε ο τόπος. Είχε λάβει πείρα πόσον η ευχή καίει τον δαίμονα. Και εκεί που τριγυρίζοντας τα βράχια έλεγε ασταμάτητα την ευχή, αίφνης άλλαζε η φωνή του και άρχιζε ο δαίμων

 Δείτε εδώ: Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής : Πρόσεχε να μην κατακρίνεις

-Σκάσε, σου είπα, σκάσε! Μ” έσκασες! Τι κάθεσαι εδώ έξω και γυρίζεις τα βράχια και μουρμουρίζεις; Πήγαινε μέσα με τους άλλους και άφησε αυτό το μουρμουρητό. Τι λες και ξαναλές τα ίδια και τα ίδια μέρα – νύχτα, και δεν μ” αφήνεις στιγμή να ησυχάσω; Με ζάλισες, με ζεμάτισες, με καις· δεν το καταλαβαίνεις; Και όταν επερνούσε η ώρα του πειρασμού εκείνος πάλι την ευχή με το κομποσχοίνι: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Είχε καταλάβει πολύ καλά αυτό που ο διάβολος ενόμιζε ότι δεν ημπορούσε να καταλάβη. Και ήταν ένας πόνος ψυχής και μία ελπίδα να τον βλέπης να υποφέρη, να αγωνίζεται, να υπομένη. Τέλος έμεινε καιρό μαζί μας και αρκετά βελτιωμένος έφυγε. Και δεν τον ξαναείδαμε. Ο Θεός γνωρίζει τι απέγινε.
Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός
Θεολογία και θαύματα της Νοεράς προσευχής Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησον με, Αρχιμανδρίτου Παύλου Κ. Ντανά, Ιεροκήρυκος, Εκδόσεις Μορφή

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Διδασκαλία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή



ΤΟ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗ*

Καθηγητή Δημητρίου Τσελεγγίδη | Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ.

Εισαγωγικά
     Ευθύς εξαρχής θα πρέπει να υπενθυμήσουμε, ότι τα κείμενα του γέροντα Ιωσήφ απευθύνονται σε πιστούς, που είναι συνειδητά ενταγμένοι στην Εκκλησία, και επομένως είναι δεδομένη μυστηριακή ζωή τους.
     Από τη μελέτη των κειμένων του γέροντα Ιωσήφ προκύπτει σαφώς, ότι η ασκητική ζωή και διδασκαλία του Αθωνίτη Ησυχαστή είναι θεμελιωμένη στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Κύρια χαρακτηριστικά της διδασκαλίας του είναι, ότι αυτή εναρμονίζεται απόλυτα με το Ορθόδοξο δόγμα και ότι αναδύεται μέσα από την προσωπική βιωματική εμπειρία του. Ο ίδιος εμφανίζεται ως άριστος διδάσκαλος και καθοδηγητής της εν Χριστώ ασκητικής ζωής ως « εν πείρα και πράξει διδάκτορας»1, ο οποίος έμαθε εμπειρικώς και βιωματικώς, αφού «έπαθε» θεοπρεπώς τα θεία, οπότε και αναδείχθηκε αληθινά θεοδίδακτος2. Ο λόγος του έχει αποδεικτικόχαρακτήρα3 και ταυτίζεται με το φρόνημα των διαχρονικώς «φερομένων υπό του Αγίου Πνεύματος»4. Επ' αυτού είναι διαφωτιστική και η μαρτυρία του ίδιου, ότι τα κείμενά του γράφονταν μετά από πολύωρη νοερά προσευχή
5.
    
Ολόκληρη η ύπαρξη και η ζωή του ήταν σταθερά προσανατολισμένη στο Θεό6, πράγμα που συνέβαλε στη διαμόρφωση της δογματικής συνειδήσεώς του και κατ' επέκταση στη θεολογική υποδομή της ασκητικής ζωής και διδασκαλίας του. Η θεολογική αυτή υποδομή του γέροντα Ιωσήφ δεν εκφράζεται με θεολογικούς και ακαδημαϊκούς όρους, υποδουλώνεται όμως σαφώς μέσα από τον απλό αυθόρμητο, και εκκλησιαστικά βιωμένο λόγο του. Άλλωστε, επειδή η ασκητική ζωή του π. Ιωσήφ έχει θεολογικές προϋποθέσεις και ειδικότερα δογματικό υπόβαθρο, καθίσταται ακόμη περισσότερο σημαντική, και εκκλησιαστικά περισσότερο αξιόπιστη η διδασκαλία του.

α) Η Αποκάλυψη του Θεού
     Ο γέροντας Ιωσήφ βιώνει την Αποκάλυψη του Θεού στην κτίση και στην Εκκλησία ως χαρισματική εμπειρία της παρουσίας του ίδιου του Θεού, ως φανέρωσή του δια των ακτίστων ενεργειών του, ως μία συνεχή δηλαδή, Θεοφάνεια. Θεμελιώδης προϋπόθεση γι' αυτή τη Θεοφάνεια αποτελεί η τήρηση των εντολών του. Η τήρηση, μάλιστα, της πρώτης εντολής, που συνοψίζει και όλες τις άλλες, ελκύει τον Τριαδικό Θεό στην καρδιά του πιστού: « Τότε θα έλθη μέσα σου ο Χριστός», σημειώνει ο γέροντας Ιωσήφ, «όπου είναι ο Λόγος, συν τω Πατρί και τω πνεύματι, και μονήν υπεσχέθη, και έσει ναός»7. Στην πράξη αυτό μεταφράζεται ως βίωση «εν πάση αισθήσει» της παρουσίας της άκτιστης θεοποιού Χάριτος και ως θέα του αρρήτου κάλλους του Παραδείσου8.

β) Θεολογία
      Η θεολογία του γέροντα Ιωσήφ είναι ησυχαστική, όχι μόνον επειδή «κυοφορήθηκε» και αναπτύχθηκε στην ησυχία, αλλά και γιατί εμποτίστηκε από αυτήν. Γι' αυτό και έλκει προς την ησυχία όσους προσεγγίζουν την πηγαία θεολογία του ταπεινά. Η βιωματικώς παρουσιαζόμενη θεολογία του προκαλεί, ευαισθητοποιεί και τροφοδοτεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη των κειμένων του να κινηθεί στη «συχνότητά» του, για να βιώσει και ο ίδιος την γλυκύτητα της παρουσίας του Θεού μέσα του. Η ασκητική ζωή και διδασκαλία του π. Ιωσήφ, ενταγμένες οργανικά στον Ησυχασμό, έχουν όχι μόνο θεολογική βάση αλλά και θεολογική βαθύτητα.
     Ως ασφαλή προϋπόθεση της θεολογίας ο Ησυχαστής μας θεωρεί «την καθαρότητα των αισθήσεων, την ειρήνη και τη γαλήνη του Πνεύματος», που λαμβάνονται»εις την ησυχίαν»9. Την καθαρότητα αυτή διαδέχεται ο φωτισμός του νου και το φωτισμό η θεωρία του Θεού10, που συνιστά και την τελευταία βαθμίδα εμπειρικής γνώσεως του Θεού. Ο άνθρωπος, λέει, «όταν εν υπακοή και ησυχία καθαγνίση τας αισθήσεις και γαληνιάση ο νους και καθαρθή η καρδία του, τότε λαμβάνει Χάριν και γνώσεως φωτισμόν. Γίνεται όλος φως, όλος νους, όλος διαύγεια. Και βρύει θεολογίαν, όπου αν γράφουν τρεις δεν προλαμβάνουν το ρεύμα που βρύει κυματωδώς και σκορπίζει ειρήνην άκραν, ακινησίαν παθών»11. Αλλά, ενώ η διατήρηση της καθαρότητας προϋποθέτει την επιμέλεια και συνεργία του ανθρώπου, οι φωτοφάνειες και Θεοφάνειες εξαρτώνται πλήρως από το Θεό, πότε, δηλαδή, πόσο, και αν θα γίνουν12. Κατά τη θεοπτία ο άνθρωπος γίνεται «όλως αιχμάλωτος, τη σιωπή αποκλειόμενος. Μόνον θαυμάζει τον πλούτον της δόξης του Θεού, έως αν παρέλθη δ γνόφος»13.
     Η εμπειρία των Θεοφανειών, ως εμπειρία του ακτίστου, όσο και αν επιχειρηθεί να εκφραστεί με κτιστό ανθρώπινο λόγο, παραμένει ουσιαστικά ανέκφραστη. «Όλα εκείθεν απόρρητα διηγήσεως»14, θα πει επιγραμματικά ο «παθών τα θεία» γέροντας. Έχοντας ο ίδιος προσωπική - βιωματική εμπειρία της θεοποιού Χάριτος του Θεού, μιλά με απόλυτη βεβαιότητα για την ταυτότητά της. «Ουδεμία χωρεί αμφιβολία», σημειώνει χαρακτηριστικά, «κατ' εκείνην την ευλογημένην στιγμήν (ενν. της μεθέξεως), ώστε να διανοηθεί ο δεχόμενος αυτήν, ότι δεν είναι η θεία Χάρις»15. Η μέθεξη αυτή καθεαυτήν της θείας Χάριτος έχει αποδεικτικό χαρακτήρα γι' αυτόν, που τη βιώνει. Ο βιωματικός και ταυτόχρονα αποδεικτικός χαρακτήρας της μεθέξεως δίνει τη δυνατότητα στο μέτοχό της να εκφράζεται με αυθεντία και να παραπέμπει άφοβα στις αντίστοιχες μαρτυρίες των αδιαμφισβήτητα ειδικών, δηλαδή των θεοπτών της άκτιστης θείας δόξας. «Η θεία Χάρις, κατά μέθεξιν την εμήν, εν αισθήσει Πνεύματος νοουμένη και παρά τοις ειδόσι μεμαρτυρημένη», θα πει τολμηρά και θα συνεχίσει θεολογικότατα, «απαύγασμα είναι της θείας λαμπρότητος, αισθομένη εν θεωρία και διαύγεια νοός»16.
     Ο ίδιος γνωρίζει εμπειρικώς όχι απλώς την ποικιλία των ενεργειών της θείας Χάριτος17, αλλά ως άριστος διδάσκαλος περιγράφει και την παιδαγωγικού χαρακτήρα κλιμάκωση των ακτίστων ενεργειών της στους μετόχους της18. Η θεία Χάρη ενεργεί βαθμιαία, ως καθαρτική, ως φωτιστική και ως τελειωτική, ανάλογα πάντοτε με την πνευματική κατάσταση του μετόχου της.
     Έχοντας πλούσια εμπειρία της άκτιστης θείας Χάριτος και στα τρία χαρισματικά στάδια, κάνει με πολύ ευκολία τη βασική γνωσιολογική διάκριση κτιστού και ακτίστου, όχι θεωρητικά αλλά πρακτικά. Η προσωπική, πνευματική εμπειρία του ακτίστου του παρέχει το «κλειδί» της γνωσιολογικής διακρίσεως. Έτσι, εύστοχα διακρίνει την κτιστή από την άκτιστη αγάπη. «Άλλη εστίν η εντολή της αγάπης, δια έργων αγαθών πληρουμένη προς φιλαδελφίαν», παρατηρεί, «και άλλο η ενέργεια της θείας αγάπης»19. Κανείς δε μπορεί εξ ιδίων να εκφράσει το περιεχόμενο αυτό της αγάπης, παρά μόνον εκείνος, στον οποίο ο ίδιος ο Θεός θα δώσει την ενέργεια των λόγων, τη σοφία και τη γνώση. Τότε, στην πραγματικότητα, μέσω της ανθρώπινης γλώσσας θα μιλά και θα εγκωμιάζεται ο ίδιος ο Χριστός20.
     Από τα παραπάνω γίνεται σαφές, ότι ο π. Ιωσήφ κάνει λόγο για την αγάπη ως ενέργεια του Θεού. Μια προσεκτική μελέτη όμως των κειμένων του γέροντα Ιωσήφ αναδεικνύει την Τριαδοκεντρικότητα  της πνευματικής εμπειρίας του. Η αγάπη, είναι κοινή ενέργεια και των Τριών θείων προσώπων. Η κοινή αυτή ενέργεια της θείας αγάπης φανερώθηκε στον κόσμο εν Χριστώ. Αυτός είναι ο αυτουργός της αγάπης του Τριαδικού Θεού προς τον άνθρωπο, αφού όλα στην θεία Οικονομία γίνονται Τριαδικώς δια του Χριστού. Η δογματική αυτή διδασκαλία της Εκκλησίας υποδηλώνεται στην όλως προσωπική διατύπωση του Αθωνίτη Ησυχαστή: «Η αγάπη δεν είναι άλλο ει μη αυτός ο Σωτήρ και Πατήρ, ομού Πνεύμα το θείον, ο γλυκύς Ιησούς»21.

γ) Τριαδολογία
     Η ασκητική διδασκαλία του γέροντα Ιωσήφ, με βάση τη γραπτή και προφορική επιβεβαίωση των υποτακτικών του, θεμελιώνεται στην υπακοή22. Η υπακοή έχει ιδιαίτερη θεολογική σημασία, επειδή αποτελεί σχέση που χαρακτηρίζει τη ζωή της Αγίας Τριάδος κατά τη φανέρωσή της στη θεία Οικονομία. Σύμφωνα με τη βιβλική μαρτυρία, ο Χριστός ήρθε στον κόσμο όχι για να κάνει το θέλημά του, αλλά το θέλημα του Θεού Πατέρα23. Αλλά και το Άγιο Πνεύμα, κατά τη διαβεβαίωση του Χριστού, δε θα μιλήσει «αφ εαυτού, αλλ' όσα ακούσει λαλήσει»24. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι η αρετή της υπακοής, είναι το θεμέλιο της Ορθόδοξης ασκητικής, έχει Τριαδολογική θεμελίωση25.
     Η θεολογική σκέψη και η προσευχή του π. Ιωσήφ έχει δοξολογικό και ευχαριστιακό χαρακτήρα με κέντρο αναφοράς τον Τριαδικό Θεό26. Αλλά και στη μυστηριακή κοινωνία των πιστών με το Χριστό, κατά τη θεία Ευχαριστία, προσδίδει Τριαδολογικό περιεχόμενο, διακρίνοντας πάντοτε ουσία, ενέργεια και υποστάσεις στον Τριαδικό Θεό. «Οπόταν ημείς κοινωνούμεν αξίως», σημειώνει, «...εσθίομεν το σώμα του Ιησού και το αίμα...Και οπόταν ημείς τον Χριστόν περιέχομεν απορρήτως εις την ψυχήν και εις το σώμα, «ανουσίως» - επειδή είναι συν Πατρί αδιαίρετος - και τον Πατέρα συνέχομεν ομού και το Άγιον Πνεύμα»27. Η Τριαδολογία του, άλλωστε, είναι έντονα εμποτισμένη από το πνεύμα του Ησυχασμού, γι' αυτό και κυριαρχεί η θεολογία του φωτός. Ο Χριστός χαρακτηρίζεται από τον γέροντα Ιωσήφ ως «αρχίφωτος»28, και ως «το φως το υπέρ παν φως, το εξ ανάρχου Πατρός Γεννήτορος»29, ανακαλώντας στη μνήμη μας το σχετικό άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως. Τέλος η μία, αγία, ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα ομολογείται πάντοτε από τον ίδιο ως η «μόνη πηγή παντός αγαθού και πάσης ευλογίας»30.

δ) Γνωσιολογία
      Από τα κείμενα του π. Ιωσήφ αναδύεται η αλήθεια της πίστεως όχι θεωρητική, αλλά βιωμένη εν Αγίω Πνεύματι. Ο γέροντας Ιωσήφ έχει κατεξοχήν χαρισματική γνώση της αληθείας. Ο χαρακτήρας αυτής της γνώσεως είναι πνευματικός και εμπειρικός και προκύπτει από το θείο φωτισμό και τη Θεοφάνεια και τη θεοπτία. Ο θεόπτης αποκτά πρωτογενώς την αληθινή γνώση του Θεού. Η θεωρία - θεοπτία, δηλαδή, έχει ταυτόχρονα και γνωσιολογικό χαρακτήρα. Γι' αυτό και ο Αγιορείτης Ησυχαστής θα πει επιγραμματικά: «η γνώσις αυτή είναι η θεωρία»31, ενώ σε άλλη συνάφεια θα διευκρινίσει αναλυτικότερα: «Η γνώσις περί Θεού είναι όρασις του Θεού, καθότι η πνευματική γνώσις, όχι η φυσική, γνωρίζει τον Θεόν»32.
     Όταν όμως γίνεται λόγος για θέα του Θεού, πρόκειται για τη θέα της άκτιστης θείας Χάριτος, η οποία οράται νοερώς και γνωρίζεται εν αισθήσει νοός κατά την ώρα της προσευχής33.
     Κατά τη θεοπτία διευρύνονται τα φυσικά όρια του νου. Τότε ο νους φωτίζεται, πληρούται θεϊκής σοφίας και θεολογεί πηγαίως. Ο θεόπτης έχει τη συνείδηση της χαρισματικής υιοθεσίας του, ενώ ταυτόχρονα έχει και την αυτογνωσία της κατά φύση αφετηρίας του, ότι δηλαδή η ύπαρξή του είναι καθεαυτήν μηδέν και η καταγωγή του το χώμα34. Κατά τον ανατόμο της πνευματικής γνώσεως, η αυτογνωσία προηγείται της θεογνωσίας και αποτελεί τη θεμελιώδη προϋπόθεση για να ελκύσει ο άνθρωπος τη θεία Χάρη, η οποία θα του δώσει το φωτισμό της θεογνωσίας35. Δια της αυτογνωσίας ο άνθρωπος γνωρίζει την ασθένεια και την αδυναμία του36. Γνωρίζοντας ο άνθρωπος ρεαλιστικά την ασθένειά του, στο καμίνι των μεγάλων πειρασμών, βρίσκεται κοντά στην αληθινή ταπείνωση, η οποία ελκύει τη Χάρη του Θεού, (σύμφωνα με τον πνευματικό νόμο: «ο Θεός...ταπεινοίς δίδωσι χάριν»), και έτσι ακολουθεί η αληθινή θεογνωσία ως καρπός της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος37. Τότε ανοίγονται οι οφθαλμοί της ψυχής και γνωρίζει τα του Κυρίου του και ερμηνεύει σωστά τις ενέργειές του38.
     Κατά συνέπεια, η πνευματική γνώση καθεαυτήν ως θεογνωσία δεν έχει νοησιαρχικό χαρακτήρα, δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμα διανοητικής προσέγγισης και κατανόησης, αλλά αποτελεί βιωματική γνώση, που αποκτάται εμπόνως (δια των πειρασμών)39. Η πνευματική γνώση κατά τον π. Ιωσήφ είναι ολοκληρωμένη και πρακτικώς ωφέλιμη, όταν συνοδεύεται από την πνευματική διάκριση40. Η συνύπαρξη αυτή, πνευματικής γνώσεως και διακρίσεως, διασφαλίζεται από την εν Αγίω Πνεύματι πρόσκτηση της γνώσεως δια της θεοπτίας. Αντίθετα, όταν ο άνθρωπος έχει πνευματική άγνοια, έχει σκοτάδι ψυχής, προσκρούει στο θέλημα του Θεού41 και οδηγείται πρακτικώς στην έπαρση και στη σκλήρυνση της καρδιάς42.

ε) Κτισιολογία
     Ο γέροντας Ιωσήφ γνωρίζει καλά την Κτισιολογία της Εκκλησίας και την εκθέτει με συντομία και ακρίβεια. Μνημονεύει το δόγμα της εκ του μη όντος δημιουργίας, αλλά και το λόγο και το αίτιο της κτίσεως. «Τα πάντα δι' αγάπην και μόνο εκ του μη όντος παρήγαγε εις το είναι»43, σημειώνει επιγραμματικά. Ανάγει σωστά στον Υιό του Θεού όχι μόνο την αυτουργία της πρώτης κτίσεως, τη δημιουργία δηλαδή των αιώνων, αλλά και τη δημιουργία της νοητής κτίσεως, των ουρανίων δυνάμεων, και όλου του αισθητού κόσμου44.
     Με τα κεκαθαρμένα πνευματικά αισθητήριά του μας παραδίδει ζωντανή και εμπειρική κοσμολογική διδασκαλία, που προκύπτει, όπως ο ίδιος λέει, από την πρώτη θεωρία, που είναι η θεωρία των όντων. Η πρώτη αυτή θεωρία συνδέεται άρρηκτα με τους «λόγους των όντων». Αλλά από τη θεωρία των όντων διαφαίνεται ο σκοπός σύνολης της δημιουργίας. «Τα πάντα εποίησε δια τον άνθρωπον ο Θεός», σημειώνει, «και αυτούς τους αγγέλους προσέτι εις διακονίαν αυτού»45.
     Στα εμπνευσμένα κείμενά του συναντούμε ποιητική, θα λέγαμε, και Φιλοκαλική διατύπωση μιας δοξολογικής Κοσμολογίας. Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στα επιμέρους ανόργανα και άλογα δημιουργήματα, κάνει λόγο για «άφωνους θεολόγους», οι οποίοι «θεολογούν» με τον ιδιάζοντα τρόπο, που αναλογεί στο καθένα. Εδώ μιλά για μια «άφωνη» θεολογία της φύσεως. Όλη η φύση θεολογεί: Τα βράχια με την «αφωνία» τους, «το λουλούδι με την φυσικήν του ευωδίαν», ενώ με το φύσημα του αέρα συντίθεται «εναρμόνιος μουσική δοξολογία προς τον Θεόν»46. Όλα αυτά δε λέγονται με ρομαντική διάθεση, «ποιητική αδεία», η από θρησκευτική υπερευαισθησία παθολογικού χαρακτήρα. Υπάρχει, βεβαίως, ευαισθησία στον π. Ιωσήφ, αλλά αυτή οφείλεται, στα «γεγυμνασμένα αισθητήρια προς διάκρισιν»47. Έτσι ο γέροντα Ιωσήφ δεν «τεχνολογεί» την Κτισιολογία του, αλλά θεολογεί. Βλέπει πραγματικά αυτά, που λέει.
     Μέσα στο πνεύμα της παραπάνω θεωρήσεως της σύνολης κτίσεως, που αποδίδει ευχαριστίες και δοξολογίες χρεωστικώς, κατά την τάξη της υπακοής της στο Δημιουργό της τοποθετείται οργανικά η παρουσία και η πολιτεία του ιδίου του γέροντα Ιωσήφ. «Δι' όλον τον κόσμον όλην την νύκτα ευχόμεθα»48, σημειώνει. Έτσι όμως, όχι μόνο εντάσσεται και ο ίδιος εναρμόνια προς όλην την «καλή λίαν» και καλώς ενεργούσα κτίση, αλλά καθίσταται παγκόσμιος άνθρωπος49, ως υπαρξιακώς διευρυνόμενος, αφού λειτουργεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο για το καλό της σύνολης δημιουργίας.

στ) Ανθρωπολογία
     Ακολουθώντας βιωματικά την αγιοπνευματική Παράδοση των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, ο γέροντας Ιωσήφ εκφράζει σωστά και την ανθρωπολογική του θεώρηση. Όπως η σύνολη πατερική Παράδοση εντοπίζει το «κατ' εικόνα» κατεξοχήν στο λογικό και το αυτεξούσιο, έτσι και ο μακαριστός Ησυχαστής συνοψίζει το «κατ' εικόνα» στη «λογική ψυχή», την οποία θεωρεί ως «πνεύμα»50, η ως «νοερά» ουσία51. Ως «καθ' ομοίωσιν» ορίζει τις αρετές, με τις οποίες εμπλουτίστηκε το «κατ' εικόνα»52, τις οποίες χαρακτηρίζει και ως «θεία χαρίσματα του Κυρίου μας»53. Έτσι, προσδίδει στο «καθ' ομοίωσιν» αληθινή χαρισματική συγγένεια με τον ίδιο το Θεό, επειδή ο κτιστός άνθρωπος οικειώνεται χαρισματικώς άκτιστα θεία προσόντα.
     Προσδίδοντας υπαρξιακό χαρακτήρα κατεξοχήν στο εμφύσημα του Θεού προς τον άνθρωπο κατά την δημιουργία του, λέει απερίφραστα, ότι «έχομεν συγγένειαν μετά του Θεού»54,ενώ σε άλλη συνάφεια διευκρινίζει: «όχι ουσιαστικώς»55. Η χαρισματική αυτή συγγένεια με το Θεό είναι το θεμέλιο, πάνω στο οποίο ο Ησυχαστής μας θα οικοδομήσει τη διδασκαλία του για τη νοερά προσευχή και την ένωση του ανθρώπου με το Θεό56.
     Όπως σε κάθε Ορθόδοξη ασκητική διδασκαλία και ζωή, έτσι και εδώ ο νους και η καρδία του ανθρώπου αποτελούν κεντρικό θέμα της ανθρωπολογίας του. Συγκεκριμένα, ο νους χαρακτηρίζεται ως «τροφοδότης της ψυχής, καθότι αυτός φέρει πάσαν νοεράς κινήσεως όψιν και νόησιν εις την καρδίαν»57. Ο π. Ιωσήφ είναι απόλυτα σύμφωνος με την πατερική Ανθρωπολογία, η οποία δέχεται το νου ως «πρωτοπαθή»58 τόσο κατά την προγονική - όσο και σε κάθε μεταπατορική - πτώση του ανθρώπου. Έτσι, αναπτύσσει φιλοκαλικώς τη θεραπευτική διαδικασία ξεκινώντας σοφά από τον «πρώτο ασθενή», το νου. Ειδικότερα, ενδιαφέρεται πρωτίστως για την καθαρότητα του νου, στην οποία θα στηρίξει τη θεοπτία. Συναφώς προς το νου, η καρδία ορίζεται ως «το κέντρο της πνευματικής και σωματικής δυνάμεως του ανθρώπου», και ως «ο θρόνος του νου»59.
ζ) Εκκλησιολογία.
     Ως ζωντανό και ενεργό μέλος του μυστηριακού σώματος του Χριστού, ο γέροντας Ιωσήφ έχει προσωπική και βιωματική σχέση τόσο με το Χριστό και τη Μητέρα του Θεανθρώπου, όσο και με αγγέλους, με επώνυμους αγίους και με κεκοιμημένους της εν ουρανοίς Εκκλησίας60. Παράλληλα, έχει θείο έρωτα, που φλογίζει την καρδιά και τα σπλάχνα του διαρκώς, για τη σωτηρία των επί γης μελών της Εκκλησίας. «Ο εμός πόθος, η καύσις της εμής καρδίας, ο θείος μου έρως, ο φλογίζων τα σπλάχνα μου διαρκώς, είναι πώς να σωθούν ψυχαί»61, σημειώνει. Αυτός ο πόθος εκφράζεται στην πράξη εμπόνως, με τον κόπο της ολονύκτιας προσευχής και των δακρύων του γι' αυτούς, κυρίως όμως με την κυριολεκτική αυτοθυσία του, αφού ζητά από το Χριστό η να τους σώσει η να στερήσει και αυτόν του Παραδείσου62.
     Τα προβλήματα της Εκκλησίας και τα κακώς έχοντα στον κόσμο δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Τη λύση και τη θεραπεία τους όμως τη βλέπει στην προσωπική διόρθωση των πιστών, στο φωτισμό και την τελείωσή τους και όχι στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων τους προς τους
άλλους. Ο προσωπικός φωτισμός γίνεται και φωτισμός όσων θέλουν να φωτιστούν63.
η) Σωτηριολογία
     Αφετηρία και άξονας της Σωτηριολογίας του γέροντα Ιωσήφ, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι είναι η τήρηση της πρώτης εντολής, η υπαρξιακή βίωσή της. Ο Θεός, στη σκέψη του π. Ιωσήφ, εμφανίζεται κατά κάποιο τρόπο ζηλότυπος. Και όπως σημειώνει χαρακτηριστικά: «δεν θέλει να αγαπήσεις κανένα πράγμα περισσότερο από αυτόν»64. Έτσι η Σωτηριολογία του έχει έντονα αγαπητικό και βιωματικό χαρακτήρα.
     Όπως είναι γνωστό, βασικό χαρακτηριστικό της Ορθόδοξης Σωτηριολογίας είναι η αρχή της συνεργίας, της συνεργασίας δηλαδή του ανθρώπινου αυτεξουσίου με τη Χάρη του Θεού. Η αρχή αυτή διέπει τη ζωή και την ασκητική διδασκαλία του Ησυχαστή μας. «Ο Θεός», λέει, «δεν θέλει μόνος να μας σώση...Πάντοτε βοηθεί, πάντα προφθάνει, αλλά θέλει και ημείς να εργασθούμεν, να κάμωμεν εκείνο, όπου ημπορούμεν»65. Η προαίρεση του ανθρώπου έχει αποφασιστικό χαρακτήρα, αλλά μόνον όταν εμφανίζεται με διάθεση δυναμικά αγωνιστική. Γι' αυτό ζητά από τον αγωνιζόμενο σκληρό, μέχρις αίματος, αγώνα, για να ξεκολλήσει η «σκουριά» του έσω ανθρώπου και να πεθάνει ο παλαιός άνθρωπος των παθών.
     Ιδιαίτερη σωτηριολογική σημασία προσδίδει ο π. Ιωσήφ στην αρετή της υπακοής. Η υπακοή αποβλέπει πρακτικώς στην κάθαρση του ανθρώπου «από τα διάφορα πάθη φρονήσεως και αυταρεσκείας του ιδίου θελήματος»66. Το ίδιο θέλημα είναι εκείνο, που αλλοτριώνει τον πιστό από το Χριστό, και κενώνει στην πράξη το Χριστολογικό δόγμα στη σωτηριολογική προοπτική του. Γίνεται «τείχος χαλκούν, που εμποδίζει τον από του Θεού φωτισμόν και την ειρήνην»67, Ως υπόδειγμα υπακοής προβάλλει τον ίδιο το Χριστό, ο οποίος έγινε «υπήκοος προς τον άναρχο αυτού Πατέρα μέχρι θανάτου σταυρικού»68.Στην υπακοή βλέπει τη σύνοψη των αρετών και τη συσχετίζει με το σταυρό του Χριστού και τη σωτηριολογική σημασία του. «Της υπακοής το φορτίον λογίζεται σύνοψις των λοιπών αρετών», σημειώνει, «όπως και ο σταυρός των παθών του Κυρίου. Και καθώς ο ληστής διά του σταυρού εισήλθεν εις τον Παράδεισον, ούτω και ημείς διά της υπακοής ως διά σταυρού, εισερχόμεθα εις την βασιλείαν»69. Η είσοδος, λοιπόν, στη βασιλεία του Θεού είναι άμεση με την υπακοή. Η θεολογική ερμηνεία αυτής της θέσεως είναι απλή. Η υπακοή συνεπάγει πρακτικώς ταπεινοφροσύνη, και η ταπεινοφροσύνη είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση για τη δεκτικότητα της θεοποιού Χάριτος, η οποία μετεχομένη, σε τελευταία ανάλυση, είναι η άκτιστη βασιλεία του Θεού.
     Αντίθετα, το ίδιο θέλημα, κατά τον γέροντα Ιωσήφ, αποβαίνει ο θάνατος της ψυχής70. Γι' αυτό και συνιστά τη συνεχή εκκοπή του και τη μη αναζήτηση «άλλης οδού πλην αυτής»71, επειδή αυτή παρέχει πνευματική ασφάλεια σωτηριολογικού χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί το συντομότερο τρόπο για τη λήψη της θείας Χάριτος72.
     Ο γέροντας Ιωσήφ χαρακτηρίζει ως «μέγα κατ' αλήθειαν το μυστήριον της υπακοής»73. Πού έγκειται όμως αυτό το μυστήριο της υπακοής; Έχουμε τη γνώμη, ότι το μυστήριο αυτό συνδέεται με το Χριστολογικό δόγμα. Όπως δηλαδή η πλήρης και τέλεια ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε ο Θεός Λόγος, υποτάχτηκε ελεύθερα στο θέλημα του Θεού Πατέρα, που ήταν το ίδιο με το θέλημα του Υιού, έτσι και ο πιστός ενταγμένος μύστηριακώς στο σώμα του Χριστού σώζεται και θεώνεται στο μέτρο αυτής της υπακοής στο Χριστό. Αυτό είναι, άλλωστε, το σωτηριολογικό νόημα του Χριστολογικού δόγματος. Όταν το θέλημα του ανθρώπου διαφοροποιείται από το θέλημα του Θεού, τίθεται μονωτικό τείχος στη σωτηριώδη ενέργεια του Χριστού προς τον άνθρωπο.
     Στη διαδικασία του μυστηρίου της υπακοής του πιστού στο Χριστό, ο γέροντας κατέχει τη θέση «κλειδί». Αποτελεί, κατά τον π. Ιωσήφ, «τύπον Χριστού». Γι' αυτό και προϋποθέτει αγαπητική σχέση του υποτακτικού προς τον γέροντα, ως προς τον ίδιο το Χριστό74. Ως «τύπος Χριστού», ο γέροντας διαβιβάζει την προς αυτόν υπακοή στο πρωτότυπο, το Χριστό75.
     Αλλά και στις θλίψεις προσδίδει ο γέροντας Ιωσήφ σωτηριολογική σημασία76.Όποιος αντιμετωπίζει πνευματικά τις θλίψεις, καθαρίζεται από τα πάθη, λαμπικάρεται, μετέχει σε θεωρίες μυστηρίων και γεύεται τη μέλλουσα ζωή στο παρόν77. Στο μέτρο των θλίψεων, μάλιστα, που υφίσταται ο αγωνιζόμενος, λαμβάνει και αντίστοιχη Χ'αρη78. Οι θλίψεις, οι δοκιμασίες και οι πειρασμοί είναι η παιδεία, στην οποία μας υποβάλλει ο Θεός, για να οδηγηθούμε στην απάθεια79. Η υπομονή στους πειρασμούς αποτελεί τον ασφαλή τρόπο της υπερβάσεώς τους, αλλά και τον τρόπο «να γίνει ο άνθρωπος κατά χάριν θεός»80.

ΣΥΝΟΨΗ
     Από τη μελέτη του συγγραφικού έργου του γέροντα Ιωσήφ προκύπτει αβίαστα, ότι η ασκητική ζωή και διδασκαλία του είναι θεμελιωμένη στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Κύρια χαρακτηριστικά της διδασκαλίας του είναι, ότι αυτή εναρμονίζεται απόλυτα με το Ορθόδοξο δόγμα και ότι αναδύεται μέσα από την προσωπική βιωματική εμπειρία του.
     Την Αποκάλυψη του Θεού τόσο στην κτίση όσο και στην Εκκλησία τη βιώνει και την κατανοεί ως χαρισματική εμπειρία της παρουσίας του ιδίου του Θεού, ως φανέρωσή του δια των ακτίστων ενεργειών του, ως μία συνεχή Θεοφάνεια. Ασφαλή προϋπόθεση της Θεολογίας θεωρεί την καθαρότητα των αισθήσεων, την οποία διαδέχεται ο φωτισμός του νου, και τον φωτισμό η θεωρία του Θεού, που συνιστά και την τελευταία βαθμίδα εμπειρικής γνώσεως του Θεού. Ο γέροντας Ιωσήφ έχει χαρισματική γνώση της αλήθειας, που προκύπτει από το θείο φωτισμό κατά τη θεοπτία. Τότε διευρύνονται τα φυσικά όρια του νου. Ο νους φωτίζεται, πληρούται θεϊκής σοφίας και θεολογεί πηγαίως. Η πνευματική γνώση καθεαυτήν ως θεογνωσία δεν έχει νοησιαρχικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί βιωματική γνώση, που αποκτάται εμπόνως διά των πειρασμών. Η θεολογική σκέψη και η προσευχή του έχει κέντρο αναφοράς τον Τριαδικό Θεό, ενώ στην Τριαδολογία του κυριαρχεί η θεολογία του φωτός.
    
Με τα κεκαθαρμένα πνευματικά αισθητήριά του μας παραδίδει ζωντανή και εμπειρική κοσμολογική διδασκαλία, που προκύπτει από την πρώτη θεωρία των όντων. Παραμένοντας απόλυτα σύμφωνος με την πατερική Ανθρωπολογία, υπογραμμίζει τη χαρισματική συγγένεια του ανθρώπου με το Θεό και παρουσιάζει φιλοκαλικώς τη φυσιολογία του νου, την παθολογία, αλλά και τη θεραπεία του.
    
Ως ζωντανό και ενεργό μέλος του μυστηριακού σώματος του Χριστού, έχει προσωπική - βιωματική σχέση τόσο με το Χριστό και τη Μητέρα τού Θεανθρώπου, όσο και με αγγέλους, με επώνυμους αγίους και με κεκοιμημένους της εν ουρανοίς Εκκλησίας. Τη λύση των προβλημάτων της Εκκλησίας τη βλέπει στην προσωπική διόρθωση των πιστών, στο φωτισμό και την τελείωσή τους και όχι στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων τους προς τους άλλους. Τέλος, αφετηρία και άξονας της Σωτηριολογίας του είναι η τήρηση της πρώτης εντολής, ενώ η αρετή της υπακοής ενέχει ιδιαίτερη σωτηριολογική σημασία. Στην υπακοή βλέπει τη σύνοψη των αρετών και τη συσχετίζει με το Σταυρό του Χριστού. Σωτηριολογική σημασία προσδίδει και στις θλίψεις, οι οποίες, όταν αντιμετωπίζονται πνευματικά, καθαρίζουν από τα πάθη και συμβάλλουν στη γεύση της μέλλουσας ζωής στο παρόν.
 
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
 
*Πρόκειται για Εισήγηση στο Διορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο: Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Άγιον Όρος - Φιλοκαλική εμπειρία, Λεμεσός 21-23.10.05
   1. Βλ. «Η Δεκάφωνος σάλπιγξ» 6, στο Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Βίος-Διδασκαλία-«Η Δεκάφωνος σάλπιγξ», Άγιον Όρος 52001, σ. 299.
   2. Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, Άγιον Όρος 62003, σ. 24.
   3. Πρβλ. Α' Κορ. 2,4.
   4. Βλ. Ρωμ. 8,14.
   5. Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, σ. 29.
   6. Βλ. Επιστολή 48, στο Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας, σ. 281.
   7. Επιστολή 64, ό. π. σ. 339. Πρβλ. Ιω. 14, 23.
   8. Βλ. Επιστολή 18, ό. π. σ. 123.
   9. Βλ. Επιστολή 48, ό. π. σ. 280.
  10. Βλ. Επιστολή 2, ό. π. σ. 41.
  11. Βλ. Επιστολή 48, ό. π. σ. 279.
  12. Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 9, ό. π. σ. 441. Πρβλ. Επιστολή 10, ό. π. σ.87-88.
  13. Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 12, ό. π. σ. 458. Πρβλ. Επιστολή 35, ό. π. σ. 208: «τον δε φωτισμόν διαδέχονται διακοπή της ευχής και συχναί θεωρίαι, αρπαγή του νοός, κατάπαυσις των αισθήσεων, ακινησία και άκρα σιγή των μελών, ένωσις Θεού και ανθρώπου εις έν».
  14. Βλ. Επιστολή 43, ό. π. σ. 264.
  15. «Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ» 4, ό. π. σ. 270.
  16. «Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ» 4, ό. π. σ. 270.
  17. Βλ. Επιστολή 35, ό. π. σ. 206-207.
  18. Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 11, ό. π. σ. 449.
  19. «Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ»
  20. Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. 12,ό. π. σ. 454.
  21. Ό.π.
  22. Βλ. ενδεικτικώς, Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ» Κατουνάκια, Άγιον Όρος 2000, σ. 161. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Βίος- Διδασκαλία- «Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ», Άγιον Όρος 52001, σ. 230-231.
  23. Βλ. Ιω. 6, 38.
  24. Ιω. 16, 13.
  25. Την Τριαδολογική αυτή θεμελίωση, με την αναφορά στον γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, ακούσαμε πολλές φορές προσωπικώς από τον μακαριστό υποτακτικό του, π. Εφραίμ Κατουνακιώτη.
  26. Βλ. «Η Δεκάφωνος σάλπιγξ» 6, ό. π. σ. 292.
  27. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Θείας Χάριτος εμπειρίες. Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Επιστολιμαία Βιογραφία - Ανέκδοτες επιστολές και ποιήματα, Επιστολή 13, Άγιον Όρος 2005, σ. 171.
  28. Βλ. ό. π. σ. 333.
  29. Επιστολή 39, ό. π. σ. 237.
  30. Επιστολή 52, ό. π. σ. 293.
  31. Επιστολή 13, ό. π. σ. 100
  32. Επιστολή 63, ό. π. σ. 335
  33. Βλ. Επιστολή 63, ό. π. σ. 335.
  34. Βλ. Επιστολή 10, ό. π. σ. 88.
  35. Βλ. Επιστολή 9, ό. π. σ. 76.
  36. Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, ό. π. σ. 461. Πρβλ. Επιστολή 63, σ. 335.
  37. Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, ό. π. σ. 461, Πρβλ. Επιστολή 63, σ. 335.
  38. Βλ. Επιστολή 66, ό. π. σ. 346.
  39. Βλ. Επιστολή 42, ό. π. σ. 259.
  40. Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, κεφ. Δ', ό. π. σ. 441.
  41. Βλ. Επιστολή 52, ό. π. σ. 295.
  42. Βλ. Επιστολή 18, ό. π. σ. 122.
  43. «Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ» 10, ό. π. σ. 337.
  44. Βλ. Επιστολή 56, ό. π. σ. 310.
  45. Επιστολή 10, ό. π. σ. 87.
  46. Επιστολή 57, ό. π. σ. 315. Πρβλ. Επιστολή 63, ό. π. σ. 331.
  47. Εβρ. 5, 14.
  48. Επιστολή 43, ό. π. σ. 261.
  49. Πρβλ. Αρχιμ. Εφραίμ, Αίσθησις ζωής αθανάτου, Ομιλίες για τον γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, Άγιον Όρος 2005, σ. 210.
  50. Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, ό. π. σ. 462.
  51. «Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ» 10, ό. π. σ. 336.
  52. Βλ. Επιστολή προς Ερημίτην, ό. π. σ. 462.
  53. «Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ» 10, ό. π. σ. 337.
  54. Επιστολή 63, ό. π. σ. 333.
  55. Επιστολή 64, ό. π. σ. 337.
  56. Βλ. ό. π. και Επιστολή 17, ό. π. σ. 121.
  57. Επιστολή 36, ό. π. σ. 214. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Θείας Χάριτος εμπειρίες..., Επιστολή 22, Άγιον Όρος 2005, σ. 198.
  58. Βλ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Επιστολή 101, PG 37, 188B. Πρβλ. Γρηγορίου Παλαμά, Προς Ξένην, PG 150, 1069A.
  59. Επιστολή 1, ό. π. σ. 36.
  60. Βλ. Επιστολή 37, ό. π. σ. 226- 230.
  61. Επιστολή 38, ό. π. σ. 232.
  62. Βλ. Επιστολή 38, ό. π. σ. 233. Πρβλ. Επιστολή 20, ό. π. σ. 133.
  63. Βλ. Επιστολή 48, ό. π. σ. 282.
  64. Βλ. Επιστολή 64, ό. π. σ. 339.
  65. Επιστολή 24, ό. π. σ. 150.
  66. «Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ» 6, ό. π. σ. 299.
  67. Επιστολή 39, ό. π. σ. 239.
  68. Βλ. ό. π.
  69. Επιστολή 29, ό. π. σ. 169.
  70. Βλ. Επιστολή 56, ό. π. σ. 312.
  71. Βλ. Επιστολή 3, ό. π. σ. 49.
  72. Βλ. Επιστολή 13, ό. π. σ. 99.
  73. Βλ. Επιστολή 14, ό. π. σ. 102.
  74. Βλ. ό. π.
  75. Βλ. Επιστολή 14, ό. π. σ. 104.
  76. Βλ. Επιστολή 37, ό. π. σ. 229.
  77. Βλ. Επιστολή 38, ό. π. σ. 234.
  78. Βλ. Επιστολή 7, ό. π. σ. 65.
  79. Βλ. Επιστολή 6, ό. π. σ. 60.
  80. Βλ. Επιστολή 17, ό. π. σ. 121.

Το προορατικό και διορατικό χάρισμα του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού



ΤΟ ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ  ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ
Ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν πολύ πεπειραμένος. Όταν τον επισκεπτόμασταν κατά τις νύχτες για εξομολόγηση, πολλές φορές έπαιρνε αυτός την πρωτοβουλία και μας εξηγούσε λεπτομερώς το πρόβλημά μας και την λύση του, προτού να του περιγράψουμε τι μας απασχολούσε! Δηλαδή, γνώριζε την εσωτερική μας κατάσταση και μας εξηγούσε σε τι οφείλεται και πώς πρέπει να την αντιμετωπίσουμε, είτε πρόκειται για λογισμούς είτε για πάθη είτε για ενέργειες της Χάριτος.
Δεν είχε ανάγκη να ερωτήσει, για να αναλύσει τα προβλήματα και ν’ απαντήσει. Με μια απλή ματιά διάβαζε τους λογισμούς μας. Διότι αφ’ ενός μεν είχε τεράστια ασκητική εμπειρία, αφ’ ετέρου δε είχε την Χάρη της διοράσεως.
Θαυμάζαμε πώς ήξερε τον εσωτερικό μας κόσμο τόσο καλά, ενώ εμείς οι ίδιοι δυσκολευόμασταν να τον περιγράψουμε! Ως τόσον όμως, συνήθως δεν φανέρωνε ξεκάθαρα ότι διάβαζε τους λογισμούς μας. Φυσικά εμείς δεν του κρύβαμε τίποτα, αλλά και να θέλαμε, άλλωστε, να του κρύψουμε κάτι, δεν μπορούσαμε, διότι μας το έλεγε εκείνος.
Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε πολλά περιστατικά του διορατικού χαρίσματός του.
Μια φορά, όταν ο Γέροντας βρισκόταν ακόμα στον Άγιο Βασίλειο, βγήκε έξω και πήγε μέχρι πάνω στο Κυριακό, στον παπα-Γεράσιμο. Εκεί ήταν κάποιος κοσμικός. Ο Γέροντας τον πλησίασε και του λέγει:
― Κάποιο λάθος έχετε πάνω σας, το οποίο είναι σοβαρό.
Λέγει ο κοσμικός:
― Τι λάθος έχω;
― Δεν το γνωρίζω, απαντά ο Γέροντας, πάντως έχετε ένα λάθος πολύ σοβαρό.
― Και δεν μπορούμε να το βρούμε;
― Τώρα την ημέρα δεν μπορούμε να το βρούμε. Αν θέλεις, έλα κάτω στο σπίτι την νύχτα.
― Μετά τα μεσάνυχτα θα έρθω, Γέροντα.
Τα μεσάνυχτα πήγε όντως ο κοσμικός εκεί. Άρχισαν την συζήτηση και στο τέλος φανερώθηκε: Ο κοσμικός, ενώ ήταν πτυχιούχος της θεολογίας, είχε γράψει ολόκληρο βιβλίο υπέρ της Δαρβίνειου θεωρίας, της εξελίξεως των ειδών!
Και ο Γέροντας του είπε:
― Καλά, όταν εκθέτεις μια θεωρία, μια αντίληψη, γιατί δεν παίρνεις ορθοδόξους θεολόγους, αγίους Πατέρας, αλλά παίρνεις από τους άλλους, τους ξένους, τους Προτεστάντες, τους Εβραίους, τους Μασώνους…, αυτοί δεν είναι χριστιανοί! Γιατί δεν παίρνεις τους αγίους Πατέρας; Τότε κατοχυρώνεται μία θεωρία ή μία απόψις όταν βεβαιώνεται  είτε από την Αγία Γραφή είτε από τους αγίους θεοφόρους Πατέρας.
Ο θεολόγος παραδέχθηκε, ότι είναι λάθος τοποθετημένος σ’ αυτήν την θεωρία, και ζήτησε από τον Γέροντα να του ειπεί από πού το κατάλαβε.
Του λέγει τότε ο Γέροντας:
― Εχθές όταν σε πλησίασα, μια αποφορά, μια βρώμα βγήκε από πάνω σου και απ’ αυτό κατάλαβα ότι κάποιο λάθος έχεις πάνω σου.
Εκ του βιβλίου ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιότης

Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Ο Θεός είναι η αρχή και τό τέλος Σταχυολογήματα από το θαυμάσιο βιβλίο του μακαριστού και Οσίου Γέροντος Ιωσήφ. Ο Θεός είναι η αρχή και τό τέλος



Σταχυολογήματα από το θαυμάσιο βιβλίο
του μακαριστού και Οσίου  Γέροντος Ιωσήφ.
Ο Θεός είναι η αρχή και τό τέλος

* Ο Θεός είναι η αρχή και το τέλος. Η χάρις Του ενεργεί όλα. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμις. Το δε πώς γί­νεται, πώς ενεργείται η αγάπη, είναι να φύλαξης τας εντολάς.
* Ένα μόνον ζητεί ο Θεός. να τον τιμάς, να τον αγα­πάς και να φυλάττης τας έντολάς Του, αναγνωρίζων ότι ο Πλαστουργός σου είναι Αυτός. Δεν θέλει να μοιράζης την δόξαν Του και να λατρεύης, άλλα αντί άλλων. Δεν θέλει να αγαπήσης κανένα πράγμα περισσότερον απ' Αυτόν...
* Ο κόπος είναι δια το σώμα, η ταπείνωσις δια την ψυχήν. και πάλιν τα δύο ομού, κόπος και ταπείνωσις, δι' όλον τον άνθρωπον.
* Μη αφήνης τον νου σου αργόν, δια να μη διδαχθής τα κακά. Μη αφήνεσαι να κυττάζης τας ελλείψεις των άλ­λων, διότι, χωρίς να το εννοής, θα ευρίσκεσαι συνεργός του πονηρού και απρόκοπος εις το αγαθόν. Μη συμμαχής εν αγνοία με τον εχθρόν της ψυχής σου... Όσον εσύ εν αγάπη σκεπάζεις τον αδελφόν, τοσούτον η χάρις θάλπει και φυλάττει σε από συκοφαντίας ανθρώπων.
* Χωρίς υπομονήν δεν γίνεται ο άνθρωπος πρακτικός, δεν μανθάνει τα πνευματικά, δεν φθάνει εις μέτρα αρετής και τελειώσεως.


* Πρόσεχε να μην κατακρίνης, διότι από αυτό παραχωρεί ο Θεός και φεύγει η χάρις και σε αφήνει ο Κύριος να πέφτης, να ταπεινώνεσαι, να βλέπης τα ιδικά σου σφάλματα.
* Η άσκησις, παιδί μου, θέλει στερήσεις. Τα καλά δεν τα βρίσκεις εις τα λουτρά και την καλοπέρασιν. Θέλει αγώνα και κόπον πολύν. Θέλει να φωνάζης ημέραν και νύκτα
προς τον Χριστόν. Θέλει υπομονήν εις όλους τους πειρασμούς και τας θλίψεις. Θέλει να πνίξης θυμόν και επιθυμίαν.
* Προσέχετε να μην επαινήτε ένας τον άλλον κατά πρόσωπον, διότι βλάπτει και τους τελείους ο έπαινος, όχι ε­σάς όπου είσθε ακόμη αδύνατοι... Μόνον ονειδισμοί και ταπεινώσεις ωφελούν πνευματικώς τον άνθρωπον. Διότι εξ αυτών γεννάται ταπείνωσις. Κερδίζει στεφάνους. Υπομένων πνίγει εγωϊσμόν και κενοδοξίαν.
* Μάθε να υπομένης ανδρείως τους πειρασμούς, οιουσ­δήποτε και αν επιτρέψη ο Κύριος... Μη ζητής εις τας θλί­ψεις σου παράκλησιν από τους ανθρώπους, δια να παρακληθής από τον Θεόν.
* Ποτέ δεν είδα εγώ να γίνη διόρθωσις με θυμόν, αλλά πάντοτε με αγάπην. Τότε και ο νουθετούμενος θυσιάζεται...
* Άλλος δρόμος δεν είναι πιο συντομώτερος, ως το να υπομένη κανείς τους πειρασμούς όπου έρχονται, με όποιον τρόπον του έλθουν. Η πνευματική κατάστασις του ανθρώπου και η χάρις που έχει, εκ της υπομονής λαμβάνει την μαρτυρίαν...
* Δεν έχει κουδούνι η αρετή να την γνωρίζης με το κουδούνισμα. Το κουδούνι της αρετής είναι η ανοχή, η μακροθυμία, η υπομονή. Αυτά είναι τα στολίδια του μοναχού και παντός χριστιανού.
* Δέξου τον πειρασμόν και μη αιτιάσαι τον ένα και τον άλλον... κάμε υπομονήν, δια να ιδή ο Θεός την προαίρεσιν, να ελαφρώση τον κόπον σου.
* Ουδέν άλλο δύναται τόσον να βοηθήση και κατευνάση τον θυμόν και όλα τα πάθη, όσον η αγάπη προς τον Θεόν και πάντα συνάνθρωπον. Με την αγάπην ευκόλως νικάς παρά με τους άλλους αγώνας.
* Μη στεναχωρήσαι εις τας θλίψεις και πειρασμούς, αλλά με την αγάπην του Ιησού μας να ελαφρύνης τον θυμόν και την αθυμίαν.
* Οι πειρασμοί. όσον ολίγη είναι η υπομονή, τόσον με­γάλοι φαίνονται οι πειρασμοί. Και όσον συνηθίζει ο άνθρωπος να τους υπομένη, τόσον μικραίνουν και τους περνά χωρίς κόπον, και γίνεται στερεός ωσάν βράχος.
* Παν αγαθόν εκ Θεού έχει την αρχήν. Δεν γίνεται α­γαθός λογισμός μη ων εκ Θεού, μηδέ πονηρός μη ων εκ του Διαβόλου. Ό,τι καλόν λοιπόν διανοηθής, ειπής, διαπράξης, όλα είναι της δωρεάς του Θεού. «Παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον». Όλα είναι της δωρεάς του Θεού. εδικόν μας δεν έχομεν τίποτε.
* Με πόνον και δάκρυα θα λάβης την χάριν. Και πάλιν με δάκρυα χαράς και ευχαριστίας, με φόβον Θεού αυτήν θα κράτησης. Με θέρμην και ζήλον ελκύεται. με ψυχρότητα και αμέλειαν χάνεται.
* Τρεις εχθροί πολεμούν των ανθρώπων το γένος. οι δαίμονες, η ιδία μας φύσις και η συνήθεια. Εκτός τούτων άλλος πόλεμος δεν υπάρχει.
* Τόσην χάριν δικαιούται εις εαυτόν να έχη ο άνθρωπος, όσον πειρασμόν ευχαρίστως υπομένει, όσον βάρος του πλησίον του αγογγύστως βαστάζει.
* Εις τρεις τάξεις διαιρείται η χάρις: καθαρτική, φωτιστική, τελειωτική. Εις τρεις και η πολιτεία: Κατά φύσιν, υπέρ φύσιν, παρά φύσιν. Εις αυτάς τας τρεις τάξεις ανέρχε­ται και κατέρχεται. Τρία είναι και τα μεγάλα χαρίσματα, όπου λαμβάνει: θεωρία, αγάπη, απάθεια.
* Μη φοβήσαι τους πειρασμούς. Καν πέσης πολλάκις, ανάστα. Μη χάνης την ψυχραιμίαν σου. Μην απογοητεύεσαι. Σύννεφα είναι και θα περάσουν.
* Δεν είδα εγώ μεγαλυτέραν ανάπαυσιν ως της τελείας υπακοής... Εργασθήτε λοιπόν τώρα που είσθε νέοι, να θερίσετε καρπόν απάθειας εις το γήρας. Εάν δεν βιασθήτε και του Μαθουσάλα τα χρόνια να ζήσετε, δεν θα χαρήτε αυτά τα χαρίσματα... Και θα ιδήτε τοιαύτην ακινησίαν παθών και ειρήνην ψυχής ως να είσθε μέσα εις τον Παράδεισον.
* Η χάρις του Θεού δεν έγκειται εις τους χρόνους, αλλά εις τον τρόπον, και εις το έλεος του Κυρίου.
* Η πείρα δια της πράξεως αποκτάται με χρόνους. η δε χάρις είναι χάρισμα εξαρτώμενον από τον Θεόν. και διδόμενον αναλογία θερμότητος πίστεως, ταπεινώσεως και καλής προαιρέσεως.
* Υπακοή είναι να υπόταξης το φρόνημα της ψυχής, δια να απαλλαγής από τον κακόν εαυτόν σου.
* Εάν θέλης συντόμως και χωρίς κόπον πολύν να προκόψης μάθε να παραιτήσαι από κάθε γνώμην ιδικήν σου δια να μην σου γίνεται θέλημα... Και πάντα να ενθυμήσαι ότι η υπακοή ή η παρακοή σου δεν στάματα εις τον Γέροντα, αλλά δι' αυτού ανατρέχει εις τον Θεόν.
* Ομολογώ ειλικρινώς μεθ' όλης ισχύος, εν πλήρει επιγνώσει, ότι άλλη οδός σωτηρίας δεν είναι, απέχουσα από κάθε πλάνην και ενέργειαν του εχθρού, ως η υπακοή.
* Γνώριζε καλώς ότι ο μη υποτασσόμενος ενί, υποτάσσεται πολλοίς. και εν τέλει ανυπότακτος μένει.
* Όταν ο άνθρωπος εν γνώσει υποχωρή εις τον πειρασμόν, κατόπιν έρχεται καιρός όπου δεν ημπορεί πλέον να ακούση το υγιές και ωφέλιμον, καθότι εχάλασεν ήδη η ακοή της ψυχής του. Και γίνεται μετά ταύτα καταφρονητής, πορευόμενος εις απώλειαν.
* Θέλει υπομονήν να έχη εκείνος όπου ζητεί να σωθή. Ει δε και ζητούμεν ημείς να τα κάμνη ο Θεός, όπως αρέσουν εις την ιδικήν μας διάκρισιν, τότε αλλοίμονον εις το χάλι μας.
* Ο διάβολος, μη δυνάμενος να εισέλθη όπου η ευλογία της υπακοής και ο σύνδεσμος της αγάπης, παντοειδώς πολεμεί να απομονώση δι' αποστασίας τον άνθρωπον, και κατόπιν να τον κάμη παίγνιον της κακίας και πανουργίας του...
* Ο διάβολος, όσον περνά ο καιρός και φθάνει το τέ­λος του, τόσον πολεμεί και βιάζεται με άκραν μανίαν όλους να μας κολάση.
* Θα δώσωμεν έκαστος λόγον όχι μόνον δια τας θεμιτάς και αθεμίτους πράξεις του, αλλά και δια λόγον αργόν και δια τας εννοίας, όπου διανοήθημεν εσφαλμένως.
* Μάθε να υπακούης απροφασίστως με χωρίς ανταλλάγματα και μη χρεώνης με οικονομίες και συγκαταβάσεις τον Γέροντα, διότι εις το τέλος, εδώ ή εκεί, τα έξοδα όλων αυτών των «οικονομιών» εσύ θα τα πλήρωσης. Μη βαρύνης δι' ασήμαντα πράγματα τον λογαριασμόν της ψυχής σου.
* Ήθελα να κάμω τρεις λόγους, ή και βιβλία, όπου το ένα να περιέχη μόνον αυτό: Ότι ο άνθρωπος είναι μηδέν και διαρκώς να φωνάζω ότι είμαι μηδέν. Το άλλο να γράφη: Ότι τα πάντα εν πάσι και επί πάσι είναι ο Θεός αυτοδόξαστος. Και το τρίτον: Έχε εις όλα υπομονήν έως θανάτου. Καν είσαι νέος, καν γήρασες, καν ηγωνίσθης χρόνους πολλούς, εάν δεν κάμης υπομονήν μέχρι να βγη η ψυχή σου, ως ράκος λογίζονται τα έργα σου ενώπιον του Θεού... Γνώθι σ' αυτόν ότι είσαι μηδέν και έχε υπομονήν εις τους πειρασμούς, δια να απαλλαγής εξ αυτών, και να γίνης θεός κατά χάριν, διότι είσαι η πνοή, το εμφύσημα του Θεού.
* Η άγνοια του καλού είναι σκότος ψυχής. Και αν ο άνθρωπος δεν συμμαχήση με τον Χριστόν, όπου είναι το φως, δεν ημπορεί να λυτρωθή από τον άρχοντα του σκότους, τον Διάβολον.
* Ο ταπεινός, μυρίας φοράς και αν πέση, πάλιν εγείρεται και νίκη η πτώσις λογίζεται. Ο δε υπερήφανος, ευθύς με την πτώσιν εις το αμάρτημα, πίπτει και στην απόγνωσιν. και σκληρύνων δεν θέλει πλέον να εγερθή. Η απόγνωσις είναι θανάσιμος αμαρτία, και χαίρει εν αυτή υπέρ άπαντα ο διάβολος. Διαλύεται δε ευθύς με την εξαγόρευσιν.
* Μόνον η χάρις του Θεού όταν έλθει, τότε στέκει στα πόδια ο άνθρωπος. Αλλέως, χωρίς χάριν, πάντοτε περιτρέπεται και πάντοτε πίπτει...
* Φάρμακα είναι οι πειρασμοί και βότανα ιατρικά, όπου θεραπεύουν τα πάθη τα φανερά και τις αόρατες πληγές μας... Κάλλιον μιας ημέρας ζωή νικηφόρος με βραβεία, πάρεξ έτη πολλά και να ζήσης εν αμελεία... Χωρίς αγώνα και χύσιν αίματος μη περιμένης ελευθερίαν παθών...
* Το αμάρτημα το μικρόν ή το μέγα δια της αληθούς μετανοίας εξαφανίζεται.
* Αν και συγχωρήται ο άνθρωπος δια την αμαρτίαν του, όμως παραμένει η φαντασία του σφάλματος και η εργασία αυτής. καίτοι συγχωρείται η αμαρτία, ο κανόνας πα­ραμένει αναλογία του πταίσματος.
* Ή θα ζήσω μίαν ώραν καθώς θέλεις, Χριστέ μου, ή ας μη υπάρχω εις αυτήν την ζωήν. Έτσι κλαίεις, θρηνείς, και έρχεται το έλεος του Κυρίου. Ησυχάζουν τα πάθη και ειρηνεύεις με τον εαυτόν σου, με τον Θεόν και με όλην την κτίσιν... Παν ό,τι προξενεί ηδονήν θεραπεύεται με οδύνην.
* Όσον και αν το θελήση ο Διάβολος, δεν ημπορεί, μόνος να μας κολάση, εάν ημείς δεν συνεργήσωμεν στην κακίαν του. αλλ' ούτε πάλιν ο Θεός θέλει μόνος Του να μας σώση, εάν και ημείς δεν γίνωμεν συνεργεί της Αυτού χάρι­τος εις την σωτηρίαν μας. Πάντα βοηθεί ο Θεός, πάντα προφθάνει, αλλά θέλει και ημείς να εργασθούμεν, να κάμωμεν εκείνο όπου ημπορούμεν.
* ...Εγώ εκύτταζα πού υπάρχει ζωή. Πού ημπορώ να κερδίσω ωφέλειαν ψυχής... Λόγος πώς θα σωθής σπανίως ακούεται. Μόνον καταλαλιά και κατάκρισις... Αυτοί, καθώς έκαστος ζη έτσι και ομιλεί. Έτσι βλέπουν, έτσι λέ­γουν..., και εγώ τα αφήνω όλα εις τον Θεόν και μανθάνω να υπομένω τα επερχόμενα αγογγύστως.
* Χωρίς ησυχίαν η χάρις δεν παραμένει. και χωρίς την χάριν ο άνθρωπος είναι μηδέν... Την δε κατά μόνας ανάγνωσιν μην την αφήνης ποτέ, ότι πολλήν ωφέλειαν έχει. Διότι λαμβάνεις παράδειγμα από τους Αγίους. Βλέπεις ως εις καθρέπτην τα λάθη σου, τας ελλείψεις, και διορθώνεις τον βίον σου. Είναι η ανάγνωσις φως εις το σκότος.
* Είδα γαρ και πολυειδώς εδοκίμασα ότι, αν η χάρις του Θεού δεν φωτίση τον άνθρωπον, τα λόγια όσα και αν ομιλήσης δεν βγάνεις ωφέλειαν. Προς στιγμήν τα ακούει και την άλλην στρέφει πάλιν αιχμάλωτος εις τα ίδια. Εάν όμως ευθύς με τον λόγον ενεργήση η χάρις, τότε γίνεται κατ' εκείνην την ώραν αλλοίωσις με την αγαθήν του ανθρώπου προαίρεσιν. Και αλλάσσει θαυμαστώς η ζωή του εκ της ώρας εκείνης. Όμως αυτό συμβαίνει εις όσους δεν εσκλήρυναν από μέσα τους ακοήν και συνείδησιν. Εις δε τους ακούοντας και εν παρακοή παραμένοντας εις τα κακά των θελήματα, εις αυτούς καν ημερονύκτια ομιλής καν την σοφίαν των Πατέρων εις τας ακοάς των κενώσης, καν θαύματα προ οφθαλμών των ποιήσης, καν το ρεύμα του Νείλου επάνω των γυρίσης, αυτή δεν λαμβάνουν μήτε ρανίδα ωφέλειαν. Μόνον θέλουν να έρχωνται, να ομιλούν, να περάση η ώρα των, χάριν της ακηδίας... Δια Θεόν τρέχω. ου μέλλει μοι δια τους ανθρώπους... Η πείρα δεν αγοράζεται. Είναι εκάστου απόκτημα, κατά τον κόπον του και το αίμα του που θα δώση μόνος του να την απόκτηση.
* Της υπακοής το φορτίον λογίζεται σύνοψις των λοιπών αρετών, όπως και ο Σταυρός των Παθών του Κυρίου. Και καθώς ο Ληστής δια του Σταυρού εισήλθεν εις τον Παράδεισον, ούτω και ημείς δια της υπακοής ως δια Σταυρού, εισερχόμεθα εις την Βασιλείαν. Προφανώς οι παρήκοοι έ­ξω της Βασιλείας... Όποιος δεν έχει ταπείνωσιν, δεν κάμνει ό,τι του λέγουν, γίνεται δούλος δαιμόνων...
* Προσοχή, να μην γινώμεθα ημείς αίτιοι του κακού εις τον άλλον. Και αν δεν δυνάμεθα να τον επιστρέψωμεν, αλλά τον εαυτόν μας ημπορούμεν να τον φυλάγωμεν, να μην πλανηθούμεν.
* Χωρίς το θέλημα του Κυρίου, μήτε ασθενούμεν μήτε αποθνήσκομεν... Λοιπόν ταπεινώσου και πάσαν την ελπίδα σου στήριζε εις Αυτόν.
* Πίστευσον, τέκνον μου, ότι εις όσα και αν πάσχωμεν, εις όλα ο Χριστός είναι άριστος ιατρός της ψυχής και του σώματος. Αρκεί να έχης την τελείαν αυταπάρνησιν, την τε­λείαν πίστιν και αφοσίωσιν εις αυτόν χωρίς δισταγμόν... Είπε εις αυτόν τα παράπονά σου και θα ιδής παράκλησιν, θα ιδής θεραπείαν, όπου να θεραπεύη όχι μόνον το σώμα, αλλά μάλλον της ψυχής σου τα πάθη.
* Του Θεού αι ενέργειαι δεν ομοιάζουν με ημών των ανθρώπων. Αυτός σιγά - σιγά με πάσαν υπομονήν εργάζεται την σωτηρίαν όλων των θελόντων σωθήναι. Πιστεύω ότι και εδώ δεν θα αφήση τους στεναγμούς και τα δάκρυα της μητρός να πάνε χαμένα... Μόνον την μετάνοιαν του ανθρώπου, εάν λάβη εις χείρας Του ο φιλάνθρωπος, όλα τα άλλα γνωρίζει Αυτός να οικονομή πανσόφως εις σωτηρίαν.
* ...Ο ελεήμων Θεός αιτίαν γυρεύει και αφορμήν δια να σώση ψυχήν.
* ...Δι' ένα μικρόν πειρασμόν αμέσως η άρνησις. Προτιμώμεν αιώνιον χωρισμόν από τον Χριστόν και ένωσιν αιώνιον με τον Σατανάν, παρά να υπομείνωμεν ταπεινώς την δοκιμασίαν μίας στιγμής!
* Όπου σκληρότης και υπερηφάνεια, εκεί παρακοή και τα σκάνδαλα. Όπου υπακοή και ταπείνωσις, εκεί Θεός αναπαύεται.
* Είδες άνθρωπον με δίχως υπομονήν; Είναι λύχνος με χωρίς έλαιον, όπου συντόμως θα σβήση το φως του... Η νίκη είναι υπομονή, η νίκη είναι ταπείνωσις, η νίκη είναι υπακοή.
* Ταπείνωσις είναι να σφάλλη ο άλλος και, πριν να προλάβη αυτός να ζητήση συγχώρησιν, ημείς να του βάνωμεν μετάνοιαν λέγοντες: -Συγχώρησον, αδελφέ μου, ευλόγησον!
* Δεν υπάρχει άλλη θυσία πλέον ευώδης προς τον Θεόν, όσον η αγνότης του σώματος, όπου αποκτάται με αίμα και αγώνα φρικτόν.
* Κατά αλήθειαν, τέκνον μου, μέγας ο αγών κατά τών παθών, αλλά χάριτι Θεού όλα κατορθούνται. και τη Αυτού βοήθεια, τα αδύνατα δυνατά γίνονται.
* Όταν γίνεται συγκατάθεσις εις τους λογισμούς, όπου σπέρνει ο πονηρός, τότε σου κόπτει αμέσως την παρρησίαν της προσευχής.
* Μη ραθυμής και αφήνης τον καιρόν να περνά, διότι τον χρόνον όπου ξοδεύεις ασκόπως και μάταια κάθε ημέραν δεν θα τον ξαναβρής. Και θα έχης να δώσης λόγον δι' όλες τις ημέρες και ώρες και στιγμές της ζωής σου.
* Επί τούτοις μάθε και τούτο. ότι με την αγάπην προς τον Χριστόν και την Παναγίαν περισσοτέρως αποκτάς νήψιν και θεωρίαν παρά με άλλους αγώνας. Καλά είναι και όλα τα άλλα, όταν καλώς γίνωνται, αλλ' η αγάπη υπέρκειται όλων...
* Λύπη μικρά μετά χαράς συν δάκρυσι μεμιγμένη και με παράκλησιν στην ψυχήν είναι της χάριτος του Θεού. Αυτή μας οδηγεί προς μετάνοιαν εις ό,τι και αν σφάλλωμεν εφ' όρου ζωής. Διώχνει το σφάλμα την προς Θεόν παρρησίαν, αλλ' η μετάνοια ευθύς την ανακαλεί. Δεν απελπίζει η χάρις, αλλά συνεχώς διεγείρει τον πίπτοντα εις μετάνοιαν. οι δε λόγοι του δαίμονος ευθύς του δίδουν απόγνωσιν, τον μαραίνουν ως το χαλάζι που πίπτει εις τα τρυφερά φυλλαράκια.
* Η χάρις της μετανοίας, όπου ενεργείται εις αυτούς ό­που αγωνίζονται, είναι κληρονομιά πατροπαράδοτος. Είναι συνάλλαγμα και αντάλλαγμα θείον, όπου δίδομεν γην και λαμβάνομεν ουρανόν. Ανταλλάσσομεν ύλην λαμβάνοντες πνεύμα. Ο κάθε ιδρώτας, ο κάθε πόνος, η κάθε άσκησις δια τον Θεόν μας είναι αλλαγή συναλλάγματος. Αφαίρεσις αί­ματος, εισροή Πνεύματος.
* ...Ευωδιάσατε την ζωήν, την ψυχήν και το σώμα σας, με την αγνείαν και παρθενίαν. Δεν είδα εγώ άλλο που να αρέση τόσον ο γλυκύς Ιησούς και η Πανάχραντος Μήτηρ Του ως αγνείαν και παρθενίαν. Και ει τις θέλει να απολαύση την πολλήν τους αγάπην ας φροντίζη να καθαρεύη, να αγνεύη την ψυχήν και το σώμα. Και ούτως κάθε ουράνιον αγαθόν μέλλει να λάβη.
* ...Εις το αταπείνωτον φρόνημα εμφωλεύει ο πολύς εκείνος εγωισμός, η εωσφορική υπερηφάνεια των αιρετικών, όλων των πλανεμένων που δεν θέλουν να επιστρέψουν.
* Με τους πειρασμούς, παιδί μου, μας γίνεται η κάθαρσις της ψυχής. Μέσα στας θλίψεις, μέσα στους πειρασμούς, εκεί ευρίσκεται και η χάρις. Εκεί θα βρης τον γλυκύτατον Ιησούν... Θλίψεις δεν λέγονται αι στενοχώριες και μέριμνες, το πώς να ζήσης, αλλά θλίψεις δια Χριστόν. Διωγμοί. το να πάσχης δια να σώσης ταν άλλον. Αγώνες δι' αγάπην Χριστού και εναντιώσεις των πειρασμών. Να δυστυχής έως θανάτου δια Χριστόν. Να υπομένης ύβρεις και ονείδη αδίκως. Να καταφρονήσαι από όλους ως πλανε­μένος. Τότε δικαίως ο Κύριος παρακαλεί την ψυχήν και ευ­φραίνει αυτήν.
* Ο εμός πόθος, η καύσις της εμής καρδίας, ο θείος μου έρως ο φλογίζων τα σπλάχνα μου διαρκώς, είναι πώς να σωθούν ψυχαί. πώς να προσφερθούν εις τον γλυκύτατον Ιησούν μας θυσίαι λογικαί.
* Λοιπόν ακούσατέ μου του ταπεινού και ελαχίστου. Ανοίξατε τους οφθαλμούς της ψυχής σας να ιδήτε τι υπάρχει πέραν από αυτήν την ζωήν.
* Οι άνθρωποι του κόσμου αγαπούν τον κόσμον, επειδή δεν εγνώρισαν ακόμη την πικρίαν αυτού. Είναι ακόμη τυφλοί στην ψυχήν και δεν βλέπουν τι κρύπτεται μέσα εις αυ­τήν την προσωρινήν χαράν. Δεν ήλθεν ακόμη εις αυτούς φως νοητόν. δεν έφεξεν ακόμη ημέρα σωτηρίας... Δεν κερδίζει ο έξυπνος, ο ευγενής, ο ομιλών τορνευτά, ή ο πλού­σιος, αλλ' όποιος υβρίζεται και μακροθυμεί, αδικείται και συγχωρεί, συκοφαντείται και υπομένει. ...Αυτός καθαρίζε­ται και λαμπρύνεται περισσότερον. Αυτός φθάνει εις μέτρα μεγάλα. Αυτός εντρυφά εις θεωρίας μυστηρίων. Και τέλος αυτός είναι από εδώ μέσα εις τον Παράδεισον.
* Η κάθε θλίψις όπου μας γίνεται, είτε εξ ανθρώπων, είτε εκ δαιμόνων, είτε εξ αυτής της ιδίας μας φύσεως, πάντοτε έχει κλεισμένον εντός της το ανάλογο κέρδος. Και όποιος την απερνά δι' υπομονής λαμβάνει την πληρωμήν. ε­νταύθα τον αρραβώνα εκείθεν το τέλειον. Χρεία λοιπόν της υπομονής, καθάπερ άλας εν φαγητώ, διότι άλλος δρόμος δεν είναι του να κερδίσωμεν, να πλουτίσωμεν, να βασιλεύσωμεν. Αυτόν τον δρόμον ο Χριστός μας τον χάραξε. Και ημείς, όσοι τον αγαπούμεν, οφείλομεν δι' αγάπην Του να ακολουθούμεν... Χωρίς πειρασμόν δεν γνωρίζονται αι αγνές ψυχές, δεν φαίνεται η αρετή, δεν διακρίνεται η υπομονή. Χωρίς πειρασμούς αδύνατον η υγεία της ψυχής να φανή...
* Τώρα θυμώνεις και λυπείσαι, διότι βραδύνει να απαιτήση ο ουράνιος Πατήρ. Καγώ σοι λέγω ότι και αυτό θα γίνη καθώς το επιθυμείς, αλλά θέλει πρώτα προσευχήν εξ όλης ψυχής και κατόπιν να περιμένης... Και όμως, αφού παρέλθη η δοκιμασία, έρχεται τόση παράκλησις, ωσάν να είσαι μέσα εις τον παράδεισον χωρίς σώμα. Σε αγαπά ο Χριστός, σε αγαπά η Παναγία μας, σε επαινούν οι Άγιοι, οι Άγγελοι σε θαυμάζουν.
* Η χάρις του Χριστού και της Παναγίας μας όλα τα διαλύει. Έχε υπομονήν, διότι η Βασίλισσα Θεοτόκος και Κυρία των όλων δεν μας αφήνει. Αυτή προσεύχεται δι' ημάς.
* Μικρά τα ενταύθα παθήματα προς σύγκρισιν της μελλούσης ανταποδόσεως. δια τούτο, ψυχή μου, κάμνε υπομονήν.
* Ο Θεός βοά προς ημάς τέκνα Αυτού γενέσθαι, ημείς δε γινόμεθα υιοί σκότους. Δια βραχύ μέλι τους όλους αιώνας αλλάσσομεν. Δια μικράν ηδονήν καν τε τρυφής, καν τε δόξης της Βασιλείας του Θεού παραιτούμεθα και εκπίπτομεν.
* Η σημερινή κατάστασις των πολλών περιωρίσθη εις ένα τύπον εξωτερικόν. Πέραν τούτου δεν υπάρχει φροντίδα και μέριμνα δια το εσωτερικόν της ψυχής, όπου συνίσταται το παν...
* ...Να βλέπης ότι έχεις όλον εξ ολοκλήρου το δίκαιον και να πείθης τον εαυτόν σου ότι έχεις το άδικον. Αυτή είναι η τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών... Λοιπόν ταπείνωσόν σου το φρόνημα και μη νομίζης πως είναι εύκολον να πάθης και να μάθης τοιαύτα... Μη βλέπης τον κόσμον, να σε βλέπη ο Θεός.
* Πάντοτε εις την ώραν του πειρασμού να καταφεύγης εις τον Χριστόν και την Παναγίαν μας. Να επικαλήσαι την βοήθειαν των Αγίων και να προσέχης... Να φεύγης ωσάν από φωτιά τους κακούς λογισμούς, δια να μην κάμνουν μέσα σου ρίζες.
* Ουδέν άλλο ωραιότερον, ουδέ γλυκύτερον ως το αγα­πάν τον Κύριον Ιησούν. Ουδέν υψηλότερον ως το φιλοσοφείν περί των ουρανίων και εκ των εντεύθεν κατοπτρίζειν τα αιώνια αγαθά.
* Ο αληθής μοναχός είναι προϊόν του Αγίου Πνεύματος.
* Τον έσω άνθρωπον θέλει η θεία Χάρις να ενώσης με τον Θεόν και τότε θα γίνης χρήσιμος και εις άλλους.
* Τον κόσμον μόνον ο πόλεμος θα τον διορθώση όπου ήδη θα έλθη ή και έρχεται μετά καλπασμού. Η δυστυχία θα φέρη πολλούς εις συναίσθησιν. οι δε αμετανόητοι, αναπολόγητοι.
* Μακάριος, όποιος νυχθημερόν ενθυμείται τον θάνατον και ετοιμάζεται να τον συνάντηση... Μη λυπήσαι υπέρμετρος δια τίποτε. Άφηνέ τα όλα εις τον Θεόν. και Εκείνος από ημάς γνωρίζει καλύτερα της ψυχής το συμφέρον... Τα κακώς γενόμενα εις το παρελθόν, μόνον μετάνοια καλή, και αλλαγή ζωής τα διορθώνει.
* Ενόσω ζούμε, αυτή η ζωή δεν έχει ανάπαυσιν. Ζυμωμένη με τα βάσανα είναι. Ανάμικτα όλα, και μακάριος όπου έχει σύνεσιν να κερδαίνη από όλα.
* Οι Μασώνοι πολλά σκέπτονται και πολλά θέλουν να κάμουν, αλλ' εάν επιτρέψη ο πάντων Κύριος. Χωρίς το θέλημά Του, είπε, μήτε τρίχα δεν πέφτει, μήτε φύλλο. Αυτός θα διασκέδαση τας βουλάς αυτών...
* Και δίδασκέ τους όλους να προσεύχωνται νοερώς, να λέγουν αδιάλειπτα την ευχήν: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Εις την αρχήν με τα χείλη και με τον νουν. Έπειτα με τον νουν και με την καρδίαν. και θα εύρουν συντόμως οδόν της ζωής, θύραν του Παραδείσου, μάλλον αυτή η ευχή λεγομένη με πόθον θα γίνη ως Παράδεισος μέσα τους... Η ευχή βοηθά όλους, αλλά πρέπει καθένας να αγωνίζεται κατά δύναμιν. ο δε Θεός, κατά την προαίρεσιν, αναλόγως δίδει την χάριν Του.
* Δεν είναι μόνον να εύχεσαι, είναι και να προσέχης. Να αγρυπνής εις τους λογισμούς, να τους κυβερνάς με πολλήν δεξιοτεχνίαν, αλλέως θα σε κυβερνήσουν αυτοί και εις το τέλος θα γίνης περίγελως των δαιμόνων.
* Δεν είδα εγώ ψυχήν ευχομένην να προοδεύση, χωρίς καθαράν εξαγόρευσιν των κρυπτών λογισμών. Θέλεις, παιδί μου, να συντρίψης την κεφαλήν του Όφεως; Ειπέ τους λογισμούς σου καθαρά στην εξομολόγησιν. Μέσα εις την πονηρίαν των λογισμών στέκει η δύναμις του Διαβόλου. Τους κρατάς; Κρύπτεται. Τους φέρνεις εις φως; Αφανίζεται. και τότε χαίρει ο Χριστός, προχωρεί η ευχή και το φως της χάριτος θεραπεύει, ημερεύει τον νουν, την καρδίαν σου.
* Ας εξετάζωμεν ο καθείς μας, νέοι και γέροντες, μικροί και μεγάλοι. εις τον κάθε λόγον όπου θα ειπούμεν, εις το κάθε μας βήμα, εις όλας τας στιγμάς νυκτός και ημέρας μήπως κάμνωμεν, λέγωμεν ή διανοούμεθα κάτι που δεν αρέσει εις τον Χριστόν;
* Αφήσατε το ίδιον θέλημα, διότι είναι θάνατος ψυχής εις τον άνθρωπον. και ας σκεπάζη ο ένας του άλλου τα σφάλματα, δια να σκεπάζη και ο Χριστός τα ιδικά σας.
* Δεν αλησμονώ τες καλωσύνες σου. μόνον, όταν βλάπτεται η ψυχή μου δεν συμφωνώ. Διότι κατά πολύ υπερτερεί ο Θεός της ανθρωπίνης αγάπης. Και όλα του κόσμου τα αγαθά εάν μου χαρίσης, εάν εγώ πληροφορηθώ ότι ένα πράγμα δεν είναι κατά Θεόν δεν το κάμνω εις τον αιώνα. Αφού ημέραν και νύκτα ζητώ να γίνεται το θέλημα του Θεού, πώς λοιπόν να το παραβώ; Δι' αυτό μη λέγης ότι δεν σε αγαπώ, αλλ' ότι δεν συμφωνεί ο Θεός με τον λογισμόν σου.
* Η αλήθεια είναι πράγμα ακριβόν και δεν ευρίσκεται εις του καθενός τον λόγον. Καθώς ζη έτσι και ομιλεί έκαστος των ανθρώπων. Γνώθι εκ του τρόπου της ζωής την αλήθειαν των λεγομένων...
Ο σος πατήρ και ευχέτης αμαρτωλός Ιωσήφ.

* Μάταιε κόσμε! Ψεύτικε ντουνιά! Κανένα καλόν δεν έχεις επάνω σου! Τελείως ψεύδος. Τελείως απάτη. Μας απατάς, μας γελάς, παίζεις μαζί μας... Ει τι εκάναμεν και το εστείλαμεν δια την άλλην ζωήν, εκείνο και μόνον παραμένει άθικτον. Κανείς δεν το παίρνει. Κανείς δεν δύναται να το αφαίρεση.
* ...Το δάκρυ, τo πένθος, o πόνος, διότι ελύπησες τον τόσο καλόν και ευεργέτην πατέρα Θεόν όπου σε εδόξασε τόσον εσέ τον πηλόν, σου εχάρισε την θεϊκήν Του πνοήν αυτά της μετανοίας τα έργα, με την χάριν Του, θα σε εξαγνίσουν. Λοιπόν κλαύσον και πένθησον, διότι ελύπησες τον Θεόν, και μετά τον κλαυθμόν σε επισκιάζει παράκλησις και παρηγοριά. Και τότε ανοίγεται θύρα της προσευχής.
* Και επειδή εμολύναμε τον νουν μας, και την καρδίαν μας και το σώμα μας, με λόγον, με έργον, κατά διάνοιαν, τώρα δέν έχομεν παρρησίαν. Δεν έχομεν ένδυμα γάμου. Δι' αυτό πρέπει να καθαρισθώμεν. με εξομολόγησιν, με δάκρυα, με πόνον ψυχής. και το πάντων ανώτερον, προσευχήν, όπου καθαρίζει και τελειοποιεί τον άνθρωπον.
* Η ταπείνωσις δεν είναι λόγια απλά όπου λέγομεν. είμαι αμαρτωλός... και λοιπά. Η ταπείνωσις είναι η αλήθεια. Να μάθη κανείς ότι είναι μηδέν... Μέγα δώρον Θεού το να γνωρίση ο άνθρωπος την αλήθειαν. και αυτή η αλήθεια είπεν ο Κύριος ελευθερώνει ημάς εκ της αμαρτίας.
* Η γνώσις περί Θεού είναι όρασις του Θεού. Καθότι η πνευματική γνώσις, όχι η φυσική, γνωρίζει τον Θεόν. Διότι η φυσική γνώσις είναι η διάκρισις όπου γνωρίζει το καλόν από το κακόν και το έχουν όλοι οι άνθρωποι η δε πνευματική γνώσις γίνεται εκ της πνευματικής εργασίας μετά του «γνώθι σαυτόν». Όλα αυτά μας γίνονται εκ της χάριτος του Θεού δια μέσου της προσευχής. Η χάρις του Θεού βλέπεται νοερώς και γνωρίζεται εν αισθήσει νοός μόνον εν ώρα της προσευχής.
* Και, όσον εσύ καθαρίζεις από τα πάθη, τόσον ειρηνεύεις και σωφρονείς και εννοείς τον Θεόν.
* Τας βουλάς του Θεού, όπως εργάζεται δια να μας σώση, δεν τας γνωρίζει κανείς. Πάντως όμως με όποιον τρόπον και αν γίνονται είναι ωφέλιμες αδιάφορον ότι ημείς λυπούμεθα και μας φαίνεται ότι εγκατελείφθημεν από του Θεού.
* Ο άνθρωπος από μικρός αμαρτάνει. με λόγον, με βλέμμα, με την διάνοιαν, με συγκατάθεσιν, με την πράξιν. Και δι' ενός φόβου εξαφνικού, ενός δυστυχήματος, μιας μεγάλης ζημίας, συγχωρούνται όλα εκείνα και γίνεται διαμάντι, από γυαλί όπου ήτον τό πρότερον.
* Όταν εξομολογήται ο άνθρωπος, καθαρίζεται η ψυχή του και γίνεται ως αδάμαντας φωτεινός... Χωρίς την εξομολόγησιν, μετάνοιαν δεν λογίζεται. και χωρίς την μετάνοιαν άνθρωπος δεν σώζεται...
* Αν δεν αφήσης την αμαρτίαν ό,τι και αν κάνης πηγαίνει χαμένο. Μόλις χωρίσεις και αφήσεις την αμαρτίαν όλα είναι συγχωρημένα μετά την εξομολόγησιν.
                                                                                                Διατελώ προς Θεόν ευχέτης
                                                                                               Ελάχιστος μοναχός Ιωσήφ



* Αρχή και τέλος παντός αγαθού είναι ο Χριστός. Ημείς από μόνοι μας δεν ημπορούμεν τίποτε να ποιήσωμεν, εάν ο Χριστός με την θείαν του χάριν εν πρώτοις δεν συνεργήση.
* Βάλε μίαν καλήν αρχήν, δια να γίνη και το τέλος καλόν. Εργάσου τώρα την κάθε ημέραν δια να θερίσης ειρήνην στο γήρας.
* Δια να αναπτύσσεται ο έσωθεν άνθρωπος, να εύρης ειρήνην από τα πάθη, και να εξανθήση ο καρπός της αγαθής εργασίας σου, πρέπει όλα να συνοδεύωνται με την διηνεκή και αδιάλειπτον προσευχήν.
* Με την αγάπην και την απλότητα, χωρίς πολλούς διαλογισμούς, γρηγορώτερα φθάνεις εις τον άνω λιμένα.
* Όσον περισσότερον αγαπάς, τόσον περισσότερον αγαπάσαι... Φροντίζετε την ψυχήν σας μόνον. αυτήν μερι­μνάτε να σώσετε όπου είναι τιμία, αθάνατος.
* Όλα συγχωρούνται, μόνον όσα δεν εξομολογηθούν, εκείνα δεν συγχωρούνται... Χύσε δύο σταγόνας δάκρυα με πόνον ψυχής, και ξεπλύνετε όλος ο ρύπος.
* Κάμνε ό,τι ημπορείς ελεημοσύνην, Λειτουργίας, Παρακλήσεις, ό,τι ημπορείς, δια να ανοίξης τον δρόμον εις τους ουρανούς, όπου εκατονταπλασίονα λήψει και ζωήν την αιώνιον.
* Ο άνθρωπος, τέκνον μου, τίποτε από μόνος του δεν δύναται να ποιήση. μήτε είχε, μήτε έχει, μήτε θα έχη ποτέ την δύναμιν να πράξη κάτι καλόν, χωρίς να τον επισκίαση άνωθεν ο Θεός.
* Όσον διψά κανείς την σωτηρίαν του αδελφού του, τόσον πλημμυρίζει η ψυχή του από αγάπην Θεού.
* Αφού τον Θεόν αγαπήσης, τότε και τον πλησίον σου να αγαπήσης ως εαυτόν.
* Πρόσεχε, παιδί μου, πολύ τους αιρετικούς. Αυτού όπου είσαι είναι ξένες φυλές και γλώσσες... Μην ομιλής διόλου με αυτούς, διότι μολύνεται η καθαρά σου ψυχή από τα βλάσφημα λόγια τους. Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας τους έχει χωρίσει.
* Κάλλιον να αποθάνω επάνω εις τον αγώνα, παρά να αφήσω και να υβρισθή η οδός του Θεού, αφού έχω τόσας μαρτυρίας ότι δι' αυτής διώδευσαν Πάντες οι Άγιοι.
* Πλείον των άλλων χρήζομεν της πνευματικής διακρίσεως, και πρέπει εμπόνως να το ζητούμεν παρά Θεού...
* Ημείς να ζητώμεν το έλεος της αφέσεως των αμαρτιών μας, και να επιμεληθώμεν την καθαρότητα της ψυχής, και τα του Θεού έρχονται μόνα τους χωρίς την ημών ζήτησιν.
* Πας άνθρωπος χρεωστεί, εάν θέλη την σωτηρίαν του, να βιάζεται, να πολεμή μετά των παθών..., και να αγωνίζεται δια να στέκη εις τους θεϊκούς νόμους της φύσεως.
* Άλλο μεν, αγαπητόν μοι τέκνον, είναι εντολή αγάπης εξ έργων τελούμενης προς την αλληλοφιλαδελφίαν, και άλλο ενέργεια της θείας Αγάπης. Και το μεν πρώτον δύνανται όλοι οι άνθρωποι, εάν θελήσουν και βιασθούν να το πληρώσουν, το δε δεύτερον έγκειται εις την πηγήν της Αγάπης, τον γλυκύτατόν μας Ιησούν, όπου μας δίδει, εάν θέλη, όπως θέλει, και οπότε Αυτός θέλει... Είθε ο Θεός των όλων όλους να ελεήση δι' ευχών των Οσίων Θεοφόρων Πατέρων. Αμήν.

   
ΠΑΠΑ – ΤΥΧΩΝ


Έλεγε ο παπα-Τύχων. Για να βρεις καλό πνευματικό πρέπει να κανείς τρεις μέρες προσευχή και κατόπιν τι ο Θεός θα φωτίσει. Και στο δρόμο που θα πηγαίνεις να κανείς προσευχή να τον φωτίσει ο Θεός να σου πει λόγους καλούς.

Έλεγε ακόμη. Πάντοτε να κάνεις ευχή πριν αρχίσεις κάθε εργασία. Να λες « Θεέ μου, δώσε μου δύναμη και φώτιση» και κατόπιν να αρχίσεις την δουλεία σου. Και στο τέλος «δόξα τον Θεό».

Έλεγε πάλι. Η κόλαση έχει γεμίσει από ανθρώπους παρθένους – υπερήφανους. Ταπεινό άνθρωπο θέλει ο Θεός.
Είπε γέρων. Κάποτε πήγε ένας μοναχός σ` ένα κελί που ήταν καθαρό, περιποιημένο, αρχοντικό επίσημο.

 Είπε. Όπως είναι η καρδιά του Γέροντα έτσι είναι και το κελί του. Πήγε σ` ένα άλλο που ήταν ακατάστατο, αραχνιασμένο κι άνω – κάτω.  Είπε. Ο Γέροντας είναι καλός, ασχολείται συνέχεια με τα πνευματικά, και δεν έχει καθόλου καιρό για τα υλικά.
 Ήταν αγαθός ο μοναχός αυτός και τα έβλεπε όλα όμορφα.  Ότι είσαι αυτό βλέπεις, ότι ζητάς αυτό βρίσκεις.

Είπε γέρων….Θα ψάλουμε όλοι «Τη Υπερμάχω», θα κάνουμε την μεγάλη αγρυπνία, θα κοινωνήσουμε κι  ας πεθάνουμε μετά .

Είπε γέρων. Ο Θεός ψάχνει εναγώνια να βρει μια στιγμούλα μεταμέλειας μέσα στους αιώνες για να μας πάρει. Ο κακά απομονωμένος άνθρωπος είναι ο πιο δυστυχής, το δείχνουν τα μάτια του το πρόσωπο του, οι αντιρρήσεις του, τα πάντα του. Χύνει αίμα συνεχώς. Αντίθετα ο καλά ευρισκόμενος εν μονώσει βρίσκεται στην τελειότητα.

Είπε άλλος γέρων. Είμαι σαν το κερί. Λιώνω εύκολα. Παγώνω εύκολα. Μην παίρνεις για φαΐ τα ξεροκόμματα των άλλων, δηλαδή τις αφέλειές τους. Να ταπεινώνεσαι μ` ότι σου δίνει ο Θεός.